22.2 C
Athens
Πέμπτη, 20 Νοεμβρίου, 2025

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Καταδικάζοντας τη βία, όχι απ’ όπου κι αν προέρχεται, του Δημήτρη Λένη

 

Σε διάφορες καμπές της ιστορίας του κινήματος έχουν υπάρξει δομικά βίαιες οργανώσεις που (αυτο)τοποθετούνται με τα λαϊκά συμφέροντα. Κατά τον 19ο αιώνα μάλιστα, η βία ήταν στην ημερήσια διάταξη. Ο Μπλανκί, που ο Μαρξ έλεγε ότι ήταν ο ηγέτης που έλειψε από την Κομμούνα, πέρασε τη μισή του ζωή στη φυλακή και την άλλη μισή οργανώνοντας μια συνωμοτική πρωτοπορία που διαπράττοντας παραδειγματικές βίαιες ενέργειες θα έφερνε την επανάσταση. Όλη η αναρχική παράδοση, από τον Μαλατέστα και τον Κροπότκιν  (για να μην αναφέρουμε την ακραία περίπτωση του Νετσάγιεφ) και μετά, ήταν βασισμένη στην αναγκαιότητα της βίας, ενίοτε ακόμα και ως απαραίτητου εργαλείου για την μετάβαση σε μιαν άλλη κοινωνία. Ο Μαρξ πάλι έλεγε ότι η βία είναι η μαμή της ιστορίας, εννοώντας όμως ότι η παλιά κοινωνία καταφεύγει στην βία του καταπιεστή όταν αισθάνεται ότι έρχεται το τέλος της.

Αλλά και η σημερινή αριστερά είναι παιδί της ταραγμένης και σχετικά βίαιης δεκαετίας του ‘60. Όχι μόνο αυτό, αλλά στο φόντο της διάψευσης των προσδοκιών της δυτικής Αριστεράς μετά το 1968, είχαμε και τη δημιουργία του αντάρτικου πόλεων τη δεκαετία του ‘70, αυτών των οργανώσεων που αποκαλούνται «τρομοκρατικές».

Βέβαια, τα μέλη των οργανώσεων και κομμάτων της αριστεράς «στρατεύονται» στη βάση ενός σκοπού. Η στράτευση προέρχεται από τον στρατό, άρα προϋποθέτει βία. Είναι λοιπόν η βία, ή κάποιο είδος βίας, χαρακτηριστικό της αριστεράς;

Η απάντηση σε αυτό το ρητορικό ερώτημα δεν μπορεί βέβαια να είναι η αντανακλαστική αντίδραση των τηλεοπτικών μας σχολιαστών, δηλαδή η καταδίκη της βίας από όπου κι αν προέρχεται (εκτός κι αν προέρχεται από την αστυνομία). Υπάρχει βία και υπάρχει βία.  Ή, όπως έδειξε ο Ζωρζ Λαμπικά («Βία; Ποιά βία;» Εκδ. Εκτός Γραμμής), η βία δεν αποτελεί έννοια. Βία είναι ένα σωρό εντελώς διαφορετικά πράγματα, βία είναι οι βομβαρδισμοί, βία είναι η πειθαρχία στον εργασιακό χώρο, βία είναι ο ήρεμος σχεδιασμός επί χάρτου πολεμικών επιχειρήσεων, βία είναι όμως και η έντονη αντίδραση αυτού που χάνει το σπίτι του όταν επιτίθεται στους κλητήρες της τράπεζας. Βία είναι και η επιχείρηση μιας πορείας να σπάσει το μπλόκο της αστυνομίας (και φυσικά η απάντηση της αστυνομίας).  Βία είναι η Γάζα.  Βία είναι και τρικάκια έξω από το σπίτι υπουργού.

Το κοινωνικό σύστημα, ο καπιταλισμός (και κάθε άλλο κοινωνικό σύστημα που είναι βασισμένο στην ανισότητα και την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο), όχι μόνο είναι βασισμένο στη βία, η οποία είναι αναγκαία για την διεξαγωγή της εκμετάλλευσης, αλλά επιπλέον εκκρίνει βία από τους πόρους του με έναν φυσικό, μη εξαναγκασμένο τρόπο. Οι καθημερινές μας ζωές είναι βουτηγμένες στη βία, ζούμε σε ένα βίαιο σπιρτόκουτο έτοιμο να πάρει φωτιά. Με αυτήν την έννοια υπάρχει βία την οποία δεν μπορούμε να καταδικάσουμε, αφού είναι η βία του αμυνόμενου, του αδυνάτου. Ο Ζαν Ζενέ έλεγε, σωστά, ότι η βία του καταπιεσμένου είναι απελευθερωτική, ενώ η βία του καταπιεστή είναι βαναυσότητα.

