8.7 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ: Σκέψεις πάνω στις θέσεις εργασίας και διαλόγου της πρωτοβουλίας για μια νέα μεταβατική οργάνωση, του Άλεξ Κάντζια – Ρότε

– Το κείμενο πιάνει σωστά τη διαλεκτική ανάγκης και δυνατότητας. Το γεγονός ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός αδυνατεί σήμερα να δώσει ένα ηγεμονικό κοινωνικό σχέδιο, σημαίνει για την ελληνική περίπτωση ότι η πολιτική αστάθεια, παρά κάποιες περιόδους φαινομενικής σταθερότητας, συνεχίζεται, κάτι που το προηγούμενο διάστημα ίσως να το είχαμε υποτιμήσει. Κάτι που δεν σημαίνει βέβαια ότι ο «λαός» είναι έτοιμος να εξεγερθεί ανά πάσα στιγμή, η δυνατότητα ανατροπής είναι πανταχού παρούσα, άρα θα πρέπει να μπαίνει και διαρκώς σαν αίτημα όπως θεωρούν άλλες τάσεις. Η ανάλυση πάνω στο ζήτημα της μετάβασης κινείται επίσης σε θετική κατεύθυνση.

– Σωστή είναι και η ιεράρχηση που βάζει την τάξη πάνω από το κόμμα, χωρίς αυτό να σημαίνει την υποταγή του στις άμεσες διαθέσεις της. Χρειάζεται βέβαια να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στις αλλαγές που έχουν συμβεί στην τάξη, να δούμε που βρίσκεται πλέον το «κέντρο» της, ποιο είναι εκείνο το τμήμα/τμήματα που μπορούν να παραλύσουν τα γρανάζια, να κλονίσουν με την δράση τους το σύστημα. Έχουν κάνει την εμφάνιση τους νέα μαχητικά τμήματα, υπάρχει πλέον περισσότερος κόσμος που ζει αποκλειστικά από το μισθό του και δεν βασίζεται και σε παράλληλα εισοδήματα, ενώ οι δεσμοί των κατοίκων των μεγάλων αστικών κέντρων με την ύπαιθρο και την συντηρητική της ιδεολογία έχουν χαλαρώσει.

– Τα μικροαστικά στρώματα συνεχίζουν να αναπαράγονται έχοντας βέβαια μειωμένες προσδοκίες. Εδώ θα πρέπει να εξεταστεί και η σχέση προλεταριοποίησης/υποβάθμισης των μικροαστικών στρωμάτων με την ιδιωτικοποίησης της τριτοβάθμιας/μεταλυκειακής εκπαίδευσης, όπου έχουν μπει ιδιώτες/δίδακτρα παρατηρείται η υποβάθμιση της παρεχόμενης γνώσης και των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων.

– Τα άλλα κινήματα έχουν την σημασία τους και μπορεί να έχουν θετική συμβολή στη σωστή πολιτικοποίηση και ριζοσπαστικοποίηση του κόσμου που εμπλέκουν και εκείνου στον οποίον απευθύνονται, διατηρούν όμως δευτερεύουσα βαρύτητα σε σχέση με το εργατικό, αν συνεχίζουμε να θεωρούμε πως η αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας παραμένει η κυρίαρχη και η εργατική τάξη και το κίνημα της ο δυνητικός φορέας της κατάργησης της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Δεν μπορούν όμως σε καμία περίπτωση να αντιμετωπίζονται ως ουρά του εργατικού κινήματος, να καλούνται να αναμασήσουν ένα στείρο εργατισμό. Διατηρούν την αυτοτέλεια τους όχι μόνο επειδή παλεύουν για άλλα ζητήματα αλλά και επειδή συσπειρώνουν άλλες κοινωνικές δυνάμεις. Η συμπόρευση με το εργατικό κίνημα δεν αποτελεί προϋπόθεση αλλά διακύβευμα και θα γίνει με τον τρόπο που τα ίδια αυτά κινήματα θα το επιλέξουν. Και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι την κρίσιμη «στιγμή», όταν όλες οι κοινωνικές αντιφάσεις θα έχουν οξυνθεί στο έπακρο, θα βρεθούν στην «από δω» πλευρά στο σύνολο τους.

