«Από τον θάνατο του Λένιν έως το τέλος του Μεγάλου Τρόμου», Α’ Μέρος, εκδ. Τόπος
Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια ιστορική καθώς και κοινωνικοπολιτική-θεωρητική τεκμηρίωση των γεγονότων που συνέβησαν στην Σοβιετική Ένωση κατά τον Μεσοπόλεμο, και ειδικότερα από τον θάνατο του Λένιν (Ιανουάριος του 1924) ως το τέλος του Μεγάλου Τρόμου και το 18ο Συνέδριο των Μπολσεβίκων (τέλη 1938-αρχές 1939).
Στο Δεύτερο Κεφάλαιο του βιβλίου, παρουσιάζεται αρχικά το γενεσιουργό ιστορικό πλαίσιο και περιγράφεται σε γενικές γραμμές η Ρώσικη Επανάσταση και οι κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές καταβολές της, μέσα από την εξέλιξη της ρωσικής κοινωνίας. Αυτό επιχειρείται για να κατανοηθεί καλύτερα η μετέπειτα εξέλιξη, καθώς το βιβλίο αφορά βασικά την επαύριο της Ρώσικης Επανάστασης και δεν αποτελεί μια ακόμη Ιστορία της ίδιας της Ρώσικης Επανάστασης. Επίσης, τίθενται στο Πρώτο-Εισαγωγικό Κεφάλαιο, μερικά αρχικά ερωτήματα, θεωρητικά και φιλοσοφικά, σε σχέση με την ανατροπή του καπιταλισμού και την κομμουνιστική κοινωνία γενικότερα, που θα ερευνηθούν μέσα στην ύλη του βιβλίου.
Στη συνέχεια, εξηγείται η κατάσταση της οικονομίας, της κοινωνίας και του σοβιετικού καθεστώτος στη δεκαετία του 1920, μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, καθώς και η εξέλιξη των κοινωνικών σχέσεων, των ταξικών αγώνων και συγκρούσεων γύρω από τη γραφειοκρατικοποίηση του επαναστατικού κράτους, την εκβιομηχάνιση και την αγροτική κοινωνία στην περίοδο της ΝΕΠ. Ειδικά, οι εργασίες των Moshe Lewin παλιότερα και των Sheila Fitzpatrick και Lynne Viola πιο πρόσφατα για την αγροτική κοινωνία στην δεκαετία του 1920, δηλαδή επί ΝΕΠ, φωτίζουν πολλά ανοιχτά ερωτήματα και για την ταξική διαστρωμάτωση στην ύπαιθρο, αλλά και για την αναντιστοιχία μεταξύ βιομηχανικού και αγροτικού τομέα, η οποία οδήγησε σε κοινωνική κρίση.
Επίσης, παρουσιάζεται η κρίσιμη σύγκρουση του 1925-1927 ανάμεσα στην ένταση της προσπάθειας για διεθνή επανάσταση και στην «οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα». Το πολύτομο έργο του E.H. Carr για την εξέλιξη της ΕΣΣΔ στην δεκαετία του 1920 αλλά και το τρίτομο του Isaac Deutscher (βιογραφία του Τρότσκι) εξακολουθούν να είναι πολύτιμα για την ιστορική έρευνα και πολύ αντικειμενικά. Παρουσιάζεται, στη συνέχεια, η εξέλιξη της πολιτικής σκηνής από τον θάνατο του Λένιν έως τη Μεγάλη Στροφή προς την κολλεκτιβοποίηση και την εντατική εκβιομηχάνιση (1928-1932), οι αγώνες μεταξύ των τάσεων και ηγετικών μορφών στο κόμμα και οι εκβάσεις τους.
