Σύλληψη – Σκηνοθεσία: Νίκος Καραθάνος
Κείμενο: Λένα Κιτσοπούλου – Γιάννης Αστέρης
Μια ιδιαίτερη παράσταση του Εθνικού Θεάτρου που ανέβηκε στη σκηνή του ΡΕΞ, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, τόσο θετικές όσο και αρνητικές, ανάμεσα σε κριτικούς θεάτρου, θεατές και λοιπούς ειδήμονες περί τα καλλιτεχνικά της χώρας αυτής, όπου ανθεί «φαιδρά πορτοκαλέα» κατά τον ποιητή.
Προσωπικά οφείλω να καταθέσω εξ αρχής πως οι καλλιτεχνικές προτάσεις του Νίκου Καραθάνου δεν με αφήνουν ποτέ αδιάφορη, τον παρακολουθώ με αγωνία κάθε φορά γιατί νιώθω ότι «τον καίει» αυτό που κάνει και τον θεωρώ μεγάλο ανανεωτή της θεατρικής μας αίσθησης και αντίληψης (από την Γκόλφω, τις Οκτώ Γυναίκες, το Συρανό, την Οπερέττα έως τους Όρνιθες κ.λπ., κ.λπ.).
Επίσης παρακολουθώ από την εποχή της Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.Σ την σχεδόν αφηνιασμένη γραφή αλλά και θεατρική ερμηνεία της Λένας Κιτσοπούλου για την οποία η αίσθησή μου είναι ότι σχεδόν πάντα θα έρθει η στιγμή που ένα αιμάτινο σπλάτερ θα τα κάνει όλα λίμπα στη σκηνή και μια μαύρη λαδομπογιά θα μουτζουρώσει τον πίνακα που με τόση μαεστρία δημιουργούσε έως εκείνη τη στιγμή.
Είχα πάντα δε ένα φόβο ότι θα την κατάπινε το ίδιο της το δημιούργημα, μια σκοτεινή ρουφήχτρα θα εμφανιζόταν στη σκηνή και θα την τράβαγε στο βυθό. Σαν τα φώτα της σκηνής να της μεγάλωναν το σκοτάδι μέσα της. Μια σαρκαστική, σπαραχτικά κωμική, δική μας Σάρα Κέην.
Τελικά τίποτα από όλα αυτά δεν έγινε. Και ευτυχώς δηλαδή. Αποδείχθηκε χαλκέντερη η συγγραφεύς και ηθοποιός.
Όπως δε μας θύμισε ο κριτικός τέχνης Μάνος Στεφανίδης πρόσφατα και επ’ αφορμή τη συγκεκριμένη παράσταση, η Λένα Κιτσοπούλου δήλωνε πριν δύο χρόνια και εξ αφορμής της συνεργασίας της με τη Στέγη:
«Θα έκανα χαοτικά πράγματα, θα έβαζα μπουρλότα, βαρελότα, θα επέτρεπα το κάπνισμα σε όλα τα θέατρα μέσα, θα εκμεταλλευόμουν το χάος που επικρατεί στ’ αλήθεια, θα το αποδεχόμουν και μέσα από την αληθινή εικόνα θα πέταγα βέλη. Θα εμφανιζόμουνα σαν ινδιάνος πάνω στις κορυφές όλων των βουνών της Αττικής και θα πέταγα βέλη προς το κέντρο. Θα φώτιζα όλο αυτό το γουέστερν. Η τέχνη θα έπρεπε να είναι αντίθετη προς τα κόμματα, προς ο,τιδήποτε φέρει σημαία, θα έπρεπε να είναι κόντρα στο πολίτικαλ κορέκτ, θα έπρεπε να μας σηκώνει πάνω από το έδαφος, να μας πηγαίνει ταξίδια, θα έπρεπε να χρησιμοποιεί την κατάσταση της χώρας της ως βατήρα για άλματα και όχι ως κινούμενη άμμο για να βουλιάζει μέσα της. Άμα είναι η τέχνη να προσπαθεί για το σωστό και το μέτρο και το περίπου και την τσιγκουνιά και άμα θέλει απλώς να αρέσει, τότε καλύτερα καθόλου. Καλύτερα μόνο ταβερνούλες και τυροκαυτερές και ωραία ηλιοβασιλέματα στα χωριά της καταγωγής μας».
