Ο Αλέξης Τσίπρας δεν κάνει τίποτε άλλο από το να επαναλαμβάνει το μόνιμο κλισέ της αστικής πολιτικής οικονομίας: «ανάπτυξη της πίτας των κερδών για να πάρουν κι ένα κομμάτι οι εργαζόμενοι».
Σε άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών με τίτλο «Καθαρή έξοδος, ξεκάθαρες διαφορές» (βλ. εδώ), το Σάββατο 5 Μαΐου, ο Αλ. Τσίπρας επιχειρεί να πείσει ότι με την «έξοδο» από τα μνημονιακά προγράμματα θα ωφεληθούν οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα μόνο με μια «κυβέρνηση της Αριστεράς στο τιμόνι», αντίθετα με μια κυβέρνηση της ΝΔ που θα «διευρύνει το χάσμα μεταξύ του πλούτου και της εργασίας», λόγω των νεοφιλελεύθερων ιδεολογικών αρχών της.
Πρόκειται για ένα άρθρο κατασκευής κουτοπόνηρων διλημμάτων, φτηνών επιχειρημάτων και θολών υποσχέσεων, μαζί με έναν κρυφό προεκλογικό χαρακτήρα.
Για ποια κοινωνική δικαιοσύνη επαίρεται ο Αλ. Τσίπρας; Επί κυβερνήσεών του, η Ελλάδα, όχι μόνον παρέμεινε χαμηλά στο δείκτη κοινωνικής δικαιοσύνης στην Ευρώπη των «28», αλλά το 2017, σχεδόν τρία χρόνια μετά την πρώτη θητεία του ως πρωθυπουργού, βρίσκεται στην τελευταία θέση, κάτω ακόμη και από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, αλλά και κάτω από την Πορτογαλία και την Ιρλανδία, χώρες που πέρασαν από μνημόνια (Ετήσια έκθεση του γερμανικού Ερευνητικού Ιδρύματος Bertelsmann για την κοινωνική δικαιοσύνη στην ΕΕ των «28»).
Η «αριστερή», «κοινωνική» διαχείριση των μνημονίων και της κρίσης, όχι μόνον δεν ήταν καλύτερη για τα λαϊκά στρώματα, αλλά αποδείχτηκε χειρότερη από την κλασική, δεξιά ή σοσιαλφιλελεύθερη διαχείρισή τους.
Ο πρωθυπουργός δεν μπορεί να επαίρεται για την άνοδο του ΑΕΠ της Ελλάδας, τη στιγμή που οι ρυθμοί ανόδου του είναι οι χειρότεροι στη ζώνη του ευρώ και των «28» (στοιχεία Eurostat). Ακόμη και για το 2018, όλοι οι διεθνείς οργανισμοί (ΟΟΣΑ, ΔΝΤ, ΕΚΤ) αναθεωρούν τις προβλέψεις τους προς τα κάτω.
Η δε στατιστική μείωση της ανεργίας, την οποία επικαλείται για να ανεβάσει τον εαυτό του απέναντι στον Μητσοτάκη, εμπεριέχει όλα τα τεχνάσματα των «νεοφιλελεύθερων στατιστικών», που δεν υπολογίζουν στους ανέργους ακόμη και έναν που εργάζεται μια ώρα την εβδομάδα.
Για αυτό και δεν επικαλείται κανένα στοιχείο για τα πεπραγμένα της κυβέρνησής του στον τομέα των ελαστικών σχέσεων εργασίας στη χώρα μας, όπου σημειώθηκε άλμα το οποίο θα ζήλευε ακόμη και ο Τραμπ (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, Έκθεση για το 2017). Με αποτέλεσμα, εκατοντάδες χιλιάδες να λιώνουν ανάμεσα στα τρίμηνα, στα οκτάμηνα, στον ΟΑΕΔ, στους δουλεμπόρους εργασίας και στη μαύρη εργασία, ενώ όσοι έχουν ακόμη σταθερή εργασία, να δουλεύουν περισσότερο και σε χειρότερες συνθήκες.