Το βιβλίο προσπαθεί να ξεφύγει από μια οπαδική ή αγιογραφική θεώρηση των ομάδων στο κόμμα των Μπολσεβίκων, με τον «καλό ή κακό Στάλιν», τον «καλό ή κακό Τρότσκι», τον «αλάνθαστο Λένιν» κ.λπ. Επισημαίνονται οι βασικές ιδεολογικές όψεις κάθε ρεύματος ή και κάθε προσωπικότητας, αλλά και η σύνδεσή τους με κοινωνικά και ταξικά ρεύματα και πρακτικές στη μετεπαναστατική κοινωνία, με υπαρκτές κοινωνικές και διανοητικές αντιφάσεις, όπως και με διαφορετικές προσεγγίσεις και όρια στον ιστορικό μαρξισμό της εποχής αυτής καθώς και στη μαρξιστική θεωρία γενικότερα.
Η Μεγάλη Στροφή, η οποία παρουσιάζεται πολύ εκτενώς στον Α’ Τόμο του βιβλίου σε κοινωνικό και κομματικό- πολιτικό επίπεδο, συνδέεται με ανυπολόγιστα μεγάλες, αρνητικές, κοινωνικές συνέπειες ιδίως στην ύπαιθρο, την ανάδυση ενός δεύτερου Εμφυλίου Πολέμου. Συμβαίνει μια τεράστιας έκτασης κοινωνική κρίση και ταξική-εμφύλια αναμέτρηση. Όπως θα αναπτυχθεί στον Δεύτερο Τόμο, η κρίση που γεννά η Μεγάλη Στροφή και οι συνέπειές της, πέρα από το πολύ μεγάλο ανθρώπινο τραγικό κόστος της, αποτελούν αντικείμενο διαφορετικών πολιτικών διαχειρίσεων, τελευταία από τις οποίες αποβαίνει ο Μεγάλος Τρόμος. Το ανώτατο πολιτικό προσωπικό διαφωνεί και ταλαντεύεται έως ένα σημείο για την επιλογή του τρόπου διαχείρισης της κρίσης. Η θέση του βιβλίου δέχεται ότι υπάρχει μια ένταση της ταξικής πάλης στην ΕΣΣΔ κατά την δεκαετία του 1930, αλλά την κατανοεί με πολύ διαφορετικό τρόπο από τον Στάλιν, που επίσης συνδέει τον Μεγάλο Τρόμο και τη μαζική καταστολή με μια ορισμένη ερμηνεία όξυνσης της ταξικής πάλης λόγω της «επιτυχίας οικοδόμησης του σοσιαλισμού».
Η εργατική και η αγροτική τάξη παρουσιάζονται σαν τάξεις, υποκείμενα και όχι μόνο αντικείμενα χειρισμών, που δρουν και ασκούν μεν ταξική πάλη υπέρ και κατά του καθεστώτος (στην ύπαιθρο κυρίως κατά, μετά τη Μεγάλη Στροφή), αλλά των οποίων το αποτύπωμα καθίσταται σταδιακά μη δημόσιο και υπόγειο, στρεβλά εκπροσωπούμενο σε απόψεις εντός του κόμματος, μπαίνει στην σκιά της δημόσιας ζωής. Η ζώσα δράση τους απαιτεί μια συνθετική ανάγνωση και έρευνα μέσα και κάτω από τις γραμμές των πηγών. Από ένα σημείο και μετά, η δράση των πρακτικά υποτελών, αν και τυπικά κυρίαρχων, λαϊκών τάξεων, πιο καθαρά από τις επίσημες κομματικές διακηρύξεις φωτίζεται από τις ασύνδετες ειδήσεις στα επίσημα μέσα, από τις επιστολές διαμαρτυρίας των απλών ανθρώπων στο Κρεμλίνο, και ιδίως από τις απόρρητες εκθέσεις της πολιτικής αστυνομίας. Οι εργασιακές σχέσεις, νομικά και πραγματικά, η ζωή των απλών ανθρώπων και η καθημερινότητά τους, οι σχέσεις μεταξύ των φύλων, οι πολιτιστικές πρακτικές, τα εθνικά ζητήματα, φωτίζονται αρκετά στις σελίδες αυτού του έργου.