– Η πάλη για κατακτήσεις/μεταβατικά αιτήματα από την μια είναι απαραίτητη γιατί βελτιώνει την ζωή των λαϊκών στρωμάτων και αυξάνει την αυτοπεποίθηση τους, από την άλλη αυξάνει όμως και τον κίνδυνο ενσωμάτωσης τους στο υπάρχον σύστημα καθώς αυξάνει την ικανοποίηση τους από το υπάρχον, είναι άρα απαραίτητο να συνδεθεί με διαλεκτικό τρόπο με το στρατηγικό στόχο της άλλης κοινωνίας.

– Το σύστημα περάν του ότι επιχειρεί να στήσει ένα δεύτερο πόλο εξουσίας ανασυνθέτοντας το χώρο της «κεντροαριστεράς» επιχειρεί να στήσει και κόμματα υποδοχής της διαμαρτυρίας γύρω από αυτούς τους δύο πόλους ώστε αυτή και να «καναλιζάρεται» αλλά και να αποτελούν ελάσσονες εταίρους σε κυβερνήσεις συνεργασίας. Καθώς όμως το κεφάλαιο βασίζεται όλο και περισσότερο στο κράτος για την κύκλιση, αναπαραγωγή και κερδοφορία του, όπως και για την αναπαραγωγή και τον έλεγχο της εργατικής δύναμης τα περιθώρια διαφοροποίησης τους θα παραμένουν στενά, άρα και οι κοινωνικές συμμαχίες που συγκροτούν περιορισμένες, ασταθείς και υπό συνεχή διακύβευση. Πράγμα που σημαίνει ότι εφόσον δεν ακολουθούν και τις επιταγές του κεφαλαίου εύκολα θα αντικαθίστανται από άλλα. Πράγμα που και αστάθεια δημιουργεί και τα ερωτήματα καθιστά πιο κεντρικά και αμείλικτα.

– Χρειάζεται εξέταση αν ο όρος «πυραμίδα» είναι δόκιμος στην σημερινή εποχή της μεγάλης αλληλοδιαπλοκής των καπιταλιστικών σχηματισμών, της σύναψης επιμέρους – και πολλές φορές εφήμερων –  συμμαχιών και δεν παραπέμπει σε εποχές μεγαλύτερης στατικότητας.

– Η ΕΕ μετασχηματίζεται ταχύτατα σε ακόμα πιο αντιδραστική κατεύθυνση. Εδώ παίζει ρόλο και η άνοδος της Κίνας που δείχνει ότι ο αυταρχισμός παίζει σημαντικό ρόλο στην «πρωταρχική» καπιταλιστική ανάπτυξη και σε περιόδους οικονομικής ανόδου και γεωπολιτικής ενίσχυσης γίνεται κοινωνικά αποδεκτή ή ανεκτή από την πλειοψηφία της κοινωνίας. Όπως και η φιλελεύθερη δημοκρατία Ην. Βασιλείου και ΗΠΑ όταν είχαν την ηγεμονία μεταξύ των καπιταλιστικών χωρών αποτέλεσε υπόδειγμα και για τις υπόλοιπες, έτσι και το παράδειγμα της Κίνας θα «εμπνεύσει» και θα επηρεάσει τον κόσμο στον δικό της «αιώνα». Από την άλλη και η υποχώρηση των ΗΠΑ τις στρέφει σε αντιδραστική κατεύθυνση, κάτι που λόγω των στενών σχέσεων αυτών των χωρών επιδρά και στο εσωτερικό της ΕΕ. Σε αυτά τα πλαίσια ενώ η Γερμανία συνεχίζει να διατηρεί ένα ειδικό βάρος και να είναι η βασική ωφελούμενη του Ευρώ και της κοινής αγοράς παρατηρείται η άνοδος και άλλων δυνάμεων (την τελευταία δεκαετία η κατά κεφαλήν παραγωγή στην Πολωνία αυξήθηκε κατά 85% έναντι 46% στη Γερμανία και 55% κατά μέσο όρο σε ολόκληρη την ΕΕ) που αναβαθμίζουν τον πολιτικό τους ρόλο.