Υπάρχει ένα είδος οργάνωσης ή συλλογικότητας της Αριστεράς (και μάλιστα της λεγόμενης άκρας Αριστεράς ή ακόμα και του αναρχικού χώρου) το οποίο εμφανίστηκε μετά την δεκαετία του ‘60 και το οποίο έχει με δομικό τρόπο ενσωματώσει την αστική βία. Δεν μιλάμε εδώ για τις πρακτικές υποτιθέμενης «αντιβίας», όπου η σύγκρουση με τους μπάτσους είναι βασικά η μόνη μορφή πολιτικής δράσης που υπάρχει. Η «βία στη βία της εξουσίας» είναι ένα σύνθημα που κάπου στη βάση του έχει ένα κόκκο αλήθειας, αλλά η ψυχαναγκαστική τελετουργία της σύγκρουσης για την σύγκρουση χωρίς αύριο συχνά καταλήγει να εργαλειοποιείται από το κράτος, να γίνεται τελικά κρατική βία, επομένως τρομοκρατία (όπως για παράδειγμα στα δελτία ειδήσεων).  Αυτό συμβαίνει συχνά, αλλά όχι πάντα: Η βία αυτή, σε απάντηση στη βία των κατασταλτικών μηχανισμών, δεν είναι πάντα καταδικαστέα, οι κυβερνήσεις δεν πέφτουν με παρακάλια.

Αλλά εδώ δεν μιλάμε για αυτή την βία, αλλά μάλλον για την εσωτερικευμένη βία ορισμένων οργανώσεων της άκρας Αριστεράς. Πρόκειται για μικρές διακηρυκτικά επαναστατικές οργανώσεις ή σέχτες που έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά με θρησκευτικές αιρέσεις οι οποίες προσπαθούν να δημιουργήσουν  χώρο για τον εαυτό τους, όχι τόσο στο κίνημα όσο στο φαντασιακό και τις ζωές των μελών τους. Δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, υπάρχουν σε πολλές χώρες.

Αυτή η μορφή οργάνωσης συχνά καταλήγει σε βίαιες διαδικασίες στο εσωτερικό της (διασπάσεις κ.λπ.) και σε βίαιες δράσεις στο εξωτερικό της (π.χ. συγκρούσεις για κατάληψη χώρου – όχι πολιτικού χώρου, κυριολεκτικού χώρου, όπως ένα τραπεζάκι στο Πολυτεχνείο κ.λπ.).

Πρόκειται για ένα παιχνίδι χαμένο εκ των προτέρων, το οποίο όμως είναι αυτοτροφοδοτούμενο, συνεχίζεται αυθόρμητα με την βοήθεια της συστημικής βίας. Οι οργανώσεις αυτές προφανώς είναι αποτέλεσμα ήττας. Η ήττα έγκειται στο ότι η οργάνωση (κυρίως μικροαστικής σύνθεσης) όχι μόνο δεν εκπροσωπεί υποκείμενες τάξεις ή ομάδες και δεν συμπυκνώνει πολιτικά κάποια ευρύτερα κοινωνικά συμφέροντα, αλλά επιπλέον, δεν έχει καν συναίσθηση του γεγονότος ότι δεν εκπροσωπεί παρά το άθροισμα των μελών της, τον εαυτό της ή λίγο περισσότερο από αυτό.

Ας προσέξουμε εδώ ότι όλες οι επιτυχημένες επαναστάσεις είχαν κάπου στις ρίζες τους μια τέτοια μικρή ομάδα επαναστατών (συχνά μικροαστών) που κατάφεραν όμως να συνδεθούν με και να αποτελέσουν την πρωτοπορία για πραγματικά κινήματα των υποτελών τάξεων, μια διαδικασία που είναι σίγουρα πολύ δύσκολη: πόσες επιτυχημένες επαναστάσεις ξέρετε;

Οι επιτυχημένες αυτές οργανώσεις στις πρώτες τους προσπάθειες είχαν μεν επίγνωση του γεγονότος ότι δεν είναι ακόμα τα «κόμματα της εργατικής τάξης», αλλά έκαναν πραγματικά βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση, εκμεταλλευόμενες την ευνοϊκή ιστορική συγκυρία. Το θέμα μας εδώ όμως είναι σέχτες που δεν κατανοούν το μέγεθός τους και την ασημαντότητά τους.

