15.7 C
Athens
Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Οικοσοσιαλισμός: Μια εισαγωγή στη σκέψη του Μικαέλ Λεβί, του Νίκου Κορφιάτη


Πηγή: contraxreos

Η σοσιαλιστική και οικολογική ουτοπία αποτελεί μόνο
δυνατότητα και όχι
  το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των
αντιφάσεων του καπιταλισμού ή των «σιδερένιων νόμων της Ιστορίας».
                         Μικαέλ Λεβί

Ο Λεβί είναι Γαλλo-Βραζιλιάνος μαρξιστής κοινωνιολόγος και φιλόσοφος. Το 1969 ξεκινάει τη συνεργασία του με το Νίκο Πουλαντζά στο νεοσύστατο και τότε ριζοσπαστικό Πανεπιστήμιο Παρίσι VII (Πανεπιστήμιο της Βενσέν), η οποία θα διαρκέσει 7 χρόνια.1 Από τότε μένει στη Γαλλία όπου και είναι επίτιμος διευθυντής Κοινωνικών Σπουδών στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Γνώσης (CNRS) της Γαλλίας και διδάσκει για πολλά χρόνια κοινωνικές επιστήμες στην EHESS (Ecole des Hautes Etudes). Υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ (WSF), είναι μέλος του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (NPA) στη Γαλλία και είναι εδώ και δεκαετίες ενεργός στα κινήματα της Λατινικής Αριστεράς. Πολυγραφότατος, έχει γράψει διεισδυτικά δοκίμια για μια πλειάδα θεμάτων όπως ο μαρξισμός, ο σουρεαλισμός, η «θεολογία της απελευθέρωσης», τα κοινωνικά κινήματα της Λατινικής Αμερικής, η εβραϊκή ιστορία και η ουτοπία και, τέλος, ο οικοσοσιαλισμός τον οποίο πραγματευόμαστε στο παρόν άρθρο. Με τα βιβλία, τα άρθρα και τις παρεμβάσεις του στη δημόσια σφαίρα, ο Λεβί έχει καταβάλει μια μακρόχρονη προσπάθεια να ανανεώσει τη μαρξιστική σκέψη και να αναλύσει τους συνδέσμους της με το μεσσιανικό και ουτοπικό πνεύμα. Αυτά εν είδει εισαγωγής (στην εισαγωγή μας).

Η σύνθεση σοσιαλισμού και οικολογίας. 

 

Το γιατί κάποιος μπορεί να δείξει έντονο ενδιαφέρον για την οικολογία μπορεί σήμερα να φαντάζει αυτονόητο, σίγουρα όμως η μαρξιστική σκέψη2 πολλές φορές υποβάθμισε τη σημασία της, αφού λίγο πολύ την θεώρησε (όπως και το «γυναικείο ζήτημα») ως «δευτερεύουσα αντίφαση» η οποία θα λυνόταν με τον ερχομό της σοσιαλιστικής κοινωνίας.3 Εδώ και περίπου 20 χρόνια, o Λεβί ασχολείται εντατικά με την οικολογία και τις συνέπειες της καπιταλιστικής ανάπτυξης στο περιβάλλον, και το 2001 γράφει από κοινού με το Τζόελ Κοβέλ (Joel Kovel) το «οικοσιαλιστικό» τους «μανιφέστο» (Kovel and Löwy, 2001). Δεν είναι βέβαια ο πρώτος μαρξιστής ή σοσιαλιστής που δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για τα οικολογικά ζητήματα και την πολιτική οικολογία. Ξεκινώντας με τον Μαρξ και τον Ένγκελς (Löwy, 2017a) και περνώντας στον 20ο αιώνα, μια σειρά από στοχαστές, όπως ο Αντρέ Γκορτς (André Gorz) και ο Ρέιμοντ Γουίλιαμς

(Raymond Williams) έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για τα ζητήματα του περιβάλλοντος και της πολιτικής οικολογίας.4 Εντός της μαρξιστικής σκέψης, μπορεί κανείς να βρει πολλές και σημαντικές αναφορές στην οικολογία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η οικολογία κατέχει μια κεντρική θέση εντός της. Αυτό, κατά την άποψη του Λεβί (Löwy, 2017a, σ. 10), «δεν προκύπτει από κάποια αδυναμία: απλώς αντανακλά το γεγονός ότι τον 19ο αιώνα η οικολογική κρίση είχε μόλις αρχίσει και ήταν πολύ μακριά από το να θεωρηθεί καταστροφική όπως στις μέρες μας».

Ο Μαρξ, όπως σημειώνει ο Λεβί (Löwy, 2007, σ. 294), μιλάει για την «καταστροφική πρόοδο» του καπιταλισμού.5 Ο Μαρξ υπήρξε όντως ένας από τους πρώτους και σημαντικότερους επικριτές της καπιταλιστικής παραγωγής. Έχοντας, ως γνωστόν, μελετήσει το έργο του Γερμανού χημικού, αγρονόμου και «πατέρα» της χημικής γεωργίας Γιούστους φον Λήμπιχ (Justus von Leibig) Η Οργανική Χημεία και οι Εφαρμογές της στη Γεωργία και στη Φυσιολογία, το οποίο εκδόθηκε το 1840, του αποτείνει φόρο τιμής λέγοντας: «Το ότι ανέπτυξε από την οπτική γωνία της φυσικής επιστήμης την αρνητική, δηλαδή την καταστροφική πλευρά της σύγχρονης αγροτοβιομηχανίας, είναι ένα από τα αθάνατα επιτεύγματα του Λήμπιχ» (Marx, 1970, σ. 638).6 Στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ κάνει και άλλες αναφορές στη σημαντικότητα του έργου του Λήμπιχ. Σε ένα σημείο, για παράδειγμα, λέει περίφημα ότι η «[κ]απιταλιστική παραγωγή […] διαταράσσει τη μεταβολική αλληλόδραση μεταξύ του ανθρώπου και της γης» (Marx, 1970, σ. 637).