Η έξοδος από την ΕΕ όμως πρέπει να δουλευτεί περισσότερο για να πείσει και να αποκτήσει πολιτική αποδοχή, ήταν θεωρώ και μια αδυναμία του κινήματος τα προηγούμενα χρόνια που μπορεί η κριτική στάση απέναντι της ή η απόρριψη της εν γένει να συγκέντρωνε υψηλά ποσοστά, δεν θεωρούνταν όμως ρεαλιστική. Οι διεθνείς συμμαχίες σε μια τέτοια διαδικασία είναι απαραίτητες, ο βασικός ενορχηστρωτής της θα είναι ο ίδιος ο λαός, η συμμαχία των υποτελών. Το παράδειγμα της Βρετανίας, μιας ισχυρής χώρας που δεν ήταν καν στο Ευρώ, δείχνει πόσο δύσκολη είναι μια τέτοια έξοδος, πόση προετοιμασία θέλει, πόσο θα πολεμηθεί και πόσο κίνδυνο διατρέχει αν δεν έχει πλατιά κοινωνική αποδοχή και ένα εναλλακτικό οικονομικό σχέδιο.

– Ο κίνδυνος ενός γενικευμένου πολέμου και των αναφλέξεων στην περιοχή μας (Μέση Ανατολή, Βοσνία – Ερζεγοβίνη, Κόσοβο, κλπ.) κάνει επιτακτική την άμεση συγκρότηση πλατιάς αντιπολεμικής πρωτοβουλίας, αξιοποιώντας και την αντίστοιχη εμπειρία της Λάρισας.

Να ιεραρχήσουμε ψηλότερα το οικολογικό ζήτημα που είναι θέμα όχι μόνο άμεσης επιβίωσης αλλά διαπλέκεται και με το τι παραγωγή και κοινωνία θέλουμε, καθώς παλαιότερα αφηγήματα περί απεριόριστης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, απεριόριστων πόρων και ενός σοσιαλισμού της αφθονίας και της υπέρμετρης κατανάλωσης έχουν αποδειχτεί ανεδαφικά και καταστροφικά, υποτιμώντας παράλληλα την πρωταρχικότητα των ανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων για την «οικοδόμηση» του σοσιαλισμού.

Το ζήτημα της μετανάστευσης είναι ιδιαίτερα πολύπλοκο και χρειάζεται εμβάθυνσης. Ενώ είναι σωστό ότι οι πόλεμοι και οι κρίσεις δημιουργούν μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα είναι επίσης σωστό ότι χώρες που αποστέλλουν μεγάλο αριθμό μεταναστών είναι πολύ συχνά και χώρες με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, στις οποίες οι μεγάλοι μετασχηματισμοί στην παραγωγή δημιουργούν και μεγάλες κοινωνικές ανακατατάξεις και αναστατώσεις, αυξημένες προσδοκίες, αλλά και ένα εργατικό δυναμικό με αυξημένη κατάρτιση, άρα και προσδοκίες, που δεν μπορεί όμως εύκολα να απορροφηθεί κοκ.. Η Ελλάδα του ’50 και του ’60 που έστελνε εκατομμύρια ανθρώπους στις Γερμανίες και τις Αυστραλίες ήταν την εποχή εκείνη μια από τις χώρες με τους δεύτερους μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης παγκοσμίως, γύρω στο 7% από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 έως εκείνα της δεκαετίας του ’70. Επιπλέον καθώς οι νόμιμες οδοί είναι συνήθως κλειστές απαιτείται ένα σημαντικό κεφάλαιο για την χρηματοδότηση της, που προϋποθέτει την πρότερη του συσσώρευση, είτε προέρχεται από ίδιους πόρους, είτε από δανεισμό, έτσι που συχνά ευρύτερες οικογένειες ή ακόμα και κοινότητες επενδύουν πάνω στο άτομο που μεταναστεύει ώστε αυτό σε βάθος χρόνου, αν βέβαια καταφέρει να φτάσει στη χώρα προορισμού του, να επιστρέψει το κεφάλαιο αυτό με τον ανάλογο τόκο. Αν και οι αριθμοί των ετήσιων αφίξεων στην Ευρώπη παραμένουν αναλογικά με τον πληθυσμό σχετικά μικροί η «ενσωμάτωση» τους απαιτεί μια μεγάλη προσπάθεια που δεν θα πρέπει να παραβλέπεται ενώ αυξάνει και τους ανταγωνισμούς για τις θέσεις εργασίας. Εδώ θα πρέπει να αναδειχτεί ότι σε μεγάλο βαθμό η μετανάστευση (νόμιμη ή παράνομη) δεν αφορά μόνο το ανειδίκευτο αλλά και το εργατικό δυναμικό, στη Γερμανία λχ. Γίνεται λόγος για την ανάγκη προσέλκυσης εκατοντάδων χιλιάδων καταρτισμένων εργαζομένων το χρόνο (τεχνιτών, νοσοκόμων, μαγείρων κλπ).

– Ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει στο ζήτημα των μειονοτήτων και των δικαιωμάτων τους, και σε αυτό του αυτοπροσδιορισμού εντός της ελληνικής επικράτειας. Θα πρέπει να ζητάμε και την επιστροφή υπηκοότητας και περιουσιών στους εκδιωχθέντες μαχητές του ΔΣΕ και τους απογόνους τους, το δικαίωμα όσων παραμένουν σε γλώσσα, εκπαίδευση, πολιτισμό, ονομασία των τόπων τους. Όπως και την επιτακτική ανάγκη προγραμμάτων και πολιτικών για την άρση του αποκλεισμού και των διακρίσεων έναντι των Ρομά.

Σημαντικό είναι επίσης να ιεραρχηθεί το ζήτημα της κατοικίας. Πέρα από την μάχη ενάντια στους πλειστηριασμούς, τις εξώσεις την ξενοδοχοποίηση και τα ακριβά ενοίκια να διεκδικήσουμε μια άλλη κρατική πολιτική για τη στέγη: μαζική κατασκευή σύγχρονων κοινωνικών κατοικιών, εστιών, δομές υποστηριζόμενης ανεξάρτητης διαβίωσης κοκ.

Στις διεκδικήσεις θα πρέπει να δούμε και το ζήτημα της τετραήμερης εργασίας, που το θέτει άλλωστε και ο ίδιος ο καπιταλισμός σε μια σειρά από χώρες, που μπορεί να είναι πιο ελκυστικό από το 6ωρο/πενθήμερο. Πρέπει επίσης να αποκτήσουμε ανάλυση για την τηλεργασία, το φασόν της εποχής μας, που διασπά την τάξη και μετακυλύει λειτουργικά κόστη (ενέργειας ενοικίου, εξοπλισμού κοκ) στον εργαζόμενο, ενώ αποτελεί και μέθοδο εντατικοποίησης της εργασίας, διάσπασης της τάξης, δυσχεραίνοντας τις δυνατότητες οργάνωσης και πάλης της.

– Το χαρακτηριστικό των κινημάτων της μνημονιακής περιόδου ήταν ότι είχαν στραμμένο το βλέμμα τους στο παρελθόν και όχι στο μέλλον, δεν διεκδικούσαν το νέο αλλά την «ισχυρή» Ελλάδα της Σημιτικής υπόσχεσης. Γι αυτό και ο χαρακτήρας τους, παρά την μαχητικότητα και τον «ηρωισμό» τους ήταν μικροαστικός, ο περισσότερος κόσμος κατέβαινε στο δρόμο μόνος του ή σε παρέες και όχι με κάποιο σωματείο ή συλλογγικότητα. Γι αυτό και αιτήματα όπως η έξοδος από την ΕΕ και το ευρώ δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν καν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Και καθώς μια τέτοια «επιστροφή» ήταν αδύνατη το κίνημα μοιραία οδηγήθηκε στην ήττα.

– Από την ήττα αυτή του 2015 έχουν συντελεστεί μεγάλες αλλαγές στην ταξική σύνθεση της ελληνικής κοινωνίας. Σημαντικά τμήματα που τότε πλήττονταν από τις μνημονιακές πολιτικές πλέον έχουν βελτιώσει αισθητά τη θέση τους: χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ιδιοκτήτες ακινήτων, αλλά και οι κάθε λογής μάστορες, τεχνίτες, μηχανικοί κλπ που ευνοούνται από την άνοδο του τουρισμού, την «πράσινη» μετάβαση κοκ. Γεγονός που συνεπάγεται και την αλλαγή της πολιτικής στάσης αυτών των στρωμάτων σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα. Η νέα συμμαχία «ανατροπής» που πρέπει να οικοδομηθεί δεν μπορεί άρα να έχει και την ίδια κοινωνική σύνθεση με την προηγούμενη.

