Στις πλάτες των σημερινών αγωνιστών, 100 χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, βαραίνει το φορτίο ενός δυσεπίλυτου προβλήματος: Πώς να συνδυάσουν την περίπλοκη εμπειρία ενός αιώνα νικών, υποχώρησης, εκφυλισμού και τελικής ήττας με την ακόμη πιο περίπλοκη κατανόηση του σημερινού καπιταλισμού που καλούνται να ανατρέψουν;
Πώς να συνδυάσουν το παρελθόν και το μέλλον στο παρόν της δράσης τους;
Το θεωρητικό αυτό πρόβλημα εμφανίζεται στην πράξη με άλλη μορφή: Πώς να απαντήσουν με καινοτόμο τρόπο, στο ερώτημα και την ανάγκη μιας «διπλής μετάβασης», της μετάβασης από τη σημερινή «αντεπαναστατική κατάσταση» στην επανάσταση και από κει στην κομμουνιστική κοινωνία, χωρίς να κολλήσουν εκεί που κόλλησε ο Οκτώβρης; Τελικά, πώς να λύσουν τον περίφημο γρίφο του συνδυασμού στρατηγικής – τακτικής, που έχει μετατραπεί σε Γόρδιο Δεσμό;
Οι γενιές των αγωνιστών πριν τις καταρρεύσεις του 1989 – 90 έζησαν και αγωνίστηκαν με την αισιοδοξία της μακρινής νίκης του Οκτώβρη, που όμως κάλυπτε τον εκφυλισμό της ΕΣΣΔ, παρά τα ολοένα και πιο ανησυχητικά σημάδια. Οι σοφοί κι ηρωικοί νεκροί του, μαζί με τις αντιφάσεις τους, βάραιναν τους ζωντανούς, τη σκέψη και τη δράση τους.
Οι γενιές μετά το 1990 έζησαν -και ζουν ακόμη σε ένα βαθμό- με την απαισιοδοξία της μη συλλογικής γνώσης για το «τι πήγε στραβά», την ίδια στιγμή που ο καπιταλισμός αναπτυσσόταν ραγδαία πάνω στα συντρίμμια του Οκτώβρη και του εργατικού κινήματος σε Ανατολή και Δύση, πάνω στην εκτίναξη των παραγωγικών δυνάμεων και των αλλεπάλληλων επιστημονικών επαναστάσεων. Η επικράτηση του «δεν πάει άλλο» πάνω στο «να πάει αλλιώς», στον προηγούμενο γύρο της πάλης του 2010 – 15, δεν είναι άσχετη με αυτό το βάρος, που συνέβαλε καθοριστικά στο να καταλήξουμε σε «μια από τα ίδια».
Όμως, οι ίδιες οι καταρρεύσεις κέντρισαν και σήμερα, κεντρίζουν πολύ περισσότερο τη σκέψη για το «τι πήγε στραβά». Αναπτύσσεται έτσι, μια πρώτη προϋπόθεση, το υλικό έδαφος πάνω στο οποίο μπορεί να ανθίσει, μέσα από τα συντρίμμια, μια νέα κομμουνιστική θεωρία χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει νέο κομμουνιστικό εργατικό κίνημα.
Στις μέρες μας έχει ήδη συσσωρευτεί μια ορισμένη ποσότητα μαρξιστικής γνώσης και ερμηνείας της ήττας που αναζητά τη μετατροπή της σε μια νέα ποιότητα. Ωστόσο, ακόμη και η απάντηση στο «γιατί ηττήθηκε ο Οκτώβρης», στο «γιατί χάσαμε», είναι μόνον η αρχή. Απαιτείται μια συλλογική απάντηση στο «πώς θα νικήσουμε».
