Οφείλω να πω εξ αρχής πως λατρεύω το συνολικό έργο αλλά και την περσόνα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, θεωρώντας τον κόσμο που έπλασε, να ίσταται όντως επί ξηρού ακμής ή στο όριο μεταξύ της ανθρώπινης και της «θεϊκής» ή «φυσικής» ή «τελείας» δικαιοσύνης.
Με όχημα την Παπαδιαμάντια γλώσσα, ήτοι μια γλώσσα με στοιχεία των ελληνικών του Ευαγγελίου και όχι τα «επίσημα» του ελληνικού κράτους, σε συνδυασμό με τα ομιλούμενα στη δημοτική κατά περιοχή, δηλαδή με τις ντοπιολαλιές τους, το σύμπαν του ξεφεύγει από την ηθογράφηση της επαρχίας, της Σκιάθου ή αλλού, των αρχών του τέλους του 19ου και των αρχών 20ου αι. και παίρνει βαθύτερες ποιητικές, υπαρξιακές και ανθρώπινες διαστάσεις, σχεδόν σουρεαλιστικές, πάνω από τα γήινα δηλαδή, τόσο ώστε οι ιστορίες του να αντέχουν στο χρόνο και να δικαιώνονται διαρκώς από τους εκάστοτε καλλιτέχνες.
Τόσο σύγχρονος, τόσο μοντέρνος, τόσο μετα-μοντέρνος που ακυρώνει τις βαρύγδουπες αυτές φορμαλιστικές καλλιτεχνικές έννοιες και ρεύματα.
Η «Φόνισσα» θεωρείται και ορθά ως ένα από τα σημαντικότερα έργα του.
Το έργο διαβάζεται ως μία εκκλησιαστική τελετουργία, ο λόγος του Παπαδιαμάντη μυρίζει όντως λιβάνι και λουλούδια επιταφίου.
«Ώρα ήτο ως δύο μετά τα μεσάνυκτα, νυξ ασέληνος, αστροφεγγής. Αρχάς Μαΐου, δευτέραν εβδομάδα μετά όψιμον Πάσχα. Η εξοχή ευωδίαζεν, η αύρα εμυροβόλει».
Η Φόνισσα λοιπόν, η Φραγκογιαννού που βρέθηκε στα στερνά της «εις το ήμισυ του δρόμου μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης».
Η Φόνισσα που αναφέρεται στο κείμενο ως κορίτσι, γυναίκα, μάνα, σκλάβα, δούλα, δουλεύτρια, από έναν συγγραφέα του 19ου και των αρχών του 20ου αι.
Έχει καμία σημασία που δεν γνώριζε ο Παπαδιαμάντης την λέξη «φεμινισμός»;
Έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία εάν τον διαβάζουμε «φεμινιστικά» ήτοι υπό τη σύγχρονη έννοια της «έμφυλης βίας», της ενσωματωμένης υποσυνείδητα στο γυναικείο ψυχισμό πατριαρχίας ή των σημερινών υπολειμμάτων της;
Έχει κανένα νόημα να προσδώσουμε σήμερα μετά από 120 χρόνια έναν τέτοιο προσδιορισμό στο έργο του; Η ακόμα να αρνηθούμε την πεντακάθαρη θέση που παίρνει ο ίδιος για τα «πάθια» των γυναικών της γενιάς του;
Αναφέρεται στο κείμενο σχετικά με την μόρφωση των κοριτσιών, δια χειρός του:
«Η κυρά δασκάλα πολλά γράμματα δεν τα εδίδασκεν, ακόμη ολιγώτερα χειροτεχνήματα, αλλά μόνον τα εμάνθανε να “λάβουν θάρρος” και να μην κάνουν “σαν σκιασμένα” και σαν “βουνίσια”, και εκήρυττεν ότι ήτο καιρός πλέον να “χειραφετηθώσιν”».
Γι’ αυτό και το έργο φαίνεται να παραμένει σύγχρονο. Σα να μην έχουν «τελειωμό τα πάθη του κόσμου των γυναικών».
Προσωπικά είχα μαγευτεί με την θεατρική του μεταφορά το έτος 2000 σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη και την Λυδία Κονιόρδου στο ρόλο της «Χαδούλας» – «Φραγκογιαννούς» ή «Φόνισσας» ή «Πνίχτρας».
Και κατόπιν το 2012 παρακολούθησα πάλι εκστασιασμένη την εκδοχή του Στάθη Λιβαθινού με την Μπέτυ Αρβανίτη σε μια χωμάτινη Φραγκογιαννού.
