«Άκουσα ανάμεσα στους παφλασμούς των κουπιών, τις φωνές, τους καυγάδες
των αρχηγών, για λάφυρα που δεν είχαν ακόμη συναχτεί, για τίτλους
που δεν είχαν ακόμη θεσπιστεί. Κι είδα στα μάτια τους
το μίσος για όλους, τ’ άγριο πάθος των πρωτείων,
και μέσα μέσα, όπως στο βάθος σκοτεινής σπηλιάς ανίσχυρη πυγολαμπίδα,
είδα και τη δική τους μοναξιά. Πίσω απ’ τα γένια τους
σπίθιζε ολόγυμνη η μοίρα τους, σαν πίσω απ’ τα γυμνά κλαδιά ενός δάσους
μια στεγνή πεδιάδα στο φεγγαρόφωτο, σπαρμένη μ’ άσπρα κόκαλα.
Κι ήταν σα μια ευτυχία η γνώση αυτή – μια άφεση,
μια κατευναστική παραδοχή, μια αδρανής ευφροσύνη
απ’ την αφή του αιώνιου και του τίποτα…» [1]
Όταν συναντάς και μεταλαμβάνεις τέτοιους στίχους, νιώθεις ολομόναχος, ανίσχυρος, «ένοχος» και ταυτόχρονα ευτυχής, πλήρης. Προνόμιο που μόνο η μεγάλη τέχνη, μόνο οι μεγάλοι δημιουργοί, όπως ο Ρίτσος προσφέρουν.
Η «Τέταρτη διάσταση», με τις δέκα εφτά ξεχωριστές ποιητικές συνθέσεις, μοναδικά κείμενα- προκλήσεις για ερμηνευτική πραγμάτωση, συγκαταλέγεται στις κορωνίδες της παγκόσμιας ποίησης του 20ου αιώνα. Αποτελεί τη συγκλονιστικότερη παρακαταθήκη του ποιητή, είναι η σύνοψη όλων των έργων του – σύμφωνα με τον ίδιο.
Είναι ποίηση και θέατρο ιδεών και γλώσσας. Η ανθρώπινη περιπέτεια, η αναγνώριση και το πάθος της, καθορίζονται από υπέρτερες δυνάμεις, ανεξάρτητα από τη γυναικεία ή την ανδρική φύση. Τα πρόσωπά της είναι παιδιά της ιστορίας που ανταμώνουν και με την προϊστορία και τη μεθιστορία.
Η ομορφιά, ο πόθος, η εξουσία, η δόξα, τα γηρατειά, το ανεκπλήρωτο, η δικαιοσύνη, όλα όσα συνθέτουν το δίχτυ της ανθρώπινης μοίρας, εκτίθενται ανάδρομα με όχημα