Η ερμηνεία που επιλέγω ως συγγραφέας είναι αυτή μιας κριτικής μαρξιστικής τοποθέτησης που θεωρεί, όμως, ότι υπάρχουν και πολλά άλυτα, ανοιχτά, δυσερμήνευτα θεωρητικά και ιδεολογικά ζητήματα εντός της μαρξιστικής θεωρίας, όπως βεβαίως και αποδεδειγμένα σφάλματα ορισμένων υποθέσεων του κλασικού μαρξισμού. Όπου χρειάζεται, γίνεται χρήση και όψεων της κριτικής κοινωνικής θεωρίας και πέραν του μαρξισμού. Επίσης, η γραφή απομακρύνεται από τις κλασικές κομμουνιστικές θεωρήσεις (επίσημη, τροτσκιστική κ.λπ.). Ο μαρξισμός είναι μέσο ερμηνείας και αλλαγής του κόσμου, αλλά δεν είναι η πανάκεια της κριτικής σκέψης, ούτε νομοτελειακά αποδεδειγμένο σύστημα κοινωνικής μηχανικής.
Τα βασικά έργα αναφοράς στα πλαίσια της ερμηνευτικής μαρξιστικής θεωρίας, πέραν των Απάντων των κυρίων προσωπικοτήτων (Λένιν, Στάλιν, έργα Τρότσκι) και των έργων όλων των βασικών πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών της περιόδου αυτής, είναι κυρίως αυτά που διερευνούν τον σοβιετικό σχηματισμό από ένα σημείο και μετά ως μια ιδιόμορφη μορφή ταξικής εκμετάλλευσης και ως μια μορφή μπλοκαρίσματος της μετάβασης στον κομμουνισμό (κρατικός καπιταλισμός, γραφειοκρατικός κολλεκτιβισμός, άλλες προσεγγίσεις στην σοβιετική γραφειοκρατία, π.χ. ως στρώμα και όχι ως αυτοτελή κοινωνική τάξη κ.λπ.). Ιδίως η έννοια του «κρατικού καπιταλισμού» που εκκινεί εν πολλοίς από το έργο του Λένιν και του Μπουχάριν, και όχι από τον νεομαρξισμό της δεκαετίας του 1960, όπως συνήθως νομίζεται, αναλύεται πολύ διεξοδικά.
Πρώτο και σημαντικότερο από τα πιο σύγχρονα έργα αναφοράς, το κορυφαίο τετράτομο έργο του Σαρλ Μπετελέμ για τους «Ταξικούς Αγώνες στην ΕΣΣΔ» (1975-1982) αλλά όχι μόνο: το προδρομικό έργο του Ante Ciliga (1939) «Το Ρωσικό Αίνιγμα», που απορρέει από τις σκέψεις και παρατηρήσεις του ως τροτσκιστή κρατουμένου σε στρατόπεδα στην Σιβηρία και στα Ουράλια, το έργο του Κώστα Παπαϊωάννου για την «Γέννηση του Ολοκληρωτισμού» (1959), όψεις του έργου του Τρότσκι και των επιγόνων του, ιδίως «Η Προδομένη Επανάσταση», τα έργα των Τζαίημς Μπάρναμ, Μπρούνο Ρίτζι και Τόνυ Κλιφ (όλων τους τροτσκιστογενών) κατά τις δεκαετίες 1930, 1940 και 1950, το έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη, ιδίως κατά τη μαρξιστική του περίοδο και εν μέρει και μετά, ο μαοϊζων νεομαρξισμός της Ροάνα Ροσάντα στην δεκαετία του 1960 και του 1970, λαμβάνονται σοβαρά υπ’ όψιν στην κατανόηση της σοβιετικής κοινωνίας.