Αλλά με είχε συγκλονίσει και περίπου το 2011, όταν άκουσα την ραδιοφωνική του απόδοση από την μεγάλη Κατίνα Παξινού, που το είχε ηχογραφήσει στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 – αρχές του ‘60, (δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς) για το τότε ΕΙΡ.
Στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για μια ολοκληρωμένη κινηματογραφική μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη από την Εύα Νάθενα που είναι και η σκηνογράφος και ενδυματολόγος του έργου (άλλωστε ως έτσι είναι περισσότερο γνωστή στον καλλιτεχνικό χώρο) σε σενάριο της έμπειρης Κατερίνας Μπέη.
Οφείλω να καταθέσω εκ προοιμίου ότι με συνεπήρε κυριολεκτικά η ποιητική απόδοση του αφηγήματος του Παπαδιαμάντη στην κινηματογραφική γλώσσα και δεν διέκρινα οτιδήποτε απ’ όσα περιείχε η ταινία να απέχει εννοιολογικά, αισθητικά και κατά το ήθος από το περιεχόμενο του έργου.
Η φράση του Ελύτη που η σκηνοθέτης χρησιμοποιεί στην αρχή της ταινίας της, βρίσκει ακριβώς την καρδιά της δημιουργίας του Σκιαθίτη κοσμοκαλόγερου:
«Μια μέρα το παρελθόν θα μας αιφνιδιάσει με τη δύναμη της επικαιρότητάς του. Δεν θα έχει αλλάξει εκείνο, αλλά το μυαλό μας».
«Αυτόκλιτη τιμωρός της κοινωνικής αδικίας, διεστραμμένη εγκληματική φύση, αντάρτισσα οργισμένη απέναντι στο Θεό – τί είναι εν τέλει η Φραγκογιαννού, η Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη;
Συμπάσχει με το θύμα ή με το θύτη ο συγγραφέας, ταυτίζεται «ιδεολογικά» με την ηρωίδα του ή προβληματίζεται, όπως ο Ντοστογιέφσκι, με το Κακό, με την άβυσσο της ανθρώπινης ύπαρξης – πάντα βέβαια (κάτι που δεν πρέπει ποτέ να το ξεχνά ο αναγνώστης) από την αμετακίνητη σκοπιά του πιστού της Ορθοδοξίας.
Το πιο γνωστό και για πολλούς το κορυφαίο έργο του μεγάλου Σκιαθίτη, προκάλεσε όσο κανένα άλλο τόσες αντιλεγόμενες ερμηνείες και τόσες συζητήσεις που δεν έχουν κοπάσει ως τις μέρες μας – ένδειξη τουλάχιστον της πνευματικής αντοχής του μέσα στη διαδρομή του χρόνου».
Λιτή και ουσιαστική η αναφορά στο οπισθόφυλλο των εκδόσεων Νεφέλη του 1988.
Το έργο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Παναθήναια, από τον Ιανουάριο έως τον Ιούνιο 1903 σε 17 συνέχειες. Έχει μεταφραστεί στ’ αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά, βουλγαρικά, ρουμάνικα, καταλάνικα, δανέζικα κ.α.
«Η Χαδούλα, η λεγόμενη Φράγκισσα, ή άλλως Φραγκογιαννού, ήτο γυνή εξηκοντούτις, καλοκαμωμένη, με αδρούς χαρακτήρες, με ήθος ανδρικόν και με δύο άκρας μύστακος άνω των χειλέων της. Εις τους λογισμούς της, συγκεφαλαιούσα όλην την ζωή της, έβλεπεν ότι ποτέ δεν είχε κάμει τίποτα ειμή να υπηρετεί τους άλλους».
Με αυτά τα λόγια, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αρχίζει την περιγραφή του για τη Φραγκογιαννού, μια γυναίκα που υπέφερε όπως όλες οι φτωχές γυναίκες γύρω της και έφθασε να πιστεύει ότι, σκοτώνοντας μικρά κορίτσια, τα απαλλάσσει από τη φρικτή τους μοίρα.
Η Εύα Νάθενα μεταφέρει τη δράση στο σκληρό τοπίο της Μάνης αντί στο πιο ήπιο της Σκιάθου όπου τα περβόλια με τα λεμονοπορτόκαλα και τους ελαιώνες που αναφέρονται στο διήγημα, εναλλάσσονται με το βουνό και τα θαλασσινά βράχια και το τέλος της Φραγκογιανούς επέρχεται ομοίως σκληρά με πτώση από το ψηλό βράχο στη θάλασσα και όχι σχεδόν μαλακά ενώ αυτή προχωρεί μέσα στη θάλασσα βουλιάζοντας στην άμμο, που την σκεπάζει σταδιακά.