Με τη σειρά του, ο Ένγκελς το 1876 στο Ο Ρόλος της Εργασίας στην Εξανθρώπιση του Πιθήκου δείχνει μια (πρωτο-)οικολογική ευαισθησία και ασκεί ριζική κριτική στις αρπακτικές μορφές ανθρώπινων σχέσεων προς το περιβάλλον (Löwy, 2017a, σ. 12). «Ας μη κολακευόμαστε ωστόσο πάρα πολύ για τις ανθρώπινες νίκες μας πάνω στη φύση. Η φύση μας εκδικείται για κάθε μια τους»7, ο Ένγκελς γράφει περίφημα (Ένγκελς και Χάρμαν, 20011, σ. 24). Παρ’ όλα αυτά, και στον Μαρξ (κυρίως στο πασίγνωστο χωρίο για την «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων» στην εισαγωγή του Συμβολή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας το 1859, ενός γραπτού που βρίθει ενός κάποιου εξελικτισμού) και στον Ένγκελς (και ακόμα περισσότερο στον ύστερο μαρξισμό) συχνά υπάρχει μια τάση να κάνουν την «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων» τον κύριο μοχλό της προόδου, μαζί με μια ανεπαρκώς κριτική στάση έναντι στο βιομηχανικό πολιτισμό και την καταστροφική του σχέση με το περιβάλλον (Löwy, 2017a, σσ. 13-14, 17; 2005a, σ. 16).

Τα γραπτά του Μαρξ και του Ένγκελς χαρακτηρίζονται από εσωτερικές εντάσεις όσον αφορά στη σχέση του σοσιαλιστικού προγράμματος με το περιβάλλον (Löwy, 2017a, σσ. 16-18). Ο Λεβί (Löwy, 2017a, σ. 19) είναι ξεκάθαρος: σε διάφορα σημεία του έργου τους, ο Μαρξ και ο Ένγκελς παρουσιάζουν τις παραγωγικές δυνάμεις (το τεχνικό/βιομηχανικό μηχανισμό του σύγχρονου καπιταλισμού) ως «ουδέτερες»· το μόνο που χρειαζόταν να γίνει είναι να κοινωνικοποιηθούν, να υπάρξει συλλογική αντί ιδιωτική ιδιοποίησή τους, και να τεθούν στην υπηρεσία της εργατικής τάξης.

Εδώ μπορεί να προκύψει το ερώτημα «Γιατί ο οικοσοσιαλισμός;». Έχει κάτι καινούργιο να προσφέρει; Είναι τίποτα περισσότερο από ένα παιχνίδι με τις λέξεις; Ο οικοσιαλισμός, όπως αναφέρουν στο «μανιφέστο» τους οι Κοβέλ και Λεβί (Kovel and Löwy, 2001), είναι η δική τους ερμηνεία για τον σοσιαλισμό. Όπως γράφουν, «[α]ν υπερνικηθεί το κεφάλαιο, γεγονός που αποτελεί σήμερα μια επιτακτική ανάγκη για τη σωτηρία του ίδιου του πολιτισμού, το αποτέλεσμα θα είναι αναγκαστικά σοσιαλιστικό, γιατί αυτός είναι ο όρος που σηματοδοτεί το πέρασμα σε μια μετα-καπιταλιστική κοινωνία. Αν υποστηρίξουμε ότι το κεφάλαιο είναι ριζικά μη βιώσιμο και μετουσιώνεται στη βαρβαρότητα […], υποστηρίζουμε επίσης ότι χρειάζεται να χτίσουμε ένα “σοσιαλισμό” ικανό να ξεπεράσει τις κρίσεις που δημιούργησε το κεφάλαιο. Και αν τα “σοσιαλιστικά” καθεστώτα του παρελθόντος δεν το κατόρθωσαν, είναι λοιπόν υποχρέωσή μας να αγωνιστούμε για ένα σοσιαλισμό που θα επιτύχει, αν δε θέλουμε να υποταχθούμε σε ένα βάρβαρο τέλος» (Kovel and Löwy, 2001, χ.σ., η έμφαση στο πρωτότυπο).

Το δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» που έθεσε η Λούξεμπουργκ (ή μάλλον πρώτος ο Ένγκελς) επανέρχεται υπό νέα μορφή, αυτή της κοινωνικής κατάρρευσης και της οικολογικής καταστροφής. «Βαρβαρότητα» είναι η διπλή αυτή κρίση, κοινωνική όσο και οικολογική· με άλλα λόγια, οι δύο αυτές κρίσεις είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Ο σοσιαλισμός και η οικολογία – «ή, τουλάχιστον, κάποια ρεύματα της», όπως σημειώνει ο Λεβί (Λεβί, 2008a, σ. 111) – μοιράζονται κοινούς αντικειμενικούς στόχους. Αυτοί οι στόχοι, οι οποίοι είναι ποιοτικές αξίες, είναι η αξία χρήσης, η ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών, η κοινωνική ισότητα, και η προστασία της φύσης (Λεβί, 2008a, σ. 111). Ο σοσιαλισμός όπως τον αντιλαμβανόταν ο Μαρξ, τουλάχιστον σε κάποια γραπτά του, και από τον οποίο εμπνέεται ο Λεβί (Λεβί 2008a, σ. 117), βασιζόταν στο στοίχημα ότι οι κοινωνίες μπορούν να απελευθερωθούν από την καπιταλιστική αλλοτρίωση «του “είναι” έναντι του “έχειν”, δηλαδή της επιθυμίας για ελεύθερο χρόνο αφιερωμένο στην προσωπική ολοκλήρωση μέσω πολιτιστικών, αθλητικών, ψυχαγωγικών, επιστημονικών, ερωτικών, καλλιτεχνικών, και πολιτικών δραστηριοτήτων έναντι της επιθυμίας για ατελείωτη κατοχή αγαθών».