Τελικά βέβαια, η Κιτσοπούλου απέδειξε ότι όλα γίνονται σ’ αυτή τη χώρα που μάλλον έχει αποφασίσει να τρολάρει τον εαυτόν της, την ιστορία της και το ίδιο της το ακριβό συναίσθημα.
Δηλαδή μπορείς και Ινδιάνους να βάλεις στη σκηνή και κρεμασμένους θεατές, και τυροκαυτερές και τραπεζάκια έξω και χέστρες στην ορχήστρα και ψάρια που σπαρταράνε και κυνηγούς και κουνέλια και λαϊκά και τζαζίστικα και τίποτα να μη σε σώζει τελικά, αφού έχεις θάψει τον ίδιο σου τον εαυτό. Και μάλιστα παίζεις και εκμεταλλεύεσαι αυτό ακριβώς. Το ίδιο και το αντίθετό του. Και το σύστημα να σε επιβραβεύει κι από πάνω.
Παρ’ όλα αυτά εγώ που ανήκω ακριβώς σε ένα από τα είδη που περιγράφει η παράσταση, ήτοι στο φιλοθεάμον κοινό με κριτικές διαθέσεις, που πάνω από σαράντα καλοκαίρια της ζωής μου σημαδεύτηκαν από την μαγεία του Αργολικού Θεάτρου, των παραστάσεων, των διαφωνιών, των ατέλειωτων συζητήσεων στην ταβέρνα του Λεωνίδα και τα πέριξ, (ακόμα και στο Καπάκι, τη ντίσκο, για να βρίσκω με ανακούφιση τον Διονύση Φωτόπουλο πάντα στην πόρτα) παρακολούθησα με συγκίνηση την απομάγευση του βιώματος στο οποίο αναλώθηκε η παράσταση.
Τί συμβαίνει λοιπόν μια Νύχτα στην Επίδαυρο;
Μας αφορά ο ναρκισσισμός των ηθοποιών, των σκηνοθετών, των σκηνογράφων, και του γραφειοκρατικού μηχανισμού του φεστιβάλ Αθηνών;
Μας αφορά ακόμα και ο ναρκισσισμός του φεστιβαλικού κοινού, αυτού που συνωστίζεται στα καμαρίνια για ένα αυτόγραφο, αλλά και στις ταβέρνες πέριξ του Λιγουριού μετά το τέλος της παράστασης με την αίσθηση ή την ψευδαίσθηση ότι αποτελεί μέρος του συμβάντος;
Δεν έχει σημασία να σας περιγράψω την ίδια την παράσταση, τις ατάκες των ηθοποιών, τις κοινοτοπίες και τις μικροϋστερίες, τις υποκρισίες τους, τον μαγικό – για μένα, Θανάση Αλευρά, τον μόνιμα παραπονεμένο ενδυματολόγο γιατί κανείς δεν αναγνωρίζει την αξία του, που τραγουδάει ένα ζεϊμπέκικο για να μας πει πως αυτός ένας Πατρινός, ποτέ του δεν έφυγε για έξω, όπως θα τόθελε, και φταίει ο έρωτας γι’ αυτό. Ούτε για την ζεστή παρουσία της Χαρούλας Αλεξίου που παραπέμπει στην μαγείρισσα την κυρά Κάκια, ή την κυρά Βούλα, τί σημασία έχει και που εισβάλει με τα κουμπούρια της μη και κάποιος της θίξει το μουσακά της. Αν και μόνη η παρλάτα της «για το τίποτα» άξιζε την όλη της παρουσία.
Ούτε για το κλείσιμο του ματιού στον υποψιασμένο θεατή όταν αναφέρονται οι δήθεν «ψαγμένες παραστάσεις» των ξένων σκηνοθετών.
Αξίζει κατά τη γνώμη μου να τη δει κανείς για να να ελέγξει ο ίδιος εάν έτσι έχει νοιώσει ως θεατής. Ετσι όπως με υπερβολή βέβαια, περιγράφουν οι συντελεστές της.