Πέτρινο τοπίο, πέτρινα πρόσωπα, πέτρινες ψυχές, ένας άχαρος κόσμος. Αυτός είναι κατά τη Νάθαινα και την Μπέη ο κόσμος του Παπαδιαμάντη, ο κόσμος των γυναικών του και των φτωχών. Μην ξεχνάμε ποτέ ότι μιλάει για τους φτωχούς που δεν έχουν να προικίσουν πολλές θυγατέρες. Κι έτσι γίνονται βρόγχοι στο λαιμό της οικογένειας και τον δικό τους.
Ας σκεφτούμε δε πως ο Παπαδιαμάντης καταγγέλλει ουσιαστικά το θεσμό της προίκας 80 χρόνια πριν τη νομοθετική κατάργησή του (το 1983 από την πρώτη κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου)
Ομοίως μπορούμε να σημειώσουμε ότι ποιητική και σκηνοθετική αδεία δεν ξεκινάει το έργο με το φόνο της εγγονής της αλλά ολοκληρώνεται με αυτόν.
Στην κινηματογραφική μεταφορά δίνεται κεντρικός ρόλος στη «σκληρή» μητέρα της Φραγκογιαννούς που την επισκέπτεται ως «φάντασμα» δηλαδή ως μέρος της ένοχης συνείδησής της και την κατηγορεί «πως ψήλωσε ο νους της». Παράλληλα γίνεται μια ψυχαναλυτικού τύπου σύνδεση των πράξεων της γριάς Χαδούλας με το ρόλο που έπαιξε στη ζωή της η μητέρα της που κι αυτή είχε ν’ αντιμετωπίσει μια σκληρή ζωή, γνώριζε δε τα μυστικά των βοτάνων, ήταν εμπειρική γιάτρισσα που τη δίδαξε την τέχνη της, της έσιαξε το προξενιό, της καθόρισε τη μοίρα.
Το σωματοποιημένο τραύμα της μάνας κληρονομείται από την κόρη.
Όμως όλα αυτά εμπεριέχονται με τον τρόπο τους στο πρωτότυπο αφήγημα και όπως είναι φυσικό αντανακλώνται πάνω στο παραδομένο, παλιό αφήγημα, η νέα γνώση και η νέα συνειδητότητα.
Η απόδοση όμως εικαστικά της σκληρότητας, όπως είναι η παιδοκτονία ή η γυναικοκτονία και η κακοποίηση των αδυνάτων, με ποιητικό τρόπο και οι ερμηνείες και τα πρόσωπα και τα ρούχα που είχαν ενδυθεί, κατόρθωσαν οι συντελεστές της ταινίας να γίνουν ένα με το τοπίο και το δικό μας συναίσθημα να ακολουθεί ομοίως σα γητεμένο, έναν κόσμο που ούτε ουσιαστικά ούτε καλλιτεχνικά μας ήταν ξένος. Κι όμως αυτή η σκληρότητα και το διαγενεακό τραύμα μεταφέρονται στην οθόνη σχεδόν τρυφερά και συμπονετικά. Όπως άλλωστε μεταχειρίζεται και ο Παπαδιαμάντης τις μορφές του.
Κι αυτή ήταν η επιτυχία μιας ταινίας φτιαγμένης κυρίως από γυναίκες που έως το τέλος του 2023 είχε κόψει 250.000 εισιτήρια .
Εξαιρετικό φυσικά όλο το καστ των ηθοποιών:
|
Όλγα Δαμάνη, Στάθης Σταμουλακάτος, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Μαρία Πρωτόπαππα, Έλενα Τοπαλίδου, Πηνελόπη Τσιλίκα, Γεωργιάννα Νταλάρα, Χρήστος Στέργιογλου, Δημήτρης Ήμελλος, Χριστίνα Μαξούρη, Αγορίτσα Οικονόμου, Μιχάλης Οικονόμου, Βερόνικα Δαβάκη, Νίκη Παπανδρέου, Μάνια Παπαδημητρίου, Μαρία Σκουλά, Γιάννης Τσορτέκης, Γαλήνη Χατζηπασχάλη. Όμως η ερμηνεία της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη νομίζω ότι θα μείνει στην ιστορία του ελληνικού σινεμά. Η απόδοση της Χαδούλας της υπήρξε πρωτεϊκή, αρχετυπική, γήινη και πέραν του κόσμου τούτου. Σε συνδυασμό δε με την σχεδόν μεταφυσική παρουσία της Μαρίας Πρωτόπαπα στο ρόλο της μητέρας (της Δελχαρώς), έδωσαν ουσιαστικά σάρκα και οστά στις ηρωίδες τόσο του Παπαδιαμάντη όσο και της Νάθαινα.