Η συνεχιζόμενη κρίση της Αριστεράς από τη δεκαετία του ‘70 και μετά είχε ως αποτέλεσμα άπειρες οργανώσεις και κόμματα απλώς να διαλυθούν, μη έχοντας πλέον κανένα χώρο πολιτικής δράσης και κανέναν ρόλο. Κάποιες επέζησαν και φυτοζωούν, επιχειρώντας να αποτελέσουν τα προπλάσματα μιας μελλοντικής εφόδου στον ουρανό. [Παρένθεση: Με το «αν» δεν γράφεται ιστορία, αλλά παρ’ όλα αυτά σκεφτείτε για παράδειγμα αν η κατάληξη της περιπέτειας των πλατειών θα ήταν το ίδιο τραγική «αν» είχαν ηγηθεί σε αυτήν άλλες δυνάμεις και όχι ο ΣΥΡΙΖΑ – κάτι που θα ήταν δυνατό «αν» είχαν την ικανότητα να αδράξουν τη σύντομη στιγμή που (τώρα ξέρουμε ότι) αυτό ήταν ίσως δυνατό και δεν είχαν προτιμήσει να μείνουν πίσω.]

Η βία είναι δομικό χαρακτηριστικό τέτοιων οργανώσεων, αν αυτές έχουν με έναν ειδικό τρόπο εσωτερικεύσει την ήττα, αν έχουν ενσωματώσει την κυρίαρχη ιδεολογία που δικαιολογεί τη βία του κυρίαρχου μπλοκ.

Βασικά, ακόμα κι αν υποστηρίζουν ότι οφείλουν να κάνουν μαζική δουλειά, να κινούνται μέσα στον λαό σαν το ψάρι στο νερό κ.ο.κ., στην πραγματικότητα δρουν με τον αντίθετο τρόπο. Δρουν ως εάν η εξ αποκαλύψεως αλήθεια να μην είναι δυνατό να γίνει κατανοητή από τις μάζες. Εμείς, είναι σα να λένε οι οργανώσεις αυτές, είμαστε οι νέοι μπολσεβίκοι. Γνωρίζουμε πώς να επαναλάβουμε την αλήθεια των γραφών και την ορθή ερμηνεία των αγίων και αλάθητων Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, προσθέστε-εδω-ό,τι-θέλετε-το-ίδιο-κάνει. Οι μάζες θα ακολουθήσουν στο τέλος. Είναι μια μορφή πολιτικής δράσης που δεν διαφέρει και τόσο πολύ από την έμπρακτη προπαγάνδα του Μπλανκί (το αντάρτικο πόλης και την 17Ν παλιότερα, τα γκαζάκια που βάζουν σήμερα  διάφορες ομάδες). Εμείς σας δείχνουμε το δρόμο, εσείς ακολουθείτε.

Βέβαια, το σύνολο της Αριστεράς πάσχει από έλλειψη γείωσης σε πραγματικές ταξικές συγκρούσεις. Παλιότερα είχαμε το σχετικά επιτυχημένο μοντέλο των κοινωνικών χώρων, ειδικά κάποιων πανεπιστήμιων ή και επιστημονικών σωματείων (καθηγητών, μηχανικών κλπ) ή ακόμα και χώρων γειτονιάς. Το πανεπιστήμιο τροφοδότησε και διατήρησε το στελεχιακό δυναμικό της Αριστεράς στο επίπεδο που βρίσκεται μέχρι σήμερα (αν και αυτή η πηγή στερεύει). Αλλά προσέξτε ότι αυτά συνέβαιναν σε χώρους μικροαστών, της νέας μικροαστικής τάξης που έλεγε ο Πουλαντζάς, σε χώρους δηλαδή συμπιεσμένους μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας (που επιπλέον μερικές φορές βρίσκονται σε μια διαδικασία προλεταριοποίησης).  Ανεξάρτητα από τις αγαθές του προθέσεις και την ειλικρινή του πίστη στα ιδεώδη, για τον μικροαστό η σκληρή επαναστατική γλώσσα δεν σημαίνει δα και τίποτα το πραγματικό: μπορούμε να φωνάζουμε συνθήματα για εργάτες και γρανάζια, σιγά όμως μην παρατήσουμε την όποια ιδιοκτησία μας, το μαγαζί μας ή το ιατρείο μας, την καλή μας δουλειά σε πολυεθνική ή τα μικροπρονόμιά μας. Ο μικροαστός έχει (ή νομίζει ότι έχει) να χάσει και άλλα πράγματα εκτός από τις αλυσίδες του.