Ο σοσιαλισμός και η οικολογία αμφισβητούν την κυριαρχία της ποσοτικοποίησης, την παραγωγή ως αυτοσκοπό, την κυριαρχία του χρήματος και την αναγωγή της κοινωνικής ζωής στις ανάγκες της καπιταλιστικής συσσώρευσης (Λεβί, 2008a, σ. 111). Επιπρόσθετα, ο οικοσοσιαλισμός πρέπει να θεωρηθεί ως «ταυτόχρονα μια κριτική στην “οικολογία της αγοράς”, που δεν αμφισβητεί το καπιταλιστικό σύστημα, και του “παραγωγιστικoύ σοσιαλισμού”, που αγνοεί το ζήτημα των φυσικών ορίων» (Löwy, 2008a, σ. 111). Η σχέση μεταξύ του σοσιαλισμού και της οικολογίας είναι άμεση και δεν πρέπει να υποτιμηθεί.

«Το φρένο έκτακτης ανάγκης»

Ο «αιρετικός» μαρξιστής Βάλτερ Μπένγιαμιν κάποτε έγραψε: «Ο Μαρξ λέει οι επαναστάσεις είναι η ατμομηχανή της παγκόσμιας ιστορίας. Ίσως όμως τα πράγματα να είναι εντελώς διαφορετικά. Ίσως οι επαναστάσεις είναι η κίνηση του ανθρώπινου γένους που, ταξιδεύοντας σε αυτό το τρένο, τραβάει το φρένο έκτακτης ανάγκης»8. Ο Λεβί (Löwy, 2009, χ.σ.), σημαντικός μελετητής του έργου του Μπένγιαμιν και βαθύτατα επηρεασμένος από αυτό, προσθέτει ότι «[π]ρέπει να τραβήξουμε τα φρένα του τρένου μας, του καπιταλιστικού νεωτερικού βιομηχανικού πολιτισμού, πριν μας οδηγήσει στην άβυσσο, δηλαδή στην οικολογική καταστροφή, υπό τη μορφή της υπερθέρμανσης του πλανήτη». Μπορεί αυτό να ακούγεται καταστροφολογικό, όμως η οικολογική καταστροφή που έχει συντελεστεί τις τελευταίες δεκαετίες και γενικότερα τα τελευταία 200 περίπου χρόνια είναι δίχως προηγούμενο.9

 Τα γεγονότα είναι ευρέως γνωστά και τείνουν εντυπωσιακά υπέρ αυτού του ισχυρισμού10: «[σ]υσσώρευση διοξειδίου του άνθρακα, άνοδος της θερμοκρασίας, λιώσιμο των πολικών πάγων, ξηρασία, πλημμύρες» (Λεβί, 2008a, σ. 110). Αυτά είναι αποτελέσματα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης. Το καπιταλιστικό σύστημα και «η δική του παράλογη λογική της απεριόριστης επέκτασης και συσσώρευσης και ο παραγωγισμός του με τη μανία για την αναζήτηση του κέρδους με οποιοδήποτε τίμημα» (Λεβί, 2008a, σ. 110) είναι οι ένοχοι. Όλα αυτά, όπως και η μαζική ανεργία, η αύξηση των ανισοτήτων εισοδήματος και εξουσίας (που αυξήθηκαν όσο ποτέ στην ιστορία), οι πόλεμοι, και η υπονόμευση της αυτονομίας της περιφέρειας που καταδικάστηκε στο χρέος από το καπιταλιστικό κέντρο, δηλαδή τις δυτικές δυνάμεις και την αμερικανική υπερδύναμη, στο όνομα των «κανόνων του εμπορίου», της «ανταγωνιστικότητας» και του «εκσυγχρονισμού». Το παρόν καπιταλιστικό σύστημα «δεν μπορεί να ελέγξει, πόσο μάλλον να αντιμετωπίσει, τις κρίσεις που έχει προκαλέσει. Δεν μπορεί να επιλύσει την οικολογική κρίση, γιατί κάτι τέτοιο απαιτεί όρια όσον αφορά στη συσσώρευση, μια μη αποδεκτή επιλογή για ένα σύστημα βασισμένο στον κανόνα: Αναπτύξου ή Πέθανε!» (Kovel and Löwy, 2001, χ.σ.).

Η Συνθήκη του Κιότο αλλά και, όπως είναι πια ξεκάθαρο, η Συνθήκη της Κοπεγχάγης, είχαν από μικρά έως ελάχιστα αποτελέσματα. Λύσεις όπως το «χρηματιστήριο δικαιωμάτων εκπομπών αερίων» και τα «βιοκαύσιμα» είναι ανεπαρκείς και ψευτοτεχνικές (Λεβί, 2008a, σσ. 110-111). Τα βιοκαύσιμα δε «παράγουν, κατά τη διαδικασία παραγωγή τους, τόσο διοξείδιο του άνθρακα όσο υποτίθεται ότι εξοικονομούν συγκριτικά με τη βενζίνη»! (Λεβί, 2008a, σ. 111). Και ενώ κλιματολόγοι και άλλοι επιστήμονες διαρκώς κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ότι η μη μείωση των εκπομπών αερίων μπορεί σύντομα να επιφέρει μιαν ανεξέλεγκτη και αναπόδραστη παγκόσμια θέρμανση που θα οδηγήσει στην κατάρρευση του πολιτισμού μας και στην πιθανή εξαφάνιση του είδους μας, τι συμβαίνει; Business as usual.