Έτσι, η «μείωση της ανεργίας» που επικαλείται ο Τσίπρας, είναι στεφανωμένη με το αίμα των 120 νεκρών και 40.000 τραυματιών εργατών ετησίως επί κυβέρνησής του (Εφ. Συν., 4/11/17) και βυθισμένη στα ακριβότερα φάρμακα και στην αθλιότητα των δημόσιων νοσοκομείων, όπου πετιούνται οι εργαζόμενοι και απόμαχοι της εργασίας, από την πρωτοφανή σωματική και ψυχολογική φθορά.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών, είναι ότι εκτινάχθηκε η κερδοφορία των μεγάλων επιχειρήσεων και ομίλων. «Εντυπωσιακή αύξηση», σύμφωνα με τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της ICAP, «σημειώθηκε στο τελικό καθαρό αποτέλεσμα του συνόλου των εταιρειών, καθώς το 2016 καταγράφηκαν κέρδη προ φόρου ύψους 3,8 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση κατά 72%». «Όλες οι ενδείξεις για τη χρήση του 2017 είναι ότι οι εταιρείες ως σύνολο θα έχουν ακόμα καλύτερη απόδοση από το 2016». Πρόκειται για το μεγαλύτερο επίτευγμα του πρωθυπουργού!
«Άξιζε τον κόπο να αναλάβει αυτή τη βαριά ευθύνη μια κυβέρνηση της Αριστεράς; Την ανέλαβε για λογαριασμό των κοινωνικών στρωμάτων που εκπροσωπεί ή για λογαριασμό της οικονομικής ελίτ;», αναρωτιέται ο Αλ. Τσίπρας, στο άρθρο του.
Η απάντηση είναι λοιπόν καθαρή: Η κυβέρνησή του ανέλαβε τη «βαριά ευθύνη» «για λογαριασμό της οικονομικής ελίτ». Δεν είναι μια «κυβέρνηση της Αριστεράς».
Τώρα, όμως, υπόσχεται ο πρωθυπουργός, «έξοδο από τα μνημόνια καθαρά, δηλαδή χωρίς πιστοληπτική γραμμή στήριξης και άρα, νέες δεσμεύσεις λιτότητας».
Χωρίς «νέες δεσμεύσεις λιτότητας», λοιπόν. Καταρχήν, τι θα γίνει με τις παλιές «δεσμεύσεις λιτότητας»; Τι θα γίνει με τους 1.000 περίπου «παλιούς» μνημονιακούς νόμους λιτότητας, αντιδραστικών παραγωγικών και κοινωνικών αναδιαρθρώσεων;
Στο άρθρο δεν γίνεται καμία αναφορά σε αυτό το μείζον κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα. Αντίθετα, υπόσχεται για το μέλλον μια διαπραγμάτευση «εξόδου» με τρεις θολούς άξονες: α) «αναρρύθμιση της αγοράς εργασίας», β) «ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων» και γ) «στήριξη των κοινωνικών στρωμάτων που έχουν υποστεί τις μεγαλύτερες συνέπειες από την πολυετή λιτότητα».
Λεκτικές φούσκες αντί για σαφείς δεσμεύσεις! Τι σημαίνει «αναρρύθμιση της αγοράς εργασίας», όταν δεν μιλάς καθόλου για την κατάργηση της νεοφιλελεύθερης «ευελιξίας της αγοράς εργασίας»; Τι σημαίνει «ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων», όταν εσύ ο ίδιος έχεις βάλεις στο γύψο το δικαίωμα στην απεργία; Τι σημαίνει «στήριξη των κοινωνικών στρωμάτων που έχουν υποστεί τις μεγαλύτερες συνέπειες», όταν έχει μειωθεί το μέσο εισόδημα για όλη την εργατική τάξη και τα μεσαία στρώματα κατά 30 – 40%, ακόμη και 50%;
Αντίθετα, για το κεφάλαιο και εδικά το μεγάλο, ο Αλ. Τσίπρας είναι πιο σαφής. Η κύρια υπόσχεσή του είναι η «μείωση των επιτοκίων δανεισμού» και η «πρόσβαση σε πόρους», μέσα σε ένα καλύτερο «επενδυτικό περιβάλλον», μετά από την «έξοδο από τα μνημόνια καθαρά, δηλαδή χωρίς πιστοληπτική γραμμή στήριξης».