Το παρόν έργο στον Δεύτερο Τόμο συζητά και με έννοιες όπως ο «απολυταρχισμός», ο «ασιατικός δεσποτισμός», ο «όλοκληρωτισμός» που κάπου συναντάται με την αστική αντικομμουνιστική κριτική, αλλά και με το έργο της Χάνα Άρεντ. Όμως, κατά την γνώμη μας, ο όρος αυτός δεν ταυτίζεται αποκλειστικά με τον αντικομμουνισμό και έχει και αντικειμενικές υλικές όψεις υπό άλλη προσέγγιση (π.χ. η έννοια συναντάται, με άλλο τρόπο, και στον Τρότσκι καθώς και σε πιο σύγχρονους μαρξιστές κριτικούς του «σταλινικού» καθεστώτος όπως ο Μπετελέμ).
Ουσιαστικά υπάρχουν διαδοχικά «κύματα» στην βιβλιογραφία επί του αντικειμένου της μελέτης αυτής. Ένα πρώτο «κύμα» βιβλίων και μελετών είναι συγχρονικό (δεκαετίες 1920 έως 1950). Ένα δεύτερο «κύμα» αφορά την περίοδο της χρουστσοφικής «αναθεώρησης» και τον νεομαρξισμό των δεκαετιών 1960 και 1970. Ένα τρίτο «κύμα» στην δεκαετία του 1980 και 1990 είναι σχετικό με τον γκορμπατσοφισμό και την περεστρόικα (π.χ. τα βιβλία του Robert Tucker, του Roy Medvedev, εν μέρει του Conquest κ.λπ.). Ένα τέταρτο «κύμα» είναι αυτό του 21ου αιώνα, της περιόδου του «μεταγκορμπατσοφισμού», όπου οι συγγραφείς αξιοποιούν εκτενώς τα σοβιετικά αρχεία και μεταβαίνουν σε πληρέστερες και λιγότερο προκατειλημμένες ιστορικές συνθέσεις χωρίς βεβαίως το στοιχείο της πολιτικής ή ιδεολογικής επιλογής να εξαφανίζεται.
Δεδομένου ότι η υπόθεση εργασίας μου δεν επιζητεί να βιάσει τις πηγές για να επιβεβαιωθεί, από τις αρχές της έρευνας επεχείρησα να συγκεντρώσω και να αξιοποιήσω -με όριο δυστυχώς την μη κατοχή της ρωσικής γλώσσας- πολύ μεγάλο μέρος της προσβάσιμης τεράστιας και ανεξάντλητης ανθρώπινα διεθνούς βιβλιογραφίας και ιδίως της βρετανικής, αμερικανικής, αγγλοσαξονικής γενικότερα, γερμανικής, ανατολικοευρωπαϊκής ή ρωσικής μεταφρασμένης στα αγγλικά ή στα γερμανικά, κατά τις τελευταίες δεκαετίες με οριακά υψηλό ποιοτικά, μεταξύ αυτών, το πρόσφατο έργο του Stephen Kotkin “Stalin 1929-1941, Waiting for Hitler” (εκδόσεις Penguin 2017), ο οποίος με την ευρεία ερευνητική ομάδα του αποτελούμενη από Αγγλοσάξονες και Ρώσους ερευνητές, όπως και πολλοί άλλοι άλλωστε πολύ σημαντικοί επιστήμονες του ιστορικού πεδίου (Oleg Khlevniuk, Oleg Naumov, Vladimir Khaustov, Sheila Fitzpatrick, Lynn Viola κ.ά.), έχουν αξιοποιήσει εκτενώς και γόνιμα τα σοβιετικά αρχεία. Κατά την εκτίμησή μου, και παρά την σχετική διχογνωμία, οι πιο έγκυροι και αναγνωρισμένοι διεθνώς επιστήμονες αυτού του πεδίου, και ιδίως αυτοί που δεν προτάσσουν κυρίως την επιβεβαίωση της ιδεολογίας τους (όπως π.χ ., αντίθετα, ο Robert Conquest ), είναι βέβαιο ότι κάνουν μια σχετικά έντιμη χρήση αυτών των αρχείων, παρά το γεγονός βέβαια ότι συχνά, στην αντιπαράθεση μεταξύ τους, άλλοι τονίζουν ορισμένες όψεις και ορισμένοι άλλες που απορρέουν από το αρχειακό υλικό.
