Πριν δυο μέρες μας παραδόθηκε μια ανέλπιστη χαρά. Ο Κυριάκος Κατζουράκης μας εμπιστεύτηκε έναν καινούργιο πίνακά του και μαζί τις σκέψεις του για τη δημιουργία, του πίνακα και γενικώς.
Ένα έργο δεν εξηγείται απαραίτητα. Πρωτίστως το αισθάνεσαι, ακόμα κι αν δεν “ξέρεις” να αναλύσεις την κάθε του ιδέα και πλευρά. Παρατηρώντας το, λοιπόν, ιδέες που περιέρρεαν εντός μου πήραν εικόνα. Κάπως σα να κατάλαβα, ή νόμισα έστω, τα σημερινά μας αισθήματα και τις αναμονές, το χύμα και το ρέον.
“Κάθε φορά που ξεκινάω ένα έργο έχω την ψευδαίσθηση ότι θα αλλάξω τον κόσμο”, γράφει ο ζωγράφος στο σημείωμα του για το Kommon.
Κάθε φορά που γράφω ένα κείμενο παρόμοιου προβληματισμού με το σημερινό έχω την ψευδαίσθηση πως θ’ αλλάξω τον κόσμο ή τους ανθρώπους, κι αν κανένα από τα δυο, τουλάχιστον τους αναγνώστες. Η ψευδαίσθηση ωστόσο δίνει το έργο. Το σπουδαίο του Κυριάκου, το άτεχνο δικό μου. Άρα δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα.
Γίνεται το παιχνίδι της σκέψης με τη φόρμα. Και από αυτή την άποψη δεν ισχύει ό,τι πλασάρεται στην αγορά πως οι ψευδαισθήσεις είναι για τους ματαιόσπουδους. Περιττές και επί πλέον επικίνδυνες. Διότι, κυρίως, συντελούν στην αναζήτηση. Στην εξερεύνηση του άγνωστου μέρους του κόσμου επιδιώκοντας ν’ ανοίξουν διαύλους. Την εδραίωση μιας κατ’ αρχήν βεβαιότητας κι έπειτα την αμφιβολία.
Όπως γράφει ο Κ.Κ.: “σε κάθε προσχέδιο υπάρχει μια αρχική επιλογή/απόφαση, που όμως πρέπει να παραμεριστεί και να δώσει χώρο στην αμφιβολία. Αυτό είναι ένα από τα κίνητρα μου, η αμφιβολία στην αρχική επιλογή. Περιγράφω δηλαδή την «ασάφεια» σαν πολύτιμο εργαλείο. Η πίστη στην ασάφεια δημιουργεί αυτοπεποίθηση και είναι ένας τρόπος να διασχίζεις αχαρτογράφητα ύδατα, να μη φοβάσαι τα θεριά που κατοικούν εκεί, να θαυμάζεις σχεδιάζοντας, να αντέχεις τον πόνο όταν τραγουδάς τα βάσανα της ζωής, να γράφεις γι’ αυτά χωρίς να καταφεύγεις στον νατουραλισμό και στην περιγραφή”.
Ο πίνακας περιέχει έναν κόσμο σε κομμάτια. Επιθετικό, σκληρό, πρόσωπα με προσωπίδες και μαχαίρια που εφορμούν, σκορπισμένα αντικείμενα της πραγματικότητας μας εννοούν να συνυπάρχουν στη βία και την αυθαιρεσία, αλλά κινούν ακόμα τα γεγονότα. Είναι η ίδια ιδέα που αναζητούν οι εραστές μιας επανάστασης. Σε ένα σύμπαν που δεν είναι από καιρό ακέραιο, πως θα είναι ακέραιοι αυτοί; Επιθυμούν διακαώς να συναρμολογήσουν τα αποσπάσματα – όσο περισσότερα. Ο καλλιτέχνης το αποπειράται με την αποκάλυψή τους. Οι άλλοι το αποδέχονται ευεργετημένοι από την προσφορά.
Επαναστάτης και επανάσταση δεν σημαίνει αναγκαία ή μονάχα, εξέγερση και αντικατάσταση της εξουσίας. Κανονικά σημαίνει κατάργηση της εξουσίας, τόσο των υπουργικών θέσεων και ρόλων, όσο και την εγκατάσταση ιδεών που γίνονται σύστημα. Επαναστάτης και επανάσταση μπορεί να σημαίνει, χρειάζεται να σημαίνει, συνεχής ανησυχία. Μη εγκατάσταση. Κάθε ιδέα που νικάει πρέπει να αντικαθίσταται από μια νέα που αμφιβάλλει και αναζητεί. Μετά τον Νεύτωνα και το νόμο της βαρύτητας, η νεώτερη Φυσική, με κατακτημένη τη γνώση της νευτώνειας τείνει προς τη θεωρία της σχετικότητας. Μετά την αστική επανάσταση, από την Αγγλία του Κρόμβελ και την Γαλλία του Διευθυντηρίου, η αμφισβήτηση τείνει προς το 1830, το 1848, το Παρίσι του 1871, τη Ρωσία το 1917… Και μετά;
Αυτό είναι γενικός νόμος των επαναστάσεων. Δεν κάθονται στ’ αυγά τους. Αν εγκατασταθούν γίνονται το αντίθετό τους.