Η πολιτική δράση των ομάδων αυτού του τύπου γίνεται ούτως ή άλλως σε κενό, η θεωρία δεν δοκιμάζεται, δεν μπορεί να αποδειχτεί στην πράξη λάθος και να χρειαστεί αναθεώρηση: Ό,τι κι αν πει ο αρχηγός είναι σωστό, το αποδεικνύει η συμμετοχή σε όποιες τελετουργίες του κινήματος έχουν μείνει ζωντανές, σε διαδηλώσεις (που μάλλον άλλοι έχουν καλέσει αλλά) στις οποίες κατεβαίνουμε δείχνοντας πόσο μαζική, μαχητική και περιφρουρημένη από τους απ’ έξω προβοκάτορες οργάνωση είμαστε· το αποδεικνύει η στάση μας στο Πολυτεχνείο που διεκδικούμε τον χώρο μας μαχητικά και οργανωμένα. Αν έχουμε δύναμη σε σωματεία (φοιτητικά κυρίως), τότε το αποδεικνύει η δράση μας στις εκλογές, η λεπτομερής χαρτογράφηση των μελών μας (και οι μικρο-νοθείες) που είμαστε σε θέση να κάνουμε.

Υπάρχει δηλαδή μια διαρκής και αυτο-αναπαραγόμενη δυναμική βασισμένη στην περιφρούρηση του εσωτερικού της ομάδας, όχι στην (πιο δύσκολη) αναφορά στην κοινωνία. Η κοινωνία μπορεί να εμφανίζεται μόνο διαμεσολαβημένη από τις ικανότητες διαπραγμάτευσης του αρχηγού με τους καθηγητές στο πανεπιστήμιο, με άλλες πολιτικές δυνάμεις του χώρου, με τους εργοδότες στο σωματείο, ή και με την προκήρυξη μιας απεργίας και την διαπραγμάτευση των αιτημάτων κ.λπ. Η γραμμή μπορεί έτσι να κάνει ιλιγγιώδεις στροφές χωρίς μεγάλα προβλήματα: η πιο ντούρα προλεταριακή, επαναστατική γκρούπα που είναι στα όρια της παράνομης δράσης το βράδυ, μπορεί αύριο το πρωί να διεξάγει υπέρ πάντων αγώνα για την εκλογή βουλεύτριας (από ένα εκλογικό κοινό που δεν είχε καν ακουστά το όνομα της οργάνωσης), αν και πάντα με βάση τις σωστές λενινιστικές αρχές, ξέρετε, ενημέρωση, υπονόμευση του κοινοβουλίου, και τα λοιπά, και τα λοιπά.

Η αλήθεια είναι τώρα, ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Η μία και μόνη αλήθεια, αυτή της οργάνωσης που την εκφέρει ο αρχηγός, απαιτεί θυσίες και δεν ανέχεται αποστάτες ή αιρετικούς ανάμεσά μας. Η εσωτερική κομματική ζωή απαγορεύει βίαια (η βία μπορεί να έχει διαβαθμίσεις) τη διαφωνία. Ο κλασικός δημοκρατικός συγκεντρωτισμός απαιτεί η μειοψηφία να εκφράζει τη διαφωνία της, αλλά να μην εμποδίζει την εφαρμογή των αποφάσεων της πλειοψηφίας. Στην περίπτωσή μας όμως η μειοψηφία οφείλει να μην διαφωνεί, ή, ακόμα κι αν διαφωνεί, οφείλει να εφαρμόζει τις αποφάσεις της πλειοψηφίας – ένα σύστημα που ίσως θα έπρεπε να λέγεται συγκεντρωτικός συγκεντρωτισμός.