Το πρόβλημα δεν είναι μικρό για το ελληνικό κεφάλαιο. Το μεγάλο κόστος δανεισμού είναι αποτρεπτικό για την καπιταλιστική ανάπτυξη. Οι ελληνικές επιχειρήσεις δανείζονται με επιτόκια μεταξύ 5 – 6%, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος κινείται κοντά στο 2,5%.
Πώς θα έρθει η μείωση των επιτοκίων; Ποιος «θα την πληρώσει» κοινωνικά; Θα γίνει σε βάρος της κερδοφορίας των τραπεζών ή σε βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας;
Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό. Αφορά την κατάσταση των ελληνικών τραπεζών, των οποίων το κύριο πρόβλημα είναι το βάρος των «κόκκινων δανείων».
Η μείωση των επιτοκίων δεν πρόκειται να έρθει από την «έξοδο στις αγορές» για δανεισμό, διότι σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να επιτευχθούν καλύτερα επιτόκια από αυτά που δίνει η «πιστοληπτική γραμμή στήριξης» από την ΕΚΤ.
Η μείωση των επιτοκίων επιδιώκεται να έρθει μέσα από την αντιλαϊκή έξοδο των τραπεζών από την κρίση τους. Δηλαδή, μέσα από το τεράστιο κύμα πλειστηριασμών της μικρομεσαίας περιουσίας και των κατασχέσεων λογαριασμών της εργατικής οικογένειας, σε συνδυασμό με το χάρισμα των δανειακών υποχρεώσεων των υπερχρεωμένων μεγάλων επιχειρήσεων, την αντιδραστική αναδιάρθρωσή τους με απολύσεις και τον έλεγχό τους από τα ξένα κεφάλαια.
Για όλα αυτά, δε λέει ούτε μια λέξη ο «εναντίον της κοινωνικής ελίτ» πρωθυπουργός μας!
Έχει, όμως, το θράσος να παραδέχεται ότι η μείωση των επιτοκίων «άλλωστε συμβαίνει ήδη από σήμερα, καθώς πολλές ελληνικές επιχειρήσεις τους τελευταίους μήνες δανείστηκαν με πολύ χαμηλά επιτόκια». Προφανώς μιλά για το μεγάλο κεφάλαιο, για τους ελληνικούς πολυεθνικούς και πολυκλαδικούς ομίλους: «Τους τελευταίους μήνες Μυτιληναίος, Μότορ Όιλ, ΟΠΑΠ κ.ά. έχουν αντλήσει μέσω της διάθεσης ομολόγων περίπου 1 δισ. ευρώ, εκδόσεις που ολοκληρώθηκαν με μεγάλη επιτυχία. Οι εκδόσεις πέτυχαν επιτόκιο κοντά στο 3% –Μυτιληναίος (3,10%), της Μότορ Όιλ (3,25%) και της ΟΠΑΠ (3,5%)–, επίπεδο κατά πολύ χαμηλότερο των επιτοκίων δανείων που προσφέρουν οι εγχώριες τράπεζες» (Καθημερινή, 5/9/17).
Και στο τέλος, ο πολλά υποσχόμενος «στρατηγός της Αριστεράς», εμφανίζει μια φοβερή σύλληψη για τη «νέα αριστερή στρατηγική»:
«Η καθαρή έξοδος με ρύθμιση του χρέους λοιπόν θα μας επιτρέψει να μετακινηθούμε εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου και των δεδομένων περιορισμών του, για να το πω σχηματικά, από το δεξιό στο αριστερό άκρο. Ενώ ταυτόχρονα θα δίνουμε τη μάχη με τις προοδευτικές δυνάμεις στην Ευρώπη και για τη διεύρυνση του ίδιου του πλαισίου».