«Ω! να το προικιό μου! είπε. Αυταί υπήρξαν αι τελευταίαι λέξεις της. Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατο εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης». Έτσι τελειώνει το διήγημά του ο Σκιαθίτης κι εμείς ας κρατήσουμε για το τέλος πάλι τα λόγια του Οδ. Ελύτη: |
« Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδερφοί, όπου και να θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη».
Υ.Γ. Σε πολλά νησιά του Αιγαίου, όπως και στη Σκόπελο, υπήρχε ο θεσμός της πρωτοκόρης ή κανακάρας με τον οποίο η πρώτη από τις κόρες μιας οικογένειας λάμβανε με προικοσύμφωνο (με αξία συμβολαιογραφικής πράξης) το πατρικό σπίτι ‘’αρματωμένο’’. Ο θεσμός αυτός εξελίχθηκε με την προικοδότηση όλων των κοριτσιών ενόψει του γάμου τους και ίσχυε και στη Σκιάθο τουλάχιστον από τον 17ο αιώνα όπως προκύπτει από το προικοσύμφωνο «τυπικής συντάξεως του νοταρίου» το 1653 που το κείμενό του δημοσίευσε ο Τρύφων Ευαγγελίδης (1863- 1941) στο βιβλίο του «Η νήσος Σκιάθος και η περί αυτής νησίδες» (1913, σελ. 66-67) και πρέπει σήμερα να φυλάσσεται στην Ιερά Μονή του Ευαγγελισμού.
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης σ’ ένα άρθρο του την πρωτοχρονιά του 1938 στη Νέα Εστία με τίτλο «Ένας άγραφος γυναικείος νόμος και η ‘Φόνισσα’ του Παπαδιαμάντη» δίνει συνταρακτικές λεπτομέρειες για τα δεινά που επέφερε ο θεσμός της προίκας. Καταλήγει δε με την ‘’επανάσταση’’ εναντίον του απαράδεκτου θεσμού των Σκοπελιτών στις αρχές του 19ου αιώνα.
Στα 1809, ο δυναμικός Σκοπελίτης και τελευταίος επίσκοπος Σκιάθου και Σκοπέλου Ευγένιος Οικονόμου, που χειροτόνησε και τον πατέρα του Παπαδιαμάντη Αδαμάντιο, σε συνεννόηση με τους κατοίκους και τους δημογέροντες των νησιών, ζήτησε πιθανότατα απ’ το Πατριαρχείο να καταδικάσει τον θεσμό της προίκας, όπως και έγινε με το ‘’Διάταγμα περί προικού’’ του πατριάρχη Ιερεμία και αργότερα του Κύριλλου Στ’…
… Ώσπου, στις 10-1- 1836, στα χρόνια του Όθωνα, οι δημογέροντες της Σκοπέλου υπέβαλαν στη Γραμματεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης πρακτικό υπογεγραμμένο από το λαό όπου ζητούσαν την κατάργηση του εθίμου, που, παρόλα αυτά συνεχίστηκε…
Σ’ αυτό το έγγραφο πάντως αποκαλύπτονται οι βρεφοκτονίες των θηλυκών που γινόντουσαν τότε, τουλάχιστον στο νησί…:
«Τα πολυειδή δυστυχήματα, πολιτικά και ηθικά, οίον απάνθρωπος μισοτεκνία των γονέων προς τα θηλυκά, τα οποία αισχύνεται η δημογεροντία να εκφράση…Αι μυστικαί βρεφοκτονίαι των θηλυκών, αδιάλειπτοι έριδες και μίση των ανδρογύνων όταν γεννήσσωσι θηλυκά, όλα αποτελέσματα και καρποί της διαληφθείσης τοπικής ταύτης συνηθείας, είναι εύλογοι αφορμαί και ισχυροί λόγοι, οι οποίοι ηνάγκασαν τους δυστυχείς και αξίους ελέους δημότας της νήσου ν’ αποφασίσωσι την κατάργησιν αυτής».