«Όχι μόνο δεν καταφέραμε να μειώσουμε τις εκπομπές τα τελευταία χρόνια, αλλά συνεχίζουν να αυξάνονται και κάθε χρόνο σπάνε τα προηγούμενα ρεκόρ» (Λεβί, 2017b, χ.σ.). Πανίσχυρες εταιρίες όπως η Exxon, η BP, και η General Motors, προσθέτει ο Λεβί (Λεβί, 2017b, χ.σ.), «δεν επιθυμούν να αυτοκτονήσουν οικονομικά – και καμιά εκ των καπιταλιστικών κυβερνήσεων δεν προτίθεται να τις εξαναγκάσει», κάτι που σε πολλούς ακούγεται αυτονόητο, για να καταλήξει ότι «η κοινωνία πρέπει να αναλάβει τον έλεγχο των μέσων παραγωγής και διανομής, και να αναδιοργανώσει το παραγωγικό σύστημα εξ ολοκλήρου. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με το να εξασφαλιστεί η αξιοπρεπής εργασία σε όλους τους εργάτες που οι επιχειρήσεις τους προορίζονται είτε να χαθούν είτε να περιοριστούν δραστικά» (Löwy, 2017b, χ.σ.).

Από την άλλη μεριά, ο Λεβί ασκεί κριτική στη «ρεφορμιστική» στάση πολλών οικολόγων. Όπως το θέτει, και αξίζει να παραθέσουμε εκτενώς:

«Οι οικολόγοι σφάλλουν αν πιστεύουν ότι μπορούν να αποφύγουν την μαρξιστική κριτική προς τον καπιταλισμό: μια οικολογία που δεν λαμβάνει υπ’ όψιν την σχέση ανάμεσα στον “παραγωγισμό” και στη λογική του κέρδους, είναι καταδικασμένη να αποτύχει – ή ακόμη χειρότερα να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από το σύστημα. Τα παραδείγματα δεν λείπουν… Η απουσία μιας συνεκτικής/συμπαγούς αντικαπιταλιστικής θέσης οδήγησε τα περισσότερα πράσινα ευρωπαϊκά κόμματα – της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, του Βελγίου κλπ – να γίνουν απλοί συμμέτοχοι “οικο-ρεφορμιστές” στην σοσιαλ-φιλελεύθερη διαχείριση του καπιταλισμού, όπως αυτή ασκήθηκε από τις κυβερνήσεις της κεντρο-αριστεράς (Löwy, 2008b, χ.σ.).

Ως εναλλακτική στην αναρχία του καπιταλιστικού συστήματος, πρέπει να αντιπροταθεί ένας από τους σκοπούς του οικοσοσιαλισμού, αυτός του «παγκόσμιου δημοκρατικού σχεδιασμού» (Löwy, 2015; 2007). Επειδή, όχι αδίκως, οι έννοιες του σοσιαλισμού και του σχεδιασμού έχουν ταυτιστεί με την κεντροποιημένη κρατική γραφειοκρατία – ο Λεβί (Löwy 2017b, χ.σ.) χωρίς υπεκφυγές αποκαλεί αυτού του τύπου την κοινωνία «θλιβερή γραφειοκρατική καρικατούρα» –, ο Λεβί κάνει μια σημαντική διευκρίνιση. Ο στόχος του οικοσοσιαλιστικού σχεδιασμού είναι η επέκταση της δημοκρατίας στην οικονομική σφαίρα ούτως ώστε η εργατική τάξη να ορίσει συλλογικά τις δικές τις ανάγκες και να λάβει ορθές αποφάσεις όσον αφορά στην παραγωγή.11 Πρέπει να υπάρξει ένας συνδυασμός άμεσης και έμμεσης δημοκρατίας (Löwy, 2007, 297; 2009, χ.σ.), μια θέση που συγκλίνει, για παράδειγμα, με αυτήν του David Harvey (Harvey, 2015). Μια τέτοια διευρυμένη και ριζοσπαστική μορφή δημοκρατίας, κατά τον Λεβί (Löwy, 2009, χ.σ.), θα έπρεπε να περιλαμβάνει «[κ]άποιο είδος συνδυασμού άμεσης δημοκρατίας – και σε τοπικό επίπεδο, στις επιχειρήσεις και στις μονάδες εργασίας, και, κατόπιν λαϊκής ψήφου, σε περιφερειακή, εθνική ή ηπειρωτική κλίμακα – και αντιπροσώπων». Σε αντίθεση με τη σημερινή κατάσταση, ο Λεβί (Löwy, 2009, χ.σ.) σημειώνει, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται από «στελέχη επιχειρήσεων, τραπεζίτες, ειδικούς, στρατιωτικές και άλλες ολιγαρχικές ελίτ», ο κόσμος πρέπει να αποφασίζει για την πολιτική και την οικονομία – «αυτή είναι η μόνη μας ευκαιρία ότι θα παρθούν οικολογικά ορθές αποφάσεις».

