Προφανώς δεν μας ταιριάζει ένα «σας τα λέγαμε εμείς». Δεν έχουμε κανέναν λόγο να επιχαίρουμε και πολύ περισσότερο κανέναν λόγο να αισθανόμαστε δικαιωμένοι από το κατάντημα. Ακόμη κι αν ανήκαμε σε ένα παρουσιαζόμενο ως κραταιό κόμμα. Όχι μόνο γιατί δεν είναι στάση αριστερών-κομμουνιστών αυτή, αλλά και γιατί η ατμόσφαιρα της βαθύτερης αδράνειας, απογοήτευσης, δυσπιστίας και, εν τέλει, αποστράτευσης χιλιάδων, εκατοντάδων χιλιάδων αριστερών και άλλων τόσων που αντλούσαν δύναμη από τη δύναμη των ενεργών δεν το επιτρέπει. Μας αφορά και μας παρασύρει όλους προς τα κάτω.
Εκτός κι αν λες, και φαντάσου και να το πιστεύεις, πως η κατάσταση βαίνει προς το καλύτερο και προς τη δικαίωση των πόθων σου, όπως γίνεται και λέγεται και διακηρύσσεται, σε μια επίδειξη πρωτοφανούς αγνόησης της πραγματικότητας στο όνομα μιας ενέσιμης αισιοδοξίας.
Σα να αντηχώ τη διαπίστωση και διατύπωση του Γιάννη Κιμπουρόπουλου στο άρθρο της Κυριακής 31 Αυγούστου, που τιτλοφορούσε: «Η αριστερή απόγνωση»:
«… κλείνουν τ’ αυτιά τους, σφαλίζουν τα μάτια τους και λένε: “Δεν θέλω να ξέρω, δεν θέλω να μαθαίνω, μη μου λες τίποτα“ … Αυτό είναι το βασικό σύμπτωμα της απόγνωσης των αριστερών ανθρώπων, της αριστερής απόγνωσης, που είναι ένα βήμα πιο πέρα από την απελπισία, στην απελπισία κάπως διασώζονται τα ένστικτα επιβίωσης κι αυτοσυντήρησης, στην απόγνωση χάνονται κι αυτά, υπάρχει μια ολική παραίτηση και άρνηση».
Και σα να θέλω να συνεχίσω τη σκέψη του (και την προσδοκία του)!
Γινόμαστε δέκτες αυτής της απόγνωσης που μερικές φορές παίρνει επιθετικό τόνο.
Βρέθηκα κι εγώ με παλιούς αριστερούς, μαχητές σε παλιότερους αγώνες, αδιάλλακτους άλλοτε, οι οποίοι απάγκιασαν τις ελπίδες τους στο ΣΥΡΙΖΑ και δεν θέλουν να ομολογήσουν, κυρίως στον εαυτό τους, μια ακόμη διάψευση και μάλιστα με συντριβή.
Ακόμη κι αν το καλοκαίρι προσφέρει τη δυνατότητα να γίνεις πιο αλέγκρος, πιο δεκτικός, η ένταση κοβόταν με το μαχαίρι σε κάθε αναφορά στην κατάσταση. Πριν ακόμη μιλήσεις για ΣΥΡΙΖΑ, με μόνη την πρώτη ερώτηση ή την αμφιβολία περί της αριστερής υπόστασης του, δεχόσουν ποδοσφαιρικού τρόπου απαντήσεις, εσείς θέλετε να γίνουμε Βόρεια Κορέα, δεν θέλετε να αλλάξει η ζωή μας, τα πάτε όλα στη Δευτέρα Παρουσία και λοιπά στερεοτυπικά. Μια προφανής έκφραση της απόγνωσης, που δεν θέλει να κουβεντιάσει, δεν θέλει να μιλήσει για την ήττα της. Δεν αντέχει να μιλήσει ούτε με τον εαυτό της. Ας κυλήσει η ζωή όπως όπως. Τι να κάνουμε; Το μόνο στο οποίο μπορούμε να ελπίζουμε είναι κάτι λίγο, κάτι ελάχιστο (να φύγει ο Μητσοτάκης;). Αφήστε μας σ’ αυτήν την μηδαμινή ελπίδα.