Πάντως, δεν γίνεται δεκτό ότι η χρήση των αρχείων σήμερα έχει την παραμικρή σχέση με το σκορποχώρι και την πιθανή χάλκευση, ακόμα και στην περίοδο Γιέλτσιν όπου τα αρχεία πωλούνταν, μεταποιούνταν, κλέβονταν κ.λπ. Συνεπώς, όπου η ισχυρότερη τάση της βιβλιογραφίας, κριτικά ερευνόμενη και συνδεόμενη με τις αρχειακές πηγές, αντικρούει επιμέρους αρχικές εκτιμήσεις μου, δεν έχω κανένα πρόβλημα να το παραδεχτώ και να τις εγκαταλείψω. Π.χ. στο Δεύτερο Μέρος, η αρχική μου εκτίμηση για την υποκίνηση της δολοφονίας του Σεργκέι Κίροφ από τον Στάλιν δεν προέκυψε αποδεικνυόμενη μέσα από τις πηγές και συνεπώς την επαναθεώρησα, τουλάχιστον ως αναπόδεικτη – σε αντίθεση με μια παλαιότερη βιβλιογραφία έντονα επηρεασμένη ιδεολογικά από την Εισήγηση Χρουστσόφ στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, το 1956, αλλά και τα βιβλία του αποσκιρτήσαντος στην Δύση αξιωματούχου της NKVD Αλεξάντερ Ορλόφ. Δεν είχα ούτε έχω καμία διάθεση να υποστηρίξω ότι για όλα τα δεινά έφταιγε ο Στάλιν και η ομάδα του, ούτε ακόμα λιγότερο ότι έφταιγαν οι «σαμποτέρ» και οι «προδοτικές» δήθεν τάσεις που αντιπολιτεύθηκαν τον Στάλιν και την ομάδα του. Ούτε, βεβαίως, έκανα την επιλογή, με την εξαίρεση πολύ ακραίων «αφηγήσεων», να αγνοήσω βιβλία λόγω της ιδεολογικής γραμμής τους, από έντονα φιλοσταλινικά (όπως π.χ. του Λούντο Μάρτενς ή του Grover Furr) έως βιβλία που ενέχουν μαρτυρίες ή στοιχεία που χρήζουν διασταύρωσης αλλά είναι σαφώς μαχητικά αντικομμουνιστικά (π.χ. του Conquest ή ορισμένων μελετών του Hoover Institute, εντός του πανεπιστημίου Stanford στις ΗΠΑ) ή που είναι μεν σοσιαλδημοκρατικά αλλά φέρουν το βάρος της συγκυρίας του Ψυχρού Πολέμου στην κριτική τους στην ΕΣΣΔ (όπως το “Forced Labor in Russia”, των εξόριστων Μενσεβίκων Dallin και Νικοlaevsky), από το οποίο έμαθα πολλά πράγματα (π.χ. την πλήρη Ιστορία του Στρατοπέδου της Κολιμά στη Βορειοανατολική Σιβηρία) αλλά δεν μου διέφυγε ότι περιλαμβάνει λόγω του πάθους του κατά της ΕΣΣΔ και πολλές προσωπικές μαρτυρίες, ανώνυμες και πιθανότατα αναξιόπιστες.
