11 C
Athens
Τετάρτη, 27 Νοεμβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Μάριος Χάκκας, ένας τυφεκιοφόρος του εχθρού, του Σαράντου Φράγκου

 «Χάκκας Μάριος, στιχουργός και αυτοκτόνος». Ένας άοπλος Σαμαρείτης, ένας πυρπολητής και τυφεκιοφόρος των λέξεων, που έφυγε μόλις στα σαράντα ένα του χρόνια, σαν σήμερα 5 του Ιούλη το 1972.

 

«Πρώτα άρχισε να ξοδεύει σε μικρές δόσεις το μέλλον. Ξεκινώντας με μηδέν παρελθόν, διαυγής και ανάλαφρος σαν την αυγή, σαν την πρώτη μέρα της δημιουργίας, βρέθηκε τελικά μπλεγμένος σ’ ένα παρόν όλο χρέη που χρειάστηκε να το ξοφλήσει από το μέλλον.

 

Διαπίστωσε ότι κι αυτό εξαντλούνταν. Δεν είχε αποθέματα μέσα του, διαρκή παρακαταθήκη ιδεών, καταθέσεις κι αντίκρισμα. Δεν υπήρχε πια μέλλον να προεξοφλήσει σ’ αυτή τη ζωή.

 

Του έμενε μόνο το όριο του θανάτου και πέρα, να πουλήσει μιαν άλλη ζωή, που όμως δεν πίστευε και θα ‘ταν σα να πουλάει οικόπεδα ξένα.

 

Δεν είχε παρά να πουλήσει σα μια πρώτη ύλη το σώμα του (σάρκες, κόκαλα, λίπη), κάτι που θα κρατιόταν και λίγο μετά το κρίσιμο όριο, εκεί που τελείωνε το μέλλον και πέρα.

 

Στην αρχή είπε ν’ ακολουθήσει κι εδώ το σύστημα των δόσεων. Πρώτα τα μάτια, τα γεννητικά όργανα έπειτα. Να ξεπουλήσει σιγά σιγά. Ίσως προλάβαινε να σώσει κάτι. Την καρδιά ή τον εγκέφαλο.

 

Μα η Εταιρεία δε δεχόταν. Τον ήθελε εφάπαξ δια μέσου τραπέζης. Τα συμβόλαια που υπέγραψε ενώπιον μαρτύρων ανέφεραν ρητά. “Παραιτούμαι από κάθε δικαίωμα επί του πτώματος. Παραχωρώ τον εαυτό μου μετά θάνατον αρτιμελή και χωρίς αλλοιώσεις”.

 

Από τη στιγμή που υπέγραψε δεν είχε γνώμη. Από τη στιγμή που θα έκλεινε τα μάτια και πέρα ήταν δική τους υπόθεση αν θα τον σέρβιραν καταψυγμένο ή μες σε φορμόλη. Από τη στιγμή που θα πέθαινε ανήκε στην Εταιρεία Ανατομικών Μελετών.

 

Κι όμως βασανίζονταν να βρει έναν τρόπο παράβασης των συμβολαίων, να βρει έναν τρόπο να διαθέσει το πτώμα του σύμφωνα με τη δική του ύστατη θέληση».

 

Απόσπασμα από το διήγημα Το πτώμα, από το βιβλίο Τυφεκιοφόρος του εχθρού, του Μάριου Χάκκα.

 

Η εκτίμηση του παρελθόντος, το παρόν του μέλλοντος, η τράπεζα των ιδεών και των δανείων, το αντίκρισμα των επιλογών και των πράξεων, δέσμευση και εξάρτηση, στράτευση και ιδιώτευση. Ερωτήματα πιεστικά κάποτε ενοχλητικά που κατοικούν εντός μας, που μας ξεβολεύουν με αφορμή έναν «ξεχασμένο» και αποσυνάγωγο, το Μάριο Χάκκα.

 

Ο Χάκκας δεν είναι «αναγνωρίσιμος», δεν ανήκει στους μεγάλους, στους «επώνυμους». Τον αναζητάς στη γαλαρία, τον εντοπίζεις στα πίσω καθίσματα, στα προσφυγικά της Καισαριανής, εκεί που κατοικεί η φτώχεια αντάμα με τη σεμνότητα και τη λαϊκή περηφάνια.