Οι σημερινές συζητήσεις μεταξύ των πρωτοποριών για τα 100 χρόνια φαίνεται να στρέφονται λιγότερο στο «γιατί ηττήθηκε» ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» και περισσότερο στο «γιατί νίκησε» η Οκτωβριανή Επανάσταση. Φυσικά, αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι γιορτάζουμε τη νίκη της. Εξάλλου, τη γιορτάσαμε και στα 90χρονα. Οφείλεται πρωτίστως στην ιστορική τομή της κρίσης του υπαρκτού καπιταλισμού, στη μαζική πλέον συνείδηση ότι αυτή δεν ξεπερνιέται με τα συνηθισμένα μέσα. Οφείλεται στην υπαρκτή κατάσταση εξαθλίωσης εκατομμυρίων εργαζόμενων, σε όλο τον πλανήτη, χωρίς ορατή προοπτική αντιστροφής με τα συνηθισμένα μέσα. Οφείλεται στο γεγονός ότι το νεοφιλελεύθερο και «παγκοσμιοποιημένο» ΤΙΝΑ απέτυχε να ξεπεράσει την κρίση, αδυνατεί να ενσωματώσει τις εργαζόμενες μάζες, κατέρρευσε στις ΗΠΑ, στη Μ. Βρετανία, στη Γαλλία, στην Αυστρία, στην Τσεχία. Οφείλεται και στο γεγονός ότι δίνει τη θέση του σε μια ακροδεξιά, εθνικιστική και νεοφασιστική «εναλλακτική», σε μια μη συνηθισμένη, εδώ και 80 χρόνια, ρεβανσιστική αστική πολιτική. Μπορεί στην Ελλάδα να βασιλεύει ακόμη ο νεοφιλελευθερισμός στη γκροτέσκα εκδοχή του συριζαϊκού «αριστεροφιλελευθερισμού», αλλά δεν θα αργήσει να βουλιάξει μέσα από τις ίδιες τις αντιθέσεις του.
Ανάμεσα στα 90χρονα και τα 100χρονα, ανάμεσα στο 2007 και το 2017, μεσολαβεί μια άβυσσος.
Η αντιδραστική περίοδος που άνοιξε το 1989, ολοκληρώνει τον κύκλο της. Μια νέα, άγνωστη και ταραγμένη, μια μη συνηθισμένη ιστορική περίοδος έρχεται με τις μαύρες σημαίες του φασισμού και του πολέμου.
Το γενικό πνεύμα της αλλαγής που ζούμε είναι ότι ο αστικός, αντιδραστικός μεταρρυθμισμός του νεοφιλελευθερισμού δίνει τη θέση του στον ακροδεξιό και νεοφασιστικό ριζοσπαστισμό. Το «πώς θα νικήσουμε», σε αυτή τη νέα περίοδο πρωτόγνωρων αναμετρήσεων, έρχεται ξανά αυθόρμητα στις πλατιές μάζες με τη μορφή του πώς θα νικήσουμε την «καταστροφή που μας απειλεί», πώς θα αντιμετωπίσουμε την πείνα, το φασισμό και τον πόλεμο. Σε αυτή την πάλη οφείλουν να στρέψουν άμεσα την προσοχή τους οι επαναστάτες της νέας εποχής, εάν θέλουν να ξανασυνδεθούν με τις αγωνίες των ευρύτερων μαζών.
Και η επανάσταση;
Η επανάσταση μπορεί να αργεί, αλλά ωριμάζει με μεγαλύτερη ταχύτητα από ό,τι φαντάζονται οι περισσότεροι. Όμως, ποτέ δεν ήρθε, ούτε θα έρθει με μια «καθαρούτσικη» και «τακτοποιημένη» μορφή κάποιας αφηρημένης πάλης εργατικής τάξης εναντίον αστικής τάξης, κομμουνισμού εναντίον καπιταλισμού. Η επανάσταση νίκησε τον Οκτώβρη μέσα από την πάλη για μεταρρυθμίσεις, όπως το ψωμί, η γη και η ειρήνη, διότι οι τότε συνθήκες γενικά και ειδικά στη Ρωσία, απαιτούσαν αντικαπιταλιστική «συντριβή του αστικού κράτους» για να υλοποιηθούν. Απαιτούσαν σοβιέτ. Απαιτούσαν την επανάσταση. Οι μπολσεβίκοι ανταποκρίθηκαν θεωρητικά και πρακτικά σε αυτή τη δύσκολη διαλεκτική.