Ο ορθολογισμός έβαλε μια τάξη στο χάος του κόσμου, κυρίως των μεταφυσικών και δεισιδαιμονικών όψεων και ερμηνειών του κόσμου, αλλά ταυτόχρονα, μέσα στο ασφυκτικό αστικό κουστούμι του, αφαίρεσε ένα μεγάλο μέρος της μαγείας του (του κόσμου). Το ερώτημα για εκείνους που αντιλαμβάνονται τον κόσμο ορθολογικά, δηλαδή επιστημονικά, και ταυτόχρονα θέλουν να τον αλλάξουν προς την ουτοπία τους (τι είναι η ουτοπία, όπως ξαναείπαμε εδώ; μια πραγματικότητα που δεν ήρθε ακόμη) είναι πως θα μπορέσουν να κάνουν την υπέρβαση συνθέτοντας τα δυο αντιφατικά στοιχεία, ορθολογισμό και συναίσθημα σε μια ανώτερη ενότητα.
Η επιδίωξη μιας επανάστασης δεν είναι ένας νέος ορθολογισμός. Ούτε βέβαια η αντικατάσταση της λογικής από μια κατάσταση ονείρου. Δεν είναι πλεύση στο κενό ή αναζήτηση μιας αθανασίας με τη βοήθεια της τεχνικής και της τεχνολογίας. Δεν είναι η κατανομή ίσων μεριδίων εργασιακής απασχόλησης και αμοιβών. Δεν είναι η καθιέρωση δωρεάν και αποτελεσματικής Υγείας, Παιδείας, Πρόνοιας. Δεν είναι η συνέχεια του καπιταλισμού με καλύτερο τρόπο. Δεν είναι, για να γίνουμε λίγο ιερόσυλοι, η σοβιετική εξουσία συν εξηλεκτρισμός.
Είναι άνθρωποι που δεν τους εμποδίζουν να βαδίσουν τα στενά παπούτσια της καθημερινότητας. Της ροής της αγοράς και της ανάγκης, βιωτικής και ρεαλιστικής, σωματικής και ανυπέρβλητης. Που φλέγονται συνεχώς, με τον δικό τους τρόπο, αμφιβάλλουν και επιχειρούν, σαν πυροσβέστες σε μεγάλη πυρκαγιά επιζητούντες αναζωπυρώσεις.
Έχω διαβάσει αρκετές φορές κι ακόμα πιο πολλές φορές το έχω ακούσει από παλιούς που μπήκαν σε “σειρά” και απολαμβάνουν τα αγαθά του ρεαλισμού τους, μη δε
και μοιράζονται θέσεις στο πρυτανείο της εξουσίας, να οικτίρουν εκείνους που έμειναν “αμετανόητοι”. Αχ, κι εγώ τέτοια πίστευα όταν ήμουν νέος! Μα γίνονται στις μέρες μας επαναστάσεις;
Αφού την ακρωτηρίασαν κατά πολλά όνειρα τη ζωή τους, αφαίρεσαν και το πιο σημαντικό, την ανάγκη να την αλλάζουν με ένα μεγάλο σχέδιο του κόσμου και του εαυτού. Αντικατέστησαν τη μια βεβαιότητα, την πριν, με μια άλλη, την τώρα. Η τωρινή ασφαλώς πιο προσοδοφόρα. Στο όνομά της ομνύουν πλέον. Και ανταποδίδουν την υποταγή τους με χλευασμό.
Δεν εννόησαν προφανώς πως το κύριο δεν είναι ένα σύστημα εξουσίας, που θα αναδιανείμει τα προνόμια, αυτή τη φορά υπέρ μας, όχι κατ’ ανάγκην υλικά, αλλά και μερίδια αναγνώρισης, ρόλου, καταξίωσης , αποδοχής, κύρους, επιβολής… Το κύριο είναι να βρίσκεσαι συνεχώς στην αγωνία της επόμενης ανατροπής, πιθανότατα, το πιο πιθανό, και αποτυχίας.
Η ιδέα δεν παρέχει ασφάλεια. Παρέχει τη μεγάλη περιπέτεια της εξερεύνησης. Κι αυτή δεν τελειώνει ακόμη κι όταν οι κοινωνικές επαναστάσεις έχουν αποσυρθεί από τη μόδα, σκεπτόμενες πότε θα έρθει και πάλι ο καιρός τους.
Μέγιστη πράξη αυτής της σοφίας, όπως το καταλαβαίνω, είναι η πράξη του καλλιτεχνικού έργου. Αφιερώστε λίγο χρόνο να δείτε τον πίνακα και απελευθερώστε λίγο τη ματιά και τη σκέψη, να πετάξετε.
Η σκληρή πράξη του παρόντος ως αυτογνωσία, και η επιφυλακτική διατήρηση του μέλλοντος, ως φλόγα.