Να πω μόνο πως μια παράσταση αφορά στα backstage των φεστιβαλικών παραστάσεων. Για κείνη την ιδιαίτερη κουλτούρα και μικροκοινωνία και μικροτρόπο ζωής, ενός κόσμου που ζει και αναπνέει γύρω από αυτήν την μαγική και καταραμένη ταυτόχρονα και ψυχαναγκαστική ομοίως, αγαπημένη καλοκαιρινή περιπέτεια. Μια παράσταση στην Επίδαυρο. Τα πριν και τα μετά. Για την ίδια την παράσταση θα γράψουν οι ειδικοί και θ’ αποφανθεί η Ιστορία. Όμως εμείς ζούμε το γεγονός, αυτό καθ’ εαυτό. Στη σκηνή ή το κοίλον. Αυτό είναι που συναρπάζει. Που δημιουργεί μία δική του ζωή. Αυτόνομη.
Υπάρχει μια συνενοχή μεταξύ ορχήστρας και κοίλου, μεταξύ καλλιτεχνών και κοινού.
Είναι αλήθεια πάντως πως αποτελεί ένα σημαντικό μεταπολεμικό και κυρίως μεταπολιτευτικό φαινόμενο όσον αφορά στη μαζική συμμετοχή του κοινού στις φεστιβαλικές εκδηλώσεις της Επιδαύρου. Γιατί όπως και να το δει κανείς αποτελεί κοινωνικό φαινόμενο η μαζική λαϊκή συμμετοχή στο θέατρο της Επιδαύρου.
Γράφει ο Νίκος Καραθάνος κι εγώ καθόλη τη διάρκεια της παράστασης έψαχνα τα σημεία που ακουμπούσε αυτή η σκέψη του Σκηνοθέτη:
«Μετά το τέλος μιας σπουδαίας παράστασης οι σπουδαίοι καλλιτέχνες μπαίνουν λιμασμένοι σε μια πασίγνωστη ταβέρνα, μπλέκονται με το προσωπικό, υποκλίνονται στους εαυτούς τους, εκεί ανάμεσα σε μπριζόλες, ψέματα και ιδρώτα, χιμάνε ο ένας πάνω στον άλλον σε ένα μακελειό χωρίς προηγούμενο που τους οδηγεί στον Κάτω Κόσμο με τη γεύση της τυρόπιτας στο στόμα.
Μια νυχτερινή φάρσα για τα ξέγνοιαστα και καμένα καλοκαίρια της ζωής μας στην Επίδαυρο, ένα μεταφυσικό μιούζικαλ για το σφίξιμο της καρδιάς μας στο πήγαινε και το έλα αυτής της εκδρομής:
Μια τρελή κωμωδία για την Ελλάδα, την Τέχνη, το φαΐ της,
Για τους έρωτές μας
Που φύγαν ασυνόδευτοι
Γι’ αυτήν την επανάσταση που δεν κάναμε ποτέ
Γι’ αυτό το αρχαίο δράμα που δεν κατάλαβε κανένας
Για το ανελέητο επιδαύριο χειροκρότημα
Σαν αυτοάνοσο νόσημα
Για τη Σάντρα Μπούλοκ που ‘τρωγε στην Επίδαυρο
Και δεν πρόλαβα να της πω να φύγει
Για την Παναγιά την Πολεμάρχα
Που δεν πετάχτηκε στο δρόμο
Με τα χέρια απλωμένα σαν τη Νίκη της
Σαμοθράκης να μας σταματήσει
Για τις μεγάλες πέτρες του θεάτρου, όλα στην Ελλάδα είναι μεγάλα, ακόμα
Και οι τάφοι μας
Για να χωράνε τον Γίγαντα εαυτό μας και γι’ αυτήν την τραγωδία που δεν έκλαψα κι
Απόμεινα τραγί δεμένο με λουρί…στο πάρκιγκ».
Ίσως τελικά καταναλώσαμε περισσότερο Αρχαίο Ελληνικό Δράμα απ’ όσο μας αναλογούσε. Ναι σωστά το έγραψα: Καταναλώσαμε…
Ίσως ήρθε ο καιρός να το γευτούμε πάλι…
Υ.Γ Όταν ο Άγγελος Βλάχος (1838-1920), Αθηναίος λογοτέχνης, διπλωμάτης και πολιτικός (βουλευτής του Χ. Τρικούπη και σε λογοτεχνική κόντρα με τον Εμ. Ροίδη) έγραφε στα σοβαρά …
Ἡ γῆ τῆς Ἑλλάδος
Ξεύρεις τὴν γῆ ποὐ ἀνθεῖ
φαιδρὰ πορτοκαλέα
καὶ κοκκινίζει ἡ σταφυλὴ
καὶ θάλλει ἡ ἐλαία;
Ὦ! δὲν τὴν ἀγνοεῖ κανείς,
εἶναι ἡ γῆ ἡ Ἑλληνίς.