 

Ο σύντομος βίος του μαρτύριο και εξιλέωση, δε χωρά στα πλαίσια του παρόντος, χωρά μόλις μια ανάσα της γραφής του. Μια γραφή που οιστρηλατείται από την ανέχεια και την αρρώστια, πυρακτωμένη στο κελί της φυλακής, μια ανάσα αναπαλλοτρίωτη από συμβάσεις.

 

Τα κείμενά του καθηλωτικά, ξύνουν «αρχαίες σκουριές», συνομιλούν με το μέλλον αναποδογυρίζοντας φορές το παρόν.

 

«Τα γραφτά μου είναι σαν κουτσουλιές», λέει ο ίδιος. Ο Χάκκας δεν κατασκευάζει λογοτεχνία, δε γυαλίζει τις λέξεις, δε γράφει για να ζήσει. Αγωνιά να ζήσει για να γράψει, όμως ο Πλούτωνας δεν του κάνει το χατίρι.

«Είμαι πέραν σκοπών και επιδιώξεων. Ένα σώμα που ολοένα φυραίνει μέχρι να γίνει απολιφάδι. Δεν κρατιέμαι πια από πουθενά. Απ’ όπου κι αν πιάστηκα, σπάσανε ξερά κλαδιά». (Μ. Χάκκα, Η φυλακή, από το βιβλίο Ο μπιντές).

 

Βιώνει την απογοήτευση στη θέαση της ζωής και της ιδεολογίας όταν κορυφώνεται η διένεξή του με την Αριστερά. Όμως παραμένει άθεος και εικονοκλάστης, γήινος και υλιστής μέχρι το τέλος της ζωής του.

Η πορεία του μια ρότα από τις ιδέες της κοινωνικής χειραφέτησης προς την ύπαρξη, από τη μάχιμη ζωή στο περιθώριο, ένα ταξίδι από το ρεαλισμό στο σουρεαλισμό.

Στα θεατρικά του κείμενα ο πολιτικός προβληματισμός που τον στιγματίζει πιο έντονος, πιο καθαρός.

 

«Όμως να το ξέρεις πως δεν υπάρχει στον τοίχο σχισμή, δεν υπάρχει στο πάτωμα τρύπα “να κρυφτείς”. Κι αν υπήρχε θα ‘ταν τόση ίσα-ίσα να γλιστρήσει ένα σκουλήκι. Γιατί σέρνεσαι; Γιατί δεν επιχειρείς να γκρεμίσεις τον τοίχο; Τουλάχιστον, γιατί δε δαγκώνεις ένα απ’ αυτά τα χέρια που παν να σε πιάσουν; Γιατί δεν τραβάς μια νυχιά σ’ ένα πρόσωπο, ν’ αφήσεις μια γρατζουνιά που θα σε θυμάται μέρες;» (Μ. Χάκκα, Στον αστερισμό των διδύμων).

 

Νυχιές, γρατζουνιές, ραπίσματα-ενίοτε και συντροφικά- οι λέξεις του Χάκκα. Ένα σκαμπίλι που το τρως για να συνέλθεις-όχι να τιμωρηθείς- για να ανοίξεις τα μάτια και να δεις τον πραγματικό κόσμο.

 

– Δεν αρκεί να στοιχίζεσαι μόνο με τις λέξεις των εφημερίδων και των κειμένων.

– Δεν αρκεί να ζυγίζεσαι μόνο στη γραμμή των συνεδριάσεων και να μοιάζεις με παίχτη του φλίπερ, που ενώ είναι δεξιοτέχνης, εγκαταλείπει την προσπάθεια επειδή πάντα το μηχάνημα κερδίζει.

– Δεν αρκεί να είσαι θεατής και ψηφοφόρος, γιατί τότε η πώληση του μέλλοντος και πέραν αυτού θα επέλθει.

– Γιατί τότε το μέλλον θα μπλεχτεί σ’ ένα παρόν όλο χρέη, θα πουλήσει και αυτό το μέλλον του, θα προεισπράξει το πτώμα του.

 

Ο Χάκκας της δεκαετίας του ‘60 λες και συνομιλεί με το σήμερα, αποδομεί κάθε δημόσια και ιδιωτική συνθήκη, ψηλαφίζει σωματοποιημένα δικά μας τραύματα.