Ούτε η «αντισταλινική» σχηματικά υπόθεση εργασίας μου ή και ιδεολογική/αξιακή ακόμα άποψή μου, καθώς η Ιστορία δεν είναι κάτι σαν τα Μαθηματικά ως επιστήμη, με οδήγησε στο να αρνηθώ μεγάλα επιτεύγματα της ΕΣΣΔ επί Στάλιν όπως η ραγδαία οικονομική και βιομηχανική ανάπτυξη σε μικρό χρόνο και η νίκη της ΕΣΣΔ επί του ναζισμού. Επισημαίνω όμως το τεράστιο κόστος σε ζωές και πόρους της οδού που επιλέχθηκε προς τα επιτεύγματα αυτά, και διερευνώ, στον βαθμό του δυνατού, το αν υπήρχαν εναλλακτικοί δρόμοι με μικρότερο ανθρώπινο και κοινωνικό κόστος (όπως ιδίως το σχήμα της «αργής, συμμετρικής ανάπτυξης» του Μπουχάριν, που δεν ήθελε την βίαιη ρήξη της εργατοαγροτικής συμμαχίας, πράγμα που πλήρωσε προσωπικά ακριβά). Ο Μπουχάριν είναι σήμερα μια ιστορική προσωπικότητα που δεν έχει «σύστημα φανατικών οπαδών» ή «ομάδα», πλην όμως, πολλές απόψεις του ήταν πολύ ορθές και αποτελούσαν, αυτές και μόνο, τη συνέχιση της γραμμής του Λένιν για τη ΝΕΠ και τη διατήρηση της εργατοαγροτικής συμμαχίας, δηλαδή του πιο ανώδυνου και λιγότερο καταστροφικού δρόμου της εθελοντικής αγροτικής συνεργασίας, βασισμένου και στην παραδοσιακή αγροτική κοινότητα (μιρ) στη Ρωσία.
Σε σχέση με τα μεγάλα ιστορικά πρόσωπα , τον Λένιν, τον Στάλιν, τον Τρότσκι, τον Μπουχάριν, τους Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ, τον Ράντεκ, τον Πιατακόφ, την Κρούπσκαγια κ.ά. και λόγω προσωπικού ενδιαφέροντος προσπάθησα να αναδείξω πολλές και αντιφατικές πλευρές της στάσης , της ζωής, της νοοτροπίας και της δράσης τους ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να επιτύχει μια πιο συνθετική και όχι ασπρόμαυρη εικόνα. Έτσι, κατά τη γνώμη μου, σχηματικά μιλώντας, ο Στάλιν προτού εξελιχθεί σε ηγέτη μιας αντεπαναστατικής πολιτικής, πράγμα που δεν ήταν αποκλειστικά εκ της προσωπικότητάς του δεδομένο να συμβεί και πέρασε από πολλά στάδια, υπήρξε ένας σημαντικός επαναστάτης με αρκετές όψεις συνεισφοράς από το 1906 ως το 1921 και σε καμία περίπτωση μια «διανοητική μετριότητα» όπως τον χαρακτηρίζει εμπαθώς ο Τρότσκι στην ημιτελή βιογραφία του «Στάλιν».
Στον Δεύτερο Τόμο θα επιχειρήσω και ένα πιο αναλυτικό γράφημα του Στάλιν από την άποψη της προσωπικής και κοινωνικής ψυχολογίας του και της σχέσης του με το πρότυπο του Λένιν. Η καλύτερη κατανόηση του φαινομένου «Στάλιν» αποτελεί βασική προτεραιότητα αυτού του έργου. Ο Τρότσκι πάλι, ένας ταλαντούχος επαναστάτης, μαζικός ρήτορας γοητευτικός, πολύ πεπαιδευμένος αλλά και πολύ αλαζονικός άνθρωπος, αναμφισβήτητα αντιστάθηκε ηρωικά -αν και συχνά αναποτελεσματικά και με λάθος τρόπο- και με τη ζωή του τελικά στις πιο οξείες όψεις του σταλινικού γραφειοκρατισμού και απολυταρχισμού, πλην όμως πολλές πρακτικές του «σταλινοποιημένου» καθεστώτος (ακόμα και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή η καταναγκαστική εργασία ή η «αποκουλακοποίηση») προϋποστηρίχθηκαν από τον Τρότσκι σε ανύποπτο ακόμα χρόνο, στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του 1920 (π.χ. συζήτηση για τη στρατιωτικοποίηση της εργασίας). Ο Τρότσκι άσκησε εξουσία μαζί με τον Λένιν για κάποιο διάστημα, δεν ήταν εξαρχής στην Αντιπολίτευση εντός των Μπολσεβίκων, ούτε ήταν ένας «άγιος» της σοσιαλιστικής δημοκρατίας.