Κι έτσι ο αριστερός άνθρωπος, γιατί προφανώς δεν μιλάμε για τις ηγεσίες, παύει πια να σκέφτεται και να αισθάνεται ως αριστερός άνθρωπος, (ή έστω κινδυνεύει) ακυρώνοντας τον εαυτό του (και τον παλιό και τον νέο). Έτσι βουλιάζουν άνθρωποι κι άνθρωποι σ’ αυτό τον βάλτο. Αυτή είναι και η απάντηση σε εκείνους που ρωτούν, μα δε το βλέπουν;
Αυτή η απόγνωση είναι η ιστορική συμβολή του ΣΥΡΙΖΑ, του Αλέξη Τσίπρα και του Κασσελάκη και των άλλων, στην υπόθεση όχι της Αριστεράς αλλά της συστημικής ενσωμάτωσης χιλιάδων ανθρώπων που πίστεψαν στην (έστω σε συριζαϊκή εκδοχή) Αριστερά.
Ο Έντσο Τραβέρσο το 2016 στο βιβλίο του «Αριστερή μελαγχολία» γράφει: «Η αριστερή μελαγχολία δεν σημαίνει εγκατάλειψη της ιδέας του σοσιαλισμού ή της ελπίδας για ένα καλύτερο κόσμο, σημαίνει την ανάγκη να ξανασκεφτούμε το σοσιαλισμό σε μια εποχή όπου η μνήμη του είναι χαμένη, κρυμμένη, σιωπηλή και ζητάει να λυτρωθεί».
Αναφέρει μάλιστα χαρακτηριστικά: «Το τέλος του κομμουνισμού σαν θάνατος της ουτοπίας και σαν πράξη μνήμης, τελετή του σιωπηλού και θλιμμένου πένθους, βρήκε την πιο σπαραχτική του έκφραση στο Βλέμμα του Οδυσσέα, ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου».
Στρέφω το βλέμμα προς τον Τραβέρσο και τον Αγγελόπουλο που αναζητούν την πραγματικότητα. Καθώς ό,τι φαίνεται δεν είναι ό,τι υπάρχει. Η ουσία βρίσκεται μέσα στην πραγματικότητα μεν αλλά συγκροτείται από πολλά μη ορατά στοιχεία. Χρειάζεται η επίμονη δουλειά της επιστήμης για να ερευνήσεις τον πυρήνα κάθε φυσικού φαινομένου ή στοιχείου το οποίο παρουσιάζεται στον θεατή του ως ας πούμε μια μπάλα, ένα μήλο, ένα σύννεφο. Εν προκειμένω της κοινωνικής επιστήμης και της διαλεκτικής, για να κατανοήσει πως τα μαύρα σύννεφα της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής δεν είναι μόνο μαύρα σημάδια στον ουρανό της συνείδησής μας, αλλά τα χημικά και κοινωνικά τους στοιχεία περιέχουν αντιθέσεις σε ετοιμότητα, αναζητήσεις σε εξέλιξη, απειλούμενους κεραυνούς και ισχυρές καταιγίδες κ.ο.κ.
Φυσικά αυτό δεν είναι χαζοχαρούμενο βάδισμα σε ανθηρό περιβάλλον, όπου ένα γύρω καταρρέουν πλαγιές και καλλιέργειες κι εσύ φτιάχνεις τη χωρίστρα σου, ως «παντός καιρού» κόμμα.
Περιέχει και ελπίδες που αναζωπυρώνονται, εκτίθενται σε πολλαπλούς κινδύνους και συχνά βυθίζονται πάλι στην απογοήτευση μιας ακόμη ματαίωσης.
Αλλά η γνώση είναι εκείνη που θα προσφέρει την αναγκαία υπομονή και επιμονή, την αντοχή της εξόρυξης, την προοπτική του πραγματικού, όχι μιας φαντασίας.
Αυτή ήταν πάντα η μοίρα του κόσμου. Ν’ ανοίγει τους δρόμους μέσα από επώδυνες (και συχνά αβέβαιες) διαδρομές.