 

– Τι γίνεται όταν προεξοφλείς το μέλλον επειδή δε μπορείς να ανταπεξέλθεις στο παρόν;

– Τι γίνεται όταν υποθηκεύεις το παρόν επειδή αγνοείς-δε βλέπεις το μέλλον;       

 

Πως θα εμποδίσουμε αυτή τη θανατηφόρα υπογραφή των «συμβολαίων» που ενεχυριάζουν το παρόν που ακυρώνουν το μέλλον; Πως δεν θα υπογράψουμε;

 

Πως θα ενώσουμε τα ιμάτια, τα προσωπικά μας «κειμήλια», τη δική μας γλώσσα, ακριβώς για να προφυλάξουμε το σώμα του μέλλοντος, ένα σώμα που ούτως ή άλλως κυοφορείται εντός μας; Πως αυτή η κυοφορία θα αποβεί γόνιμη και όχι ανεμογκάστρι;

 

Είναι αναπόδραστο. Έρχεται αμείλιχτα για όλους μας η ώρα του απολογισμού, της αποτίμησης. Ενός απολογισμού γυμνού, χωρίς φτιασίδια και προσχήματα, δίχως τη διάχυσή του στη θαλπωρή της ομάδας, στο συμψηφισμό του συνόλου. Να έχουμε τότε κάτι να δώσουμε, κάτι από χώμα και νερό, κάτι από «τρεμόσβηστη ελπίδα μέσα στις υγρές μας παλάμες».

 

Είναι γεγονός ότι ξοδεύτηκε χρόνος, ότι φαγώθηκαν πολύτιμες ζωές για να σιαχτεί το τοπίο, να ανοιχτούν δρόμοι. Δρόμοι ίσως σκονισμένοι, κακοτράχαλοι, «αστρατήγητοι», άλλοι που έκλεισαν και δάσωσαν λόγω εγκατάλειψης, δρόμοι που εξακολουθούν να φέρουν τα νωπά ίχνη των πατεράδων μας.

 

Η ιστορία μας δεν έκλεισε, δεν ξοδεύτηκε, είναι εδώ. Σε πείσμα εχθρών και «άσπονδων φίλων», μας κλείνει το μάτι μας υποβάλει την «τρίτη διάσταση», το «τρίτο» νεφρό του Χάκκα που απαιτεί η επιβίωση του μέλλοντος.

 

Οι σελίδες του είναι αιμάτινα δίπολα, τραυματισμένα διλήμματα. Παρανομία και νομιμότητα, φυλακή και ελευθερία, εξορία και αποκήρυξη, προσαρμογή και ανυπακοή, συλλογικό όραμα και αυτονόμηση, πίστη και απογοήτευση, ενοχή και αμφιβολία.

 

Ο αγέρας της ιστορίας μας τούτο μας λέει και σιγομουρμουρίζει.

 

Τα τραγούδια σας έρχονται από μακριά αλλά κόπηκαν στη μέση, οι στίχοι δεν ολοκληρώθηκαν, οι κυκλωτικοί χοροί σας έμειναν μετέωροι, γιατί ο τυφεκιοφόρος του εχθρού του έξω και του μέσα σας πάντα παραμόνευε, με υπομονή αναζητούσε την κερκόπορτα της «πλαστής σας συνείδησης», με επιμονή υιοθετούσε ανανήψαντες και «πραγματιστές».

 

– Είναι φορές που ασφυκτιούμε, που «τίποτα δε γίνεται», που περιμένουμε τον «Γκοντό» από την άνυδρη έρημο.

– Είναι φορές που πετροβολάμε στον αέρα, που ο πόλεμος φαντάζει μάταιος, που γαβγίζουμε χωρίς να δαγκώνουμε, που εξαντλούμαστε σε συνθήματα οργής, ανήμποροι να γράψουμε ιστορία μέσα στην ανημπόρια μας.

 

«Στάθηκα στις δαιδαλώδεις πόλεις

 με τις καμπύλες των λόφων στα μάτια

 κι ήρθα προς τους ανθρώπους

 με τις σωστές λέξεις στο στόμα

 και την ελεύθερη κίνηση των χεριών.

 Κατέληξα με μια τσάντα

 που επαλήθευε το νόμο της βαρύτητας

 στην ατέλειωτη άσφαλτο

 πληρώνοντας φόρους και διαπύλια

 φθείροντας την ακμή μου

 ανάμεσα σε πλαστικά γιασεμιά

 γδέρνοντας το λαιμό μου στους τοίχους

 μ’ ένα μπρελόκ που τα κλειδιά του

 δεν ταίριαζαν σε καμιά ανθρώπινη πόρτα».