«Μια εξαιρετικά δύσκολη ομολογουμένως υπόθεση», παραδέχεται ο στρατηγός, «καθώς οι οπαδοί της σιδηράς δημοσιονομικής πειθαρχίας, αν και αποδυναμωμένοι, δίνουν ακόμα τον τόνο». Αποδυναμωμένοι; Και ο Όλαφ Σόλτς, ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας που συνεχίζει άκαμπτα τη «σιδηρά δημοσιονομική πειθαρχία» του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε; Και ο Μακρόν, που υπερακοντίζει σε νεοφιλελευθερισμό ακόμη και τον Σαρκοζί; Ή μήπως θα βρει συμμάχους στην Αυστρία και την Ουγγαρία των ακροδεξιών και των νεοφασιστών; Ή στην Ισπανία του Ραχόι, που στέλνει στη φυλακή ακόμη και τους αστούς Καταλανούς, ενώ και ο «φίλος» Ρέντσι πετάχτηκε στον κάλαθο των εκλογικών αχρήστων;
Αυτή είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση του χθες, του σήμερα και του αύριο.
Είναι τόσο δογματικός ο στρατηγός – πρωθυπουργός, που επιμένει στο δόγμα «μένουμε Ευρώπη», περισσότερο και από τον Μητσοτάκη. Γράφει: «Ισχυρίζομαι με δυο λόγια ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, ανεξάρτητα από το αν μας αρέσει ή όχι, αποτελεί σήμερα το πιο πρόσφορο πεδίο της πάλης, ταξικής και πολιτικής. Και σε αυτό το πλαίσιο οφείλουμε να χαράξουμε τη πολιτική μας, αν θέλουμε να έχουμε νίκες για τις κοινωνικές δυνάμεις που ως Αριστερά εκπροσωπούμε και όχι διαρκείς και ηρωικές ήττες».
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι «το πιο πρόσφορο πεδίο της πάλης, ταξικής και πολιτικής» για το κεφάλαιο, για την αντίδραση, για το νεοφιλελευθερισμό, την ακροδεξιά και το νεοφασισμό. Σίγουρο πεδίο για «διαρκείς και ηρωικές ήττες» της Αριστεράς και του λαϊκού κινήματος.
Κοινωνικές εργατικές και λαϊκές κατακτήσεις μπορούν να επιτευχθούν παρά και ενάντια στην ΕΕ με κατεύθυνση αποδέσμευσης από αυτήν.
Ο Αλέξης Τσίπρας δεν κάνει τίποτε άλλο από το να επαναλαμβάνει το μόνιμο κλισέ της αστικής πολιτικής οικονομίας: «ανάπτυξη της πίτας των κερδών για να πάρουν κι ένα κομμάτι οι εργαζόμενοι».
Η δομική κρίση του κεφαλαίου στην εποχή μας, δεν επιτρέπει ούτε καν αυτό. Δεν μπορεί να είναι και οι δυο ικανοποιημένοι, και τα κέρδη και ο μισθός.
Η «νέα εποχή» που υπόσχεται ο Τσίπρας στο άρθρο του, δεν θα έρθει εάν η «Αριστερά» του είναι στο «τιμόνι» αντί της Δεξιάς του Μητσοτάκη, αλλά εάν θα τεθεί στο τιμόνι της πολιτικής και κοινωνικής πάλης ένα συνολικό, νέο και ενωτικό σχέδιο για τον κομμουνισμό της εποχής μας, που θα προσδώσει στο εργατικό κίνημα το ρόλο που του αξίζει: ένα κίνημα που ανατρέπει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων.
Που θα αναδείξει τους πραγματικούς δύο πόλους: Το κοινωνικό στρατόπεδο της ρήξης απέναντι στην «Κοινωνική Συμμαχία» της υποταγής, των ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ – εργοδοτών – ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ. Το μετωπικό μαχητικό κίνημα της πολύμορφης εργασίας απέναντι στο μετωπικό κίνημα της πολύμορφης ευρωμνημονιακής αστικής αντίδρασης. Την αριστερή πολιτική συμμαχία για την ανατροπή, απέναντι στη δεξιά πολιτική συμμαχία του «μένουμε Ευρώπη», με τον ΣΥΡΙΖΑ στο «αριστερό άκρο» της.
Οι διεργασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη μέσα στη μαχόμενη και κυρίως, μέσα στην κομμουνιστική Αριστερά, μέσα από πολύπλοκους και δύσκολους δρόμους, θα αναδείξουν με αυτοπεποίθηση αυτή την προοπτική.