Επίσης, Αντιπολιτεύσεις του κόμματος που πίστευαν γνήσια στην εργατική αυτοδιεύθυνση της παραγωγής, στα 1918-1921, και αντιστάθηκαν στην κατάλυσή της ήδη επί Λένιν-Τρότσκι, όπως οι Αριστεροί Κομμουνιστές του Οσίνσκυ, η Εργατική Αντιπολίτευση, η τάση του Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού, η Ομάδα Εργατών του Μιάσνικοφ, η τάση του φιλοσόφου Μπογκντάνοφ, τάσεις μαρξιστικές και μπολσεβίκικες που είχαν έναν γόνιμο διάλογο και με τον αναρχισμό ή τις υπεραριστερές τάσεις στην αρχική Κομμουνιστική Διεθνή, αποκτούν φωνή σε αυτό το βιβλίο, ενώ στη γνωστή αφήγηση των γεγονότων, τη «σταλινική» αλλά ακόμα και την τροτσκιστική, τις έχει φάει κυριολεκτικά το μαύρο σκοτάδι και μόνο κάποιο λόγιοι και διανοούμενοι τις θυμούνται. Όπως αποκτούν φωνή και οι αυθόρμητες εργατικές και μεσοαγροτικές διαμαρτυρίες και εξεγέρσεις κατά του σοβιετικού καθεστώτος, που είχαν μια αδιαμεσολάβητη λαϊκότητα. Η περιγραφή της εργατικής απεργίας στο Ιβάνοβο το 1932, λόγω της φτώχειας και της αύξησης των τιμών αποτελεί μια τέτοια περίπτωση.
Το έργο αυτό έχει και κεφάλαια «μαύρα» και «πένθιμα» στην περιγραφή και ερμηνεία και καθόλου «ψυχαγωγικά». Όταν γράφει κανείς για λίστες ή ποσοστά εκτελέσεων, για διαφορετικές εκτιμήσεις πηγών σε κλίμακα πολλών χιλιάδων νεκρών, ή για τη λειτουργία των στρατοπέδων συγκέντρωσης, τη χρήση μέσων «φυσικής πίεσης» σε ανακρινόμενους και τα καθήκοντα της πολιτικής αστυνομίας, βασισμένος πάνω στις πηγές πάντοτε και το αρχειακό υλικό και όχι σε φαντεζί τοποθετήσεις, ή όταν γράφει για τον θανατηφόρο λιμό στις αγροτικές και σιτοφόρες περιοχές το 1932-1933 και τα αίτιά του (και όχι μόνο στην Ουκρανία, όπως μονόπλευρα παρουσιάζεται σήμερα) ή για τη μεθοδολογία θανάτου του Μεγάλου Τρόμου πρέπει να περιγράψει και να εξηγήσει με μεγάλη ακρίβεια πολύ θλιβερά πράγματα, παρά να γίνει ευχάριστος. Όποιος έχει πολύ ευαίσθητο στομάχι ή νεύρα, μπορεί να παραλείψει κάποιες σελίδες, πράγμα που από την άποψη της πλήρους ιστορικής γνώσης και κατανόησης δεν το συνιστώ καθόλου. Στο βιβλίο αυτό, ο στρουθοκαμηλισμός αποφεύγεται συστηματικά ως μείζον ελάττωμα, ακόμα και με τον κίνδυνο πολεμικών με το κλασικό στερεότυπο του δήθεν αντικομμουνισμού. Αν επρόκειτο να σιωπήσω για την αλήθεια, δεν θα έγραφα καν αυτό το βιβλίο.