Ξεύρεις τὴν γῆ, ἥτις παντοῦ
μὲ αἵματα ἐβάφη,
ὁποῦ κοιλάδες καὶ βουνὰ
εἶναι τυράννων τάφοι;
Ὦ! δὲν τὴν ἀγνοεῖ κανείς,
εἶναι ἡ γῆ ἡ Ἑλληνίς.
Γῆ μήτηρ παλαιῶν θεῶν
καὶ νέων ἡμιθέων
γῆ ἀναμνήσεων κλεινῶν
καὶ γῆ ἐλπίδων νέων
Ὦ! δὲν τὴν ἀγνοεῖ κανείς,
εἶναι ἡ γῆ ἡ Ἑλληνίς.
…δεν θα μπορούσε να φαντασθεί ότι έναν αιώνα και πλέον μετά, οι στίχοι αυτοί θα ηχούσαν ως «τρολάρισμα» του εαυτού μας, ως σάτιρα μιας χώρας που το ιστορικό της παρελθόν χρησιμοποιείται από τους υπηκόους της σαν πανάκεια «Δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν» (Ματθαίος Δ’ 23, Θ’ 35 και Ι’ 1)
Δεν ξέρω ακριβώς γιατί, αλλά αυτό το «ποίημα» ήρθε και «κούμπωσε» κυριολεκτικά με τον τρόπο που χρησιμοποιήσαμε τις περισσότερες φορές την ίδια την Αρχαία Τραγωδία.
Και συμπόνεσα κάπως τους συνδημιουργούς της παράστασης, οι οποίοι από τη μια είναι ευτυχείς που αυτοί ως οι εκλεκτοί και τυχεροί παίρνουν μέρος σ’ αυτό το μοναδικό καλλιτεχνικό γεγονός κι από την άλλη γνωρίζουν πως πολλάκις ασελγούν στο σώμα της .
Πάντως οφείλουμε να τονίσουμε την εξαιρετική παρουσία και ερμηνεία όλων των συντελεστών της παράστασης με προεξάρχοντα τον Αγγελο Τριανταφύλλου και τη ζωντανή του μουσική.
Ταυτότητα παράστασης
Σύλληψη-Σκηνοθεσία: Νίκος Καραθάνος
Κείμενο: Λένα Κιτσοπούλου
Δραματουργική επεξεργασία: Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Κίνηση: Αμάλια Μπένετ
Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου
Φωτισμοί: Φελίς Ρος
Βίντεο-Βοηθός σκηνοθέτη: Ορέστης Σταυρόπουλος
Βίντεο-Βοηθός σκηνοθέτη: Δημήτρης Σταυρόπουλος
Δραματολόγος παράστασης: Εύα Σαραγά
Σχεδιασμός ήχου: Γιώργο Πούλιο
Βοηθός σκηνογράφου: Κατερίνα Βλάχμπεη
Σχεδιασμός κομμώσεων: Κωνσταντίνος Κολιούσης
Βοηθός φωτίστριας: Χάρης Δάλλας
Διανομή (με αλφαβητική σειρά):
Χάρις Αλεξίου, Θανάσης Αλευράς, Βασιλική Δρίβα, Γιώργος Ζιάκας, Νίκος Καραθάνος, Έμιλυ Κολιανδρή, Γιάννης Κότσιφας, Ιώ Λατουσάκη, Χρήστος Λούλης, Ζέτα Μακρυπούλια, Ιωάννα Μαυρέα, Ηλέκτρα-Αποστολία Μπαρούτα, Κώστας Μπερικόπουλος, Ιωάννα Μπιτούνη, Βασίλης Παπαβασιλείου (*), Πάνος Παπαδόπουλος, Έλλη Πασπαλά, Άγγελος Τριανταφύλλου, Γιώργος Φασουλάς, Δανάη-Αρσενία Φιλίδου, Γαλήνη Χατζηπασχάλη.
Μουσικοί επί σκηνής: Σοφία Ευκλείδου, Βασίλης Μαντζούκης, Κώστας Νικολόπουλος, Δημήτρης Τίγκας, Ελευθερία Τόγια
(*) Ο Βασίλης Παπαβασιλείου θα εμφανίζεται στις παραστάσεις των 20:30 κάθε Σάββατου & των 19:00 κάθε Κυριακής.