 (Μ. Χάκκα, Στάθηκα στις δαιδαλώδεις πόλεις)

 

Για το Μάριο Χάκκα η κριτική δεν έχει πει ακόμα την τελευταία της λέξη, παραμένει κεφάλαιο ανοιχτό. Ανήκει μάλλον στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά συγγραφέων, με όσα κοινά γνωρίσματα μπορεί να έχουν και άλλα τόσα ιδιαίτερα και ξεχωριστά. Από τη μια πλευρά η ιστορική και πολιτική εμπειρία-δηλ. η στράτευση- και από την άλλη η αμφιβολία, η αγωνία, η ενοχή, η αστάθεια, η παραίτηση. Ανάμεσα σε αυτά τα τέρματα παίζουν με την πένα τους, πότε αμυνόμενοι και πότε σε επίθεση.

 

Ειδικά στο χώρο της διηγηματογραφίας – στον οποίο ανήκει ο Χάκκας -, πλάι στο Γ. Ιωάννου, το Δ. Νόλλα, το Μ. Κουμανταρέα, το Χρ. Μηλιώνη, το Ν. Μπακόλα και άλλους, εμφανίζεται πιο ανάγλυφα η αλλοίωση του τρόπου ζωής που επιφέρει η αστικοποίηση, η κοινωνική αλλοτρίωση, η νοσταλγία του γενέθλιου τόπου, η αποξένωση.

 

Οι σελίδες του Χάκκα ανοίγονται σαν καθρέφτης που βλέπεις το είδωλό σου, το βλέμμα σου, που σου φαίνεται ανοίκειο και έντρομο, φορές καταδιωκόμενο από εχθρούς και φίλους.

 

Ο Χάκκας και μετά την αυτονόμηση και αυτο-αποστράτευσή του, παραμένει συγγραφικά καίριος. Συνεχίζει να περιγελά την «καθώς πρέπει» ζωή, τις μικροαστικές εγκαταστάσεις, την ενσωμάτωση στη νομιμότητα, να περνά μέσα απ’ τη φωτιά και την κόλαση, να ξοδεύει το λιγοστό αίμα των μετρημένων ημερών του.

 

«Τώρα που ξέρω πως δεν κερδίζονται οι άνθρωποι ή έστω κι ένα κορίτσι με σκέτες λέξεις, παρά μόνο με αίμα… Δε θέλω χρόνο. Ζωή θέλω, μ’ όλο που το δεύτερο προϋποθέτει το πρώτο, ζωή να τη σπαταλήσω πίσω από τις φράσεις, ζωή να χτίσω παραγράφους, να οικοδομήσω ένα έργο δίνοντας στο λόγο μια Τρίτη διάσταση, γιατί τη δεύτερη τη βρήκαν οι άλλοι, την κατάγραψαν οι δάσκαλοι, κι εγώ πρέπει να πάω παραπέρα». (Μ. Χάκκα, Το τρίτο νεφρό από το βιβλίο Ο μπιντές).

 

Η άτροπος του στέρησε αυτή τη δυνατότητα, να καταχτήσει την Τρίτη διάσταση, να πάει παραπέρα. Απομένει στο παρόν του μέλλοντος να την επινοήσει ξοδεύοντας ζωή απ’ τη ζωή του.

 

Μας χρειάζεται σήμερα η πολύτιμη πραμάτεια του αιρετικού Χάκκα. Τα διλήμματα παραμένουν, κορυφώνονται. Η σύγκρουση μεταξύ ελπίδας και ισοπέδωσης, η σύγκρουση μεταξύ ένθερμου αγώνα και σαρωτικής ήττας.

 

«Χάκκας Μάριος, στιχουργός και αυτοκτόνος». Ένας άοπλος Σαμαρείτης, ένας πυρπολητής και τυφεκιοφόρος των λέξεων, που έφυγε μόλις στα σαράντα ένα του χρόνια, σαν σήμερα 5 του Ιούλη το 1972.

Μάριου Χάκκα, εργογραφία

 

Πεζά

Τυφεκιοφόρος του εχθρού, 1966 (συλλογή διηγημάτων).

Ο μπιντές και άλλα διηγήματα, 1971 (συλλογή διηγημάτων).

Το κοινόβιο, 1972 (εκδόθηκε ημιτελές μετά το θάνατό του).

 

Θέατρο

 Ενοχή, 1971.

 Αναζήτηση, 1971.

 Τα κλειδιά, 1971.

 Στον αστερισμό των διδύμων

 

Ποίηση

Όμορφο καλοκαίρι, 1965 (συλλογή)

 

 

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