Όπως τονίζει μαζί με τον Κοβέλ, «[δ]εν είναι πρόθεσή μας […] να καθορίσουμε το κάθε βήμα αυτής της πορείας» (Kovel and Löwy, 2001, χ.σ.), άποψη που έχει εκφράσει και πιο πρόσφατα σε συνέντευξή του (Löwy, 2009, χ.σ.) λέγοντας ότι «δεν νομίζω ότι κάποιος πρέπει να προβάλει κάποιο άκαμπτο προσχέδιο των μελλοντικών θεσμών». Αντιθέτως, στο «μανιφέστο» αλλά και σε διάφορα γραπτά του (λ.χ. Löwy, 2009, χ.σ.), ο Λεβί είναι της απόψης ότι πρέπει να αναπτυχθεί μια «λογική επαρκούς και αναγκαίου μετασχηματισμού της παρούσας τάξης πραγμάτων». Αυτό δε σημαίνει ότι, τουλάχιστον στα δικά του γραπτά, ο Λεβί δεν διατυπώνει κάποιες προτάσεις ή δεν υποδεικνύει εναλλακτικές πρακτικές και τα κέντρα αντίστασης που ήδη έχουν δημιουργηθεί ανά την υφήλιο και που αντιτίθενται στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, στην Παγκόσμια Τράπεζα, στην νεοφιλελεύθερη καταστροφή, και στο καπιταλιστικό σύστημα εν γένει (Löwy, 2015, σσ. 27-38).12 Αυτά τα κέντρα αντίστασης αποτελούν ένα δίκτυο από ανθρώπους και αγωνιστές – σίγουρα πιο κοντά στην έννοια του «πλήθους» των Χαρντ και Νέγκρι (2002) παρά στην έννοια ενός πολιτικού υποκειμένου, την βιομηχανική εργατική τάξη του 19ου αιώνα, που είναι επιφορτισμένο με την αλλαγή της Ιστορίας – συνδικαλιστές, οικολόγους, δίκτυα αγροτών και γυναικών, κοινότητες ιθαγενών, σοσιαλιστές, και αναρχικούς – που αγωνίζεται ενάντια «στην καταστροφή της φύσης, την μόλυνση, την υπερπαραγωγή, τις μονάδες χημικής και θερμικής ενέργειας, την αρπακτική εξαγωγή πόρων, την επιβολή των Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών, την ιδιωτικοποίηση της κοινοτικής γης, των υπηρεσιών νερού και του δημοσίου, της καπιταλιστικής ανεργίας και επισφάλειας» (Löwy, 2017b, χ.σ.).

Πιο συγκεκριμένα, ο Λεβί (Löwy, 2016, σ. 26) προτείνει τα ακόλουθα μέτρα ως αφετηρία για μια κοινωνική και οικολογική αλλαγή με βάση τις αξίες του οικοσοσιαλισμού, μέτρα τα οποία μπορεί να φαντάζουν μετριοπαθή (ή υπερβολικά), που όμως θεωρώ είναι σημαντικά:

Προτεραιότητα στη δημόσια συγκοινωνία έναντι της τερατώδους εξάπλωσης επιβατηγών και άλλων οχημάτων.

Απόδραση από την πυρηνική παγίδα και ανάπτυξη της έρευνας για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Απαίτηση σοβαρών διεθνών συμφωνιών για την μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου αντί της φενάκης των «δικαιωμάτων εκπομπών αερίων».

Αγώνας υπέρ της οργανικής καλλιέργειας και ενάντια στη υπερεθνική αγροτοβιομηχανία και τους γενετικά μεταλλαγμένους οργανισμούς της.

Ο εθισμός «μας» στην ενέργεια ορυκτών καυσίμων, η αυταπάτη της πυρηνικής ενέργειας ως εναλλακτική – η οποία είναι αποδεδειγμένα μη ασφαλής όπως αποδεικνύει ο πολλαπλασιασμός πυρηνικών ατυχημάτων13 –, ο φετιχισμός του αυτοκινήτου, και τεχνολογικές-τεχνοκρατικές λύσεις όπως οι γενετικά μεταλλαγμένοι οργανισμοί θα συνεχίσουν και θα διογκώσουν τα σημερινά προβλήματα αν δεν δοθούν δημοκρατικές και οικολογικά ορθές λύσεις σε αυτά.

 

Εν κατακλείδι, ο οικοσοσιαλισμός

«σημαίνει μια ριζική, δηλαδή επαναστατική, αποκοπή από το όλο καπιταλιστικό μοτίβο πολιτισμού. Στοχεύει όχι μόνο σε ένα νέο τρόπο παραγωγής και σε μια νέα κοινωνία, αλλά σε τελική ανάλυση σε ένα νέο υπόδειγμα πολιτισμού, μια νέα μορφή ζωής, βασισμένη στις αξίες τις ελευθερίας, της ισότητας, της αλληλεγγύης, και του σεβασμού προς τη “Μητέρα Φύση”» (Löwy, 2017a, σ. 20, η έμφαση στο πρωτότυπο).

 

Ο οικοσοσιαλισμός έχει, θα λέγαμε, ως κατευθυντήρια αρχή του την απαίτηση της ανθρωπότητας «για αυτοδιάθεση, για κοινά αγαθά και για μια ζωή γεμάτη ουσία». Αν αυτό συνιστά «ουτοπισμό» τότε ας είμαστε «ουτοπικοί». Είναι μάλλον λίγοι αυτοί που εξακολουθούν να πιστεύουν στην «αδήριτη κίνηση προς τα μπρος της Ιστορίας» (Δουζίνας, 2017, χ.σ.)13. Δεν υπάρχουν εγγυήσεις επιτυχίας. Ο σοσιαλισμός, η οικολογική επανάσταση, και το χειραφετημένο μέλλον, είναι ένα στοίχημα, με την έννοια του Πασκάλ, όπως πολύ ωραία το θέτει ο Λεβί (Löwy, 2009, χ.σ.). Δεδομένου αυτού, η ακόλουθη διατύπωση του Λεβί (Löwy, 2007, σ. 307) μου φαίνεται επίσης ορθή: «[Ο]ι εδραιωμένες κυρίαρχες ελίτ του συστήματος είναι απίστευτα δυνατές, και οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής αντίστασης είναι ακόμα μικρές. Όμως είναι η μόνη ελπίδα ότι η “καταστροφική πρόοδος” του καπιταλισμού θα σταματήσει».

Όλες οι μεταφράσεις είναι δικές μου, εκτός αν υποδεικνύεται διαφορετικά.