– Σε μια περίοδο που η ριζοσπαστική αριστερά σχεδόν στο σύνολο της είτε ηγεμονεύεται/ενσωματώνεται σε σχέδια όμορων πολιτικών χώρων είτε επιλέγει τον αναχωρητισμό η ίδια της η ύπαρξη τα επόμενα χρόνια τίθεται υπό διακύβευση. Η ύπαρξη της όμως αυτή θα διασφαλιστεί μόνο μέσω της υπέρβασης της, αν ξεπεράσει το σεχταρισμό της, γίνει χρήσιμη για τον κόσμο της εργασίας και επικίνδυνη για τις δυνάμεις του συστήματος. Η οποία θα αποτυπωθεί και στην δημιουργία ενός πλατιού, δημοκρατικού, πολυσυλλεκτικού κόμματος της νέας εποχής. Ενός κόμματος που θα μελετά αλλά δεν θα αντιγράφει μοντέλα άλλων εποχών, μοντέλα που όχι μόνο αντιστοιχούσαν σε μια διαφορετική εργατική τάξη αλλά ήταν και το αποτέλεσμα διαπάλης και συχνά επιβολής έναντι άλλων μοντέλων οργάνωσης της τάξης που αναδύθηκαν την ίδια περίοδο. Εκεί όμως θα οδηγηθούμε σε μεσοπρόθεσμο χρόνο, μέσα από μια μακρά πορεία υπέρβασης και σύστασης όλο και μεγαλύτερων μεταβατικών οργανώσεων, διαδικασία που δεν αποκλείει και τα πισωγυρίσματα και τις ανασυγκροτήσεις.

– Ο ρόλος τοπικών πυρήνων/ομάδων/κύτταρων στην νέα οργάνωση θέλει μια ειδική επεξεργασία. Από την μια τουλάχιστον σε μια πρώτη φάση καλούνται να παίξουν ένα τριτεύοντα ρόλο πίσω από τους εργατικούς και εκείνους της νεολαίας. Από την άλλη θα πρέπει να έχουν ένα πραγματικό πεδίο παρέμβασης, να παράγουν «γραμμή» για το χώρο δράσης τους και να μην αποτελούν απλά ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο και την αποστράτευση ή την διατήρηση απλά μιας «χαλαρής» σχέσης με την οργάνωση. Αυτό σημαίνει παρέμβαση σε ήδη υπάρχοντα δημοτικά σχήματα, πρωτοβουλίες, κινήσεις, συνελεύσεις και συμβολή στη συγκρότηση νέων. Αλλά και την συμβολή σε τοπικό επίπεδο στη συμπόρευση με άλλα ρεύματα και αγωνιστές. Από την άλλη θέλει και μια προσοχή καθώς ιστορικά μέσω της τοπικής δομής τους διευκολυνόταν η ηγεμόνευση μικροαστικών στοιχείων εντός των εργατικών κομμάτων.

– Βέβαια η συγκρότηση της εργατικής τάξης δεν λαμβάνει χώρα μόνο μέσα στα εργοστάσια και τους χώρους εργασίας αλλά και στη γειτονιά, τους τόπους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, όπου μαίνεται μια διαρκής μάχη γύρω από τις συνθήκες αυτής. Στη σημερινή εποχή στην οποία σχεδόν καμία δουλειά δεν είναι πλέον ευ όρου ζωής όπως σε παλαιότερες εποχές στις οποίες η κάρτα μέλους του συνδικάτου περνούσε από πατέρα σε γιό, που η επέκταση της τηλεργασίας αίρει εν μέρει τον διαχωρισμό μεταξύ του τόπου εργασίας και του τόπου κατοικίας η γειτονιά έρχεται πάλι να παίξει τον τόπο συνάντησης των υποτελών, άρα και σημαντικό παράγοντα στην οικοδόμηση της κοινωνικής τους συμμαχίας, έστω και συγκυριακά πάνω σε ορισμένα επίδικα, πάντα όμως παλεύοντας να ηγεμονεύουν τα εργατικά συμφέροντα και η εργατική οπτική.

 

Ο Άλεξ Κάντζιας – Ρόντε είναι μέλος τοπικής συνέλευσης Βύρωνα – Δάφνης – Υμηττού

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