Σήμερα, ανάμεσα στη διάσπαση της αστικής πολιτικής, ο αριστερός μεταρρυθμισμός των Μελανσόν, Κόρμπιν και Σάντερς, παρά την άμεση πολιτική χρησιμότητα για τις εργαζόμενες μάζες, δεν μπορεί να έχει αυτοτελή ιστορική προοπτική. Η άρνηση, όχι μόνο του επαναστατικού ριζοσπαστισμού, αλλά και της αναγγελίας μιας άλλης κοινωνίας, από τα σύγχρονα ρεφορμιστικά ρεύματα δεν μπορεί να εγγυηθεί την υλοποίηση ούτε των πιο αναγκαίων εργατολαϊκών μεταρρυθμίσεων, όπως έδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Οι δυο εποχές της συνεχούς επανάστασης
Αλλά και πάλι, πώς πάμε από τη σημερινή «αντεπαναστατική κατάσταση» στη νίκη της επανάστασης και από κει, στη νίκη του κομμουνισμού;
Δεν είναι λίγοι όσοι περιορίζουν τον Οκτώβρη στον Οκτώβρη, το πολύ στην περίοδο μεταξύ Φλεβάρη και Οκτώβρη. Σήμερα, με την άνοδο των μεταμοντέρνων θεωριών, δυναμώνει η «αφήγηση» της επανάστασης σαν ένα «συμβάν», σαν μια στιγμιαία «ρήξη», σαν μια «ιστορική στιγμή», την οποία οφείλουν να αδράξουν οι επαναστάτες για να εφαρμόσουν το εδώ και πολλές δεκαετίες, έτοιμο πρόγραμμα για την κατάκτηση της εξουσίας. Βλέπουν τις επαναστατικές καταστάσεις που πράγματι έρχονται, περίπου σαν το τέλος της επαναστατικής διαδικασίας, ενώ αποτελούν μόνον μια αδέξια, βασικά αυθόρμητη και κυρίως αβέβαιη έναρξή της. Η μετάβαση από τη σημερινή «αντεπαναστατική κατάσταση» στη νίκη της επανάστασης απαιτεί μια ολόκληρη «εποχή επαναστάσεων».
Οφείλουμε να μελετήσουμε και να διδαχτούμε από τις επαναστατικές καταστάσεις ή τα προεπαναστατικά γεγονότα της πρόσφατης εικοσαετίας, στην Αργεντινή, τη Βενεζουέλα, τη Βολιβία, το Νεπάλ, την Τυνησία, την Αίγυπτο, από τις ήττες ή τα αγκομαχητά τους. Κυρίως, να κατανοήσουμε την ακόμη μεγάλη υστέρηση του συνειδητού, επαναστατικού και κομμουνιστικού εργατικού προγράμματος και υποκειμένου, που εμποδίζει τη νίκη τους. Η μέγιστη δυνατή προγραμματική συγκέντρωση των αντίστοιχων δυνάμεων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για το άλμα από την επαναστατική κατάσταση στην «πανεθνική» και με διεθνείς προεκτάσεις, επαναστατική κρίση, στη δυαδική εξουσία και τον ένοπλο λαό, που θα θέσει το ζήτημα της εργατικής εξουσίας και κυβέρνησης «επί τάπητος».
Παράλληλα, η πολύτιμη εμπειρία της Οκτωβριανής Επανάστασης και της ΕΣΣΔ μας έδειξε ότι η κατάκτηση της εργατικής πολιτικής εξουσίας δεν ταυτίζεται με την εργατική, ταξική, κοινωνική κυριαρχία, δηλαδή με τη «δικτατορία του προλεταριάτου», πολύ περισσότερο, με το σοσιαλισμό – κομμουνισμό, που υπερβαίνουν τις τάξεις και το κράτος, άρα κάθε ταξική κυριαρχία. Δείχνει ότι η κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής δεν ταυτίζεται με τον εργατικό έλεγχο και τη δημοκρατική εργατική διεύθυνσή τους, πολύ περισσότερο, με την κοινωνικοποίησή τους, με την υπέρβαση της αγοράς και του νόμου της αξίας. Έδειξε ότι η μετάβαση από τη νίκη της επανάστασης στον κομμουνισμό απαιτεί μια ολόκληρη εποχή ταξικών συγκρούσεων, μια «δεύτερη εποχή» μετάβασης.
Αυτές οι δυο μεταβάσεις συνιστούν «δυο εποχές» επαναστάσεων μέσα στη «μεγα-εποχή» της συνεχούς και παγκόσμιας επανάστασης, που ενώνονται και χωρίζονται από την ποιοτική τομή της κατάκτησης της εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της σε μια χώρα ή σε σειρά χωρών. Ορίζουν το βαθύτερο περιεχόμενο μιας «μεγάλης νίκης» που θα έρθει μέσα από μια αλληλουχία ηττών, αλλά κυρίως μέσα από μια ανοδική εμπειρία πολύτιμων «μικρών» νικών.