Σημειώσεις

1 Ανακτήθηκε: http://rednotebook.gr/2015/03/o-nikos-poulantzas-pou-ixera-sinentefxi-me-ton-mikael-levi/

2 Χρειάζεται να σημειώσουμε ότι «μαρξιστική σκέψη» ως ενιαίο και συμπαγές σύστημα σκέψης δεν υπάρχει;

3 Βλ. επίσης Löwy (1997). Ως πρωταρχική αντίφαση του καπιταλισμού νοείται βέβαια αυτή ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγικές σχέσεις. Αξίζει επίσης εδώ να σημειωθεί η τοποθέτηση του Aiden Foster-Carter: «Αυτοί που επιμένουν ότι [η περιβαλλοντική καταστροφή] δεν έχει καθόλου να κάνει με τον μαρξισμό απλά διασφαλίζουν ότι αυτό που αποκαλούν μαρξισμό δεν θα έχει τίποτα να κάνει με ότι συμβεί στον κόσμο» (παρατίθεται στο O’ Connor (1988, σ. 11)).

4 Για τη σχέση του Μαρξ με την οικολογία, βλ. Foster (2000), Foster and Clark (2018), και Saito (2014).

5 Όπως σημειώνει ο Λεβί (Λεβί, 2008b, χ.σ.): «Ο οικοσοσιαλισμός αναπτύχθηκε κυρίως στη διάρκεια των τριάντα τελευταίων ετών, χάρις στις εργασίες διανοητών του μεγέθους του Manuel Sacristan, του Raymond Williams, του Rudolf Bahro (στα πρώτα του γραπτά έργα) και του André Gorz […], καθώς και από τις πολύτιμες συνεισφορές του James O’ Connor, του Barry Commoner, του John Bellamy Foster και του Joel Covel (από τις ΗΠΑ), του Juan Martinez Allier, του Francisco Fernandez Buey, και του Jorge Riechman (από την Ισπανία), του Jean Paule Déléage και του Jean-Marie Harribey (από τη Γαλλία), του Elmar Alvater και του Frieder Otto Wolf (από τη Γερμανία) και πολλών άλλων, που οι θέσεις τους εκφράζονται σε ένα δίκτυο από περιοδικά και επιθεωρήσεις, όπως το Capitalism, Nature and Socialism, το Ecologia Politica κ.ά.».

6 Αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως αναφέρει οι Foster and Clark (2018) και Shaito (2014), στην έβδομη έκδοση του έργου του το 1862, ο Λήμπιχ πρόσθεσε μια μακροσκελή και για τους Βρετανούς σκανδαλώδη εισαγωγή. Βασιζόμενος σε μελέτες που πραγματοποιήθηκαν στα τέλη του 1850, ο Λήμπιχ εκεί υποστηρίζει ότι οι εντατικές γεωργικές μέθοδοι της Βρετανικής αγροτοβιομηχανίας συνιστούν ένα «σύστημα κλοπής», και αντιτίθενται στην ορθολογική αγροτοβιομηχανία. Κάποιοι θα υποστηρίξουν ότι ο Λήμπιχ με την αρχική «εμμονή» του στη χρήση χημικών λιπασμάτων (τα οποία ο ίδιος πρωτοπαρασκεύασε), έχει μερίδιο ευθύνης στην καταστροφή των αγροτικών εδαφών μιας και η χρήση τους έχει γίνει αυτονόητη για πάνω από 150 έτη, όμως αυτό δεν πρέπει να μας απασχολήσει εδώ. Τέλος, να σημειώσουμε ότι ο Μάρξ που, ως γνωστόν, τελείωνε τη συγγραφή του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου περίπου το 1866, βασίστηκε στην τότε τελευταία έκδοση του έργου του Λήμπιχ. Όμως, κατά τον Saito (2016), ο Μαρξ γνώριζε το έργο του Λήμπιχ όπως και του γεωργικού χημικού James F.W. Johnston ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1850 κατά την πρώτη του εξονυχιστική μελέτη της πολιτικής οικονομίας.

7 Ο Ένγκελς αναφέρεται σε παλαιότερους πολιτισμούς και δεν ασχολείται με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Το «πνεύμα» της νεωτερικότητας (και ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, χωρίς αυτά τα δύο να ταυτίζονται) εμπεριέχεται ίσως σε ένα από τα πιο γνωστά αποφθέγματα του Άγγλου φιλόσοφου, επιστήμονα και πολιτικού Francis Bacon, το οποίο αναφέρεται στη κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση. Η γνώση των νόμων της φύσης, κατά τον Bacon, θα επέτρεπε την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση και την εγκαθίδρυση του βασιλείου του ανθρώπου (regnum hominis). Περιττό να λεχθεί ότι η κριτική στην εγγενή κυριαρχική στάση της νεωτερικότητας προς τη φύση δεν συνεπάγεται ούτε άρνηση της επιστήμης και της τεχνολογίας, ούτε τις νεωτερικότητας εν γένει, όπως μια βιαστική κριτική θα μπορούσε να συμπεράνει. Τέλος, ο ίδιος ο Λεβί (Löwy, 2014, χ.σ.) δηλώνει ότι «[β]έβαια, πολλά επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα της νεωτερικότητας είναι πολύτιμα, όμως το όλο παραγωγικό σύστημα πρέπει να μεταμορφωθεί, και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με οικοσιαλιστικές μεθόδους», μια θέση που απέχει πολύ από την τεχνοφοβία.

8 Παρατίθεται στο Löwy (2005b, σσ. 66-67).

9 Όπως το θέτει ο Λεβί (Löwy, 2017b, χ.σ.), «[κ]άποιοι σοσιαλιστές ασκούν κριτική σε αυτό που αποκαλούν τον “καταστροφισμό” των οικολόγων, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι η οικολογία είναι ένας αντιπερισπασμός από την “πραγματική” πάλη των τάξεων. Μολονότι είναι αλήθεια ότι οι οικοσοσιαλιστές δεν είναι μια ομογενής μάζα, μοιράζονται την πεποίθηση ότι μια αποτελεσματική επανάσταση μπορεί να είναι μόνο οικολογική και το αντίστροφο». Βλ. επίσης Löwy (2005a, σ. 17).