Το έργο αυτό είναι αποτέλεσμα έρευνας δέκα ετών και εντατικής συγγραφής πέντε ετών. Κάτι ανάλογο δεν υπάρχει, έως τώρα τουλάχιστον, από Έλληνα συγγραφέα. Αποτελεί τμήμα της συμβολής μου, με τις όποιες δυνάμεις μου, στην κατανόηση του επαναστατικού φαινομένου στην Ευρώπη κατά τον εικοστό αιώνα. Αυτή η προσπάθεια περιλαμβάνει το βιβλίο μου «Αριστερά και Εξουσία – Ο Δημοκρατικός Δρόμος προς τον Σοσιαλισμό» (Αθήνα 2014, εκδόσεις Τόπος), το βιβλίο μου για την Ισπανική Επανάσταση (Επανάσταση στη δίνη του Εμφυλίου – Οι ταξικοί αγώνες στην Ισπανία 1874-1939, εκδόσεις Τόπος 2021), καθώς και πλήθος σχετικών άρθρων και μελετών μου, ορισμένες από τις οποίες βρίσκονται δημοσιευμένες στο blog μου Controversy,gr και σε άλλα θεωρητικά και πολιτικά έντυπα ή ηλεκτρονικούς ιστότοπους (Ουτοπία, Θέσεις, Τετράδια Διαλόγου και Κριτικής, Εποχή, pandiera.gr , rednotebook.gr, kommon.gr κ.ά.). Η αρχική ιδέα ήταν να γραφεί και ένα τρίτο βιβλίο για την Γερμανική Επανάσταση του 1918-1923 (δηλαδή, Ισπανική, Γερμανική, Ρωσική Επανάσταση, οι τρεις μεγάλες επαναστάσεις του α’ επαναστατικού κύκλου στην Ευρώπη το 1917-1923 με χρονική επέκταση έως την ολοκλήρωση και συντριβή της Ισπανικής Επανάστασης το 1937-1939). Όταν με το καλό ολοκληρωθεί η έκδοση του παρόντος έργου και με τον Β’ Τόμο, θα εξετάσω με βάση τις δυνάμεις μου αν κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Έτσι κι αλλιώς, το παρελθόν δεν φεύγει από εκεί που είναι.
Το βιβλίο αυτό, πέρα από τα δέκα χρόνια αφοσίωσης, εντατικής έρευνας και συγγραφής, αποτέλεσε και αποτελεί όχι μόνο το χαρμόσυνο προϊόν μιας μεγάλης και κοπιώδους προσπάθειας, αλλά το δοκιμιακό και ερευνητικό έργο που πάντοτε, εδώ και δεκαετίες, ήθελα να γράψω. Πιστεύω ότι καλύπτει ένα μεγάλο κενό στην υπάρχουσα ως τώρα συνθετική βιβλιογραφία για το πεδίο αυτό στην Ελλάδα. Ο αναλυτικός και επεξεργασμένος κατάλογος πηγών που έχω συγκεντρώσει και επεκτείνεται σε εκατοντάδες σελίδες, ένα μικρό μέρος μόνο του οποίου έχει ενταχθεί στο βιβλίο, μπορεί να βοηθήσει και σε άλλα σχετικά εκδοτικά εγχειρήματα, πράγμα στο οποίο είμαι πρόθυμος να συνεισφέρω. Το βιβλίο συμπυκνώνει και μια προσωπική ωρίμανση, πολιτική και διανοητική, καθώς και τη χαρά της συζήτησης και διαλόγου με πάρα πολλούς ανθρώπους, συντρόφους και συντρόφισσες αλλά και μη, επί δεκαετίες, τόσο πολλούς που αδυνατώ να επιλέξω προνομιακά να κατονομάσω κάποιους από αυτούς. Επίσης, ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ ανήκει στις εκδόσεις Τόπος και τον φίλο Γιάννη Καραχάλιο που αγκάλιασαν εκδοτικά ένα τόσο ογκώδες, όχι εύκολο εκδοτικά, αλλά και απαιτητικό έργο και χωρίς την βοήθεια των οποίων δεν θα είχα φτάσει ως εδώ. Τέλος, η εξαιρετική δουλειά του φίλου Κώστα Χαριτάκη, στην επιμέλεια του βιβλίου, συνέβαλε πάρα πολύ και με γόνιμο τρόπο στην τελική μορφή του.