Ας σημειωθεί επίσης ότι αυτές οι βίαιες ομάδες έχουν σχεδόν πάντα άντρα αρχηγό (ανεξάρτητα αν λέγεται γραμματέας, πρόεδρος ή κάτι άλλο, είναι πάντα «αρχηγός»), ποτέ γυναίκα. Γυναίκες σε ηγετικές θέσεις μπορεί να υπάρχουν, αν και είναι σπάνιες. Για παράδειγμα, υπάρχει τουλάχιστον μία οργάνωση τέτοιου τύπου με γυναίκα υπαρχηγό, μια οργάνωση που προέκυψε από διασπάσεις άλλων οργανώσεων και η οποία έχει αφήσει το σημάδι της στον χώρο διεθνώς. Πρόκειται βέβαια για τον ιαπωνικό Ρενγκό Σέκιγκουν, τον Ενιαίο Κόκκινο Στρατό, ίσως την πιο τραγική από όλες τις σχετικές περιπτώσεις, μια οργάνωση που σκότωσε η ίδια τα μισά της μέλη (είτε επειδή αποχώρησαν ή επειδή δεν έκαναν επαρκή «αυτοκριτική») πριν τα υπόλοιπα μισά συλληφθούν από την αστυνομία το 1972. Δεν είναι τυχαίο που και σε αυτήν την οργάνωση τα μέλη ήταν κατά πλειοψηφία φοιτητές ή απόφοιτοι καλών πανεπιστημίων της χώρας.

Αναπόφευκτα η διαφωνία τελικά θα εμφανιστεί και μάλιστα για μάλλον τυχαίους λόγους — η διαφωνία μπορεί να είναι τόσο αυθαίρετη και φαντασιακή όσο και η κύρια γραμμή: όταν δεν υπάρχει αγκύρωση στην πραγματικότητα, και η πλειοψηφία και η μειοψηφία έχουν το δικαίωμα να ζουν σε φανταστικούς κόσμους, τους γνωστούς εκείνους κόσμους που το κρίσιμο ζήτημα του ποια οργάνωση έχει το καλύτερο τραπεζάκι καθορίζει και το ποια έχει την πιο μάχιμη προλεταριακή γραμμή.

Έτσι, η διαφωνία γίνεται αίρεση, αμφισβήτηση των ιερών γραφών, αντί για αφορμή δημόσιου διαλόγου (και αν χρειαστεί αυτοκριτικής). Κάθε διαφωνία γίνεται σκληρός σεχταριστικός αγώνας χωρίς πολλές αρχές που οφείλει να τελειώνει με ξεκαθάρισμα των γραμμών. Η εργαλειοποίηση της βίας έχει ήδη γίνει γεγονός. Τα πρώην μέλη στην καλύτερη περίπτωση γίνονται μη-πρόσωπα, στη χειρότερη στόχοι βίαιης καταστολής. Λογικό: έτσι κι αλλιώς, η μόνη πραγματικότητα είναι το φαντασιακό των μελών, δηλαδή για παράδειγμα το πόσο μπετόν αρμέ και περιφρουρημένο είναι το μπλοκ μας, πόσο ακτιφαρισμένα τα μέλη μας, μην τα ξαναλέμε. Η εσωτερική αναφορά, ή έστω, η θέση μας στον μικρόκοσμο της εξωκοινοβουλευτικής είναι σημαντικότερη από την πραγματική δράση στην κοινωνία.

Η τέτοια άρθρωση της πολιτικής σημαίνει αναγκαστικά την υποταγή στην ιεραρχία. Είτε την εσωτερική κομματική ιεραρχία ή την ιεραρχία των οργανώσεων του χώρου. Ποια οργάνωση μπορεί να φέρει τα περισσότερα ψήφια στην συνέλευση (στην οποία όμως έρχεται μια μικρή μόνο μερίδα του σώματος); Ποια μπορεί να έχει το πιο οργανωμένο μπλοκ στην συνδιάσκεψη του μετώπου που συμμετέχουμε; Ο διάλογος και η ανταλλαγή (και αλλαγή) απόψεων δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, σημασία έχει η επικράτησή μας.

Ηγεμονία δεν σημαίνει ικανότητα σύνθεσης των διαφορετικών απόψεων προς έναν κοινό σκοπό που υπερβαίνει τα μέρη. Ηγεμονία σημαίνει να περάσει το δικό μας πλαίσιο, κάνοντας μια ή δύο μικροπροσθήκες άνευ σημασίας προκειμένου να μας ψηφίσουν και οι αντίπαλοι. Αν δεν θέλουν οι αντίπαλοι να τους …ηγεμονεύσουμε, τόσο το χειρότερο για αυτούς.  Η εργαλειοποίηση της βίας που λέγαμε πριν, έχει ήδη συντελεστεί πριν φτάσουμε να τους συνετίσουμε με ένα καλό ξυλίκι.

Η ιστορία του κινήματος έχει δει και χειρότερες τέτοιες ήττες από το ξύλο που έριξε μια μικρή  οργάνωση του χώρου σε μιαν άλλη. Η αναμφισβήτητα μεγαλύτερη τέτοια ήττα της ιστορίας ήταν φυσικά το ταξικά εκφυλισμένο ΚΚΣΕ που μ’ όλη την προλεταριακή του καθαρότητα είχε καταπιεί αμάσητη την αστική γραμμή στο σύνολό της, την ώρα ακριβώς του μεγαλύτερου πολιτικού, στρατιωτικού και οικονομικού θριάμβου του -αυτή ήταν η μεγαλύτερη τραγωδία της ιστορίας του κινήματος, μια τραγωδία που τότε κανείς δεν είχε καταλάβει. Η υποταγή στην αναγκαιότητα (άρα βία) της  «οικονομίας», της τεχνολογίας, του επιστημονισμού, στην ανωτερότητα των τεχνολόγων της παραγωγής, είχε αποτελέσματα μακροπρόθεσμα. Η βίαιη επιβολή της ιεραρχίας, η εργαλειοποίηση της βίας  είχε αποτελέσματα που τα πληρώσαμε με βίαιο τρόπο σε όλον τον κόσμο κι εμείς, δεκαετίες μετά από τους εκτελεσμένους «πράκτορες του ιμπεριαλισμού» στις δίκες. Μπροστά σε αυτήν την ήττα, όλα τα υπόλοιπα θα ήταν εντελώς  αστεία, αν δεν ήταν κι αυτά στην μικροκλίμακά τους τραγικά.

Πάντα θα υπάρχει φαντασιακός χώρος για αυτές τις μικρές σέχτες που παραμένουν ταμένες στην μεσσιανική τους επανάσταση, αναπαράγοντας την αλήθειά τους στα μέλη τους. Η πολιτική δράση αυτών των οργανώσεων θα είναι πάντα σαν τον διάδρομο στο γυμναστήριο: τρέχεις, τρέχεις, συνέχεια τρέχεις — και δεν πας πουθενά.

Η κριτική στους άλλους είναι εύκολη και στα μεγάλα και στα μικρά. Εμείς που κάνουμε κριτική και καταδικάζουμε και είμαστε ανοιχτοί σε συνεργασίες και ξέρουμε το λάθος και το σωστό και τα πάντα όλα, θα ήταν πιο σωστό να προσπαθήσουμε να σκεφτούμε γιατί αφήσαμε να υπάρξουν τα φαινόμενα αυτά και σε ποιο βαθμό θα μπορούσαμε να τα σταματήσουμε. Η αυτοκριτική δεν έχει το νόημα της αυτοτιμωρίας, ούτε η διαφωνία είναι αίρεση: και τα δύο είναι εργαλεία για την μην επανάληψη των ίδιων λαθών. Θα ήταν δηλαδή πιο χρήσιμο (αν αυτή είναι η λέξη) να καταλάβουμε γιατί χάσαμε, γιατί ενσωματώσαμε την ήττα, γιατί ο μύθος αυτός της βίας τελικά μιλάει για εμάς, εμάς που είχαμε τόσο μα τόσο δίκι

Η ιεραρχική διάρθρωση των κοινωνικών δομών είναι αστική διάρθρωση, προέρχεται από το εργοστάσιο και τον στρατό. Η βία ρέει από τους πόρους του συστήματος. Η ιεραρχική και αντιδημοκρατική διάρθρωση κάποιων οργανώσεων της Αριστεράς (όχι μόνο της άκρας, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι τέτοια ιεραρχική, αντιδημοκρατική οργάνωση) είναι η εικόνα της αστικής κοινωνίας όπως προβάλλεται επάνω τους. Και αυτή είναι αναγκαστικά βίαιη. Η βία δεν είναι ανάγκη να είναι ξύλο: Ακόμα και η άρνηση να μιλήσουμε με τους διαφωνούντες και να τους εξηγήσουμε το λάθος τους (ή να τους αφήσουμε να μας εξηγήσουν το δικό μας) είναι επιθετική βία του κυρίαρχου, όχι αμυντική στάση του κυριαρχούμενου.

Αυτή την ήσυχη, σιωπηλή βία, φοβηθείτε την.

Σημαίνει ότι ο μπολσεβίκος μέσα μας είναι ήδη νεκρός, αν και δεν το ξέρει.

Η έμπρακτη βία του κυρίαρχου δεν θα αργήσει.

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