10 Αυτό ούτε συνεπάγεται ότι γίνεται δεκτή η εμπειριοκρατικής-θετικιστικής καταβολής αδιαμεσολάβητη πρόσληψη δεδομένων ούτε ότι καταλήγουμε σε έναν ακραίο επιστημολογικό «σχετικισμό». Βλ. σχετικά Vandenberghe (2014, σσ. 3-7). Η διαμάχη γύρω από την κλιματική αλλαγή, τους αρνητές της και τους σκεπτικιστές, και, εσχάτως, τα fake news εκφεύγουν των ορίων του παρόντος άρθρου. Αξίζει να σημειωθεί, παρ’ όλα αυτά, η δήλωση του βοριοαμερικάνου κλιματολόγου της NASA, James Hansen, στην 21η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή στο Παρίσι το 2015: «a fraud really, a fake […]. It’s just bullshit» (παρατίθεται στο Löwy, 2017b, χ.σ.). Για μια εισαγωγή, εκλαϊκευτική και όχι δίχως προβλήματα, σε αυτό που έχει ονομαστεί εδώ και μερικά χρόνια «Ανθρωπόκαινος εποχή», δηλαδή η θεώρηση που υποστηρίζει ότι ο «άνθρωπος» πρέπει πλέον να θεωρηθεί γεωλογική δύναμη βλ. Μανουσέλης (2017). Η έννοια της «ανθρωπόκαινου», όχι αδίκως, εξαναγκάζει τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές σπουδές να αναθερωρήσουν και να ανασκευάσουν τις θεωρίες τους. Στην άποψη η οικολογική καταστροφή είναι αποτέλεσμα του «ανθρώπινου είδους», πρέπει να αντιταχθεί η άποψη ότι «[ο] όρος «άνθρωπος» δεν σημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι εξίσου υπεύθυνοι για αυτές τις δραστικές και ανησυχητικές αλλαγές – ερευνητές έχουν ξεκάθαρα δείξει ότι το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για τη διαμόρφωση αυτών των γεγονότων το έχουν […] οι χώρες του ΟΟΣΑ» (Löwy, 2017b, χ.σ.). Όπως επισημαίνει αλλoύ ο Λεβί (Löwy, 2008a, σ. 110): «οι άνθρωποι ζουν στη Γη εδώ και χιλιάδες χρόνια, αλλά η συγκέντρωση του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα έχει γίνει επικίνδυνη μόνο τις τελευταίες δεκαετίες».

11 Ο Λεβί (Löwy, 2017a, σ. 27) δίνει το ακόλουθο ενδιαφέρον παράδειγμα, το οποίο, κατά τη γνώμη μου, εγείρει ερωτήματα για το τι νοείται ορθολογική παραγωγή:

«[Έ]να αυτοδιαχειριζόμενο εργοστάσιο αποφασίζει να αδειάσει τα τοξικά απόβλητά του σε ένα ποτάμι. Ο πληθυσμός μια ολόκληρης περιοχής μπορεί να μολυνθεί: μπορεί λοιπόν, κατόπιν δημοκρατικής αντιπαράθεσης, να αποφασιστεί ότι η παραγωγή σε αυτή τη μονάδα πρέπει να σταματήσει μέχρις ότου βρεθεί μια ικανοποιητική λύση για τον έλεγχο των αποβλήτων. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, σε μια οικοσοσιαλιστική κοινωνία, οι εργάτες εργοστασίου θα έχουν αρκετή οικολογική συνείδηση για να αποφύγουν αποφάσεις που είναι επικίνδυνες για το περιβάλλον και την υγεία του τοπικού πληθυσμού. Όμως θεσπίζοντας μέτρα που εξασφαλίζουν ότι τα ευρύτερα κοινωνικά συμφέροντα έχουν τον πρώτο λόγο, όπως το άνωθι παράδειγμα καταδεικνύει, δεν σημαίνει ότι ζητήματα που αφορούν στην εσωτερική διεύθυνση δεν θα κατοχυρώνονται στο επίπεδο του εργοστασίου, του σχολείου, της γειτονιάς, του νοσοκομείου, ή της πόλης».

Σε άλλο σημείο, συζητώντας πάλι το αν υπάρχει εγγύηση ότι σε μια μετα-καπιταλιστική κοινωνία οι άνθρωποι θα παίρνουν ορθές οικολογικές αποφάσεις, ο Λεβί (Λεβί, 2008a, σ. 114) διατυπώνει την ακόλουθη σκέψη:

«Φυσικά, θα γίνουν και λάθη σε αυτές τις συλλογικές αποφάσεις, αλλά ποιος άραγε πιστεύει ότι οι ειδικοί δεν διαπράττουν λάθη; […] Σε κάθε περίπτωση, οι υπάρχουσες εναλλακτικές λύσεις –η τυφλή αγορά ή μια οικολογική δικτατορία “ειδικών”– είναι πιο επικίνδυνες από τη δημοκρατική διαδικασία, παρά τις όποιες αντιφάσεις της».

12 Παραμένω κάπως σκεπτικός όσον αφορά στη δυνατότητα να διαχωρίσουμε τις «αυθεντικές» από τις «τεχνητές» ανάγκες (Λέβι, 2008a, σσ. 116-118). Πρβ. Shuster and Macdonald (2017).

13 Αυτή η αντίληψη για το αναπόφευκτο της επανάστασης εμφανίζεται, για παράδειγμα, στην ακόλουθη διατύπωση, σε ένα κατά τα άλλα οξυδερκές κείμενο, από τον Ευτύχη Μπιτσάκη (Μπιτσάκης, χ.χ.: χ.σ.): «Η διαδικασία της κεφαλαιοκρατικής παγκοσμιοποίησης θα γεννήσει την άρνησή της, που θα έχει και αυτή τον χαρακτήρα της παγκοσμιότητας. Τα πρώτα σημάδια αυτής της άρνησης είναι ήδη ορατά».

13 Βλ. Λεβί (2008a, σ. 113).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελληνόγλωσση

Δουζίνας, Κ. (2017) «Εφτά θέσεις για την κοσμόπολη που έρχεται», Εφημερίδα των Συντακτών.

Ανακτήθηκε: http://www.efsyn.gr/arthro/efta-theseis-gia-tin-kosmopoli-poy-erhetai

Ένγκελς, Φ. και Χάρμαν, Κ. (2011) Ο Ρόλος της Εργασίας στον Εξανθρώπιση του Πιθήκου/Ο Ένγκελς και η Καταγωγή του Ανθρώπου. Αθήνα: Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο. Ανακτήθηκε:http://kiatipis.org/Books_Hosted_gr/Chris.Harman/Engels.and.the.origin.of.society.pdf

Kovel, J. and Löwy, M. (2001) «Οικοσοσιαλιστικό Μανιφέστο». Ανακτήθηκε: http://www.ecosocialists.gr/2008/07/blog-post_30.html

Λεβί, Μ. (2008a) «Κόκκινο και Πράσινο: Η οικοσιαλιστική οπτική», Transform, σσ. 110-118. Ανακτήθηκε: https://poulantzas.gr/wp-content/uploads/2008/10/transform-2.pdf

Λεβί, Μ. (2008b) «Οικοσοσιαλισμός: Η Σύνθεση Σοσιαλισμού και Οικολογίας». Ανακτήθηκε:

http://socialist-ecology.blogspot.com/2008/12/michael-lowy_26.html

Μανουσέλης, (2017) «Ανθρωπόκαινος εποχή: οι συνέπειες της ανθρώπινης αλαζονείας». Εφημερίδα των Συντακτών. Ανακτήθηκε: http://www.efsyn.gr/arthro/anthropokainos-epohi-oi-synepeies-tis-anthropinis-alazoneias

Μπιτσάκης, Ε. (χ.χ.) «Η έννοια της προόδου: Η αστική και η μαρξιστική αντίληψη». Ανακτήθηκε: http://environ.survey.ntua.gr/files/keimena/bitsakis.pdf

Hardt, M. and Negri, A. (2002) Αυτοκρατορία. Scripta: Αθήνα.

Ξενόγλωσση

Foster, J. B. (2000) Marx’s Ecology: Materialism and Nature. New York: Monthly Review Press.

Foster, J. B. and Clark (2018) ‘The Robbery of Nature: Capitalism and the Metabolic Rift’. Ανακτήθηκε: https://monthlyreview.org/2018/07/01/the-robbery-of-nature/

Harvey, D. (2015) “‘Listen, Anarchist!”: A personal response to Simon Springer’s “Why a radical geography must be anarchist”’. Ανακτήθηκε: http://davidharvey.org/2015/06/listen-anarchist-by-david-harvey/

Löwy, M. (1997) ‘For a Critical Marxism’. Ανακτήθηκε: https://solidarity-us.org/atc/71/p832/

Löwy, M. (2005a) ‘What Is Ecosocialism?’, Capitalism, Nature, Socialism, 16(2): 15-24.

Löwy, M. (2005b) Fire Alarm: Reading Walter Benjamin’s ‘On the Concept of History’. London and New York: Verso.

Löwy, M. (2007) ‘Eco-Socialism and Democractic Planning’. Socialist Register, 43: 296-309. Ανακτήθηκε: https://socialistregister.com/index.php/srv/article/view/5869

Löwy, M. (2009) ‘My Resoc Interview’. Ανακτήθηκε: https://zcomm.org/zblogs/my-resoc-interview-by-michael-lowy/

Löwy, M. (2014) ‘Ecosocialism: Putting the Brakes on Before Going Over the Cliff’, New Politics, 14. Ανακτήθηκε: http://newpol.org/content/ecosocialism-putting-brakes-going-over-cliff

Löwy, M. (2015) Ecosocialism: A Radical Alternative to Capitalist Catastrophe.

Löwy, M. (2016) ‘For an Ecosocialist Ethics’, Capitalism, Nature, Socialism, 27 (1): 21-26.

Löwy, M. (2017a) ‘Marx, Engels, and Ecology’, Capitalism, Nature, Socialism, 28(2): 10-21.

Löwy, M. (2017b) ‘Survival is the question’, Against the Current, 186. Ανακτήθηκε: https://solidarity-us.org/site01/atc/186/p4868/

Marx, K. (1970) Capital: Vol. I. New York: Vintage.

O’ Connor, J. (1988) ‘Capitalism, Nature, Socialism: A Theoretical Introduction’, Capitalism, Nature, Socialism, 1(1): 11-38.

Saito, K. (2014) ‘The Emergence of Marx’s Critique of Modern Agriculture: Ecological Insights from His Excerpt Notebooks’, Monthly Review, 66(5). Ανακτήθηκε:

Saito, K. (2016) ‘Marx’s Ecological Notebooks’. Monthly Review, 67(9). Ανακτήθηκε: https://monthlyreview.org/2016/02/01/marxs-ecological-notebooks/

Shuster, M. and Macdonald, I. (2017) ‘Theodor’s W. Adorno’s “Theses on Needs”: A Translation of Theodor W. Adorno’s “Thesen Über Bedürfnis”’, Adorno Studies, 1(1): 101-104. Ανακτήθηκε: http://adornostudies.org/ojs/index.php/as/article/view/8

Vanderberghe, F. (2014) What’s Critical About Critical Realism?: Essays in Reconstructive Social Theory. London and New York: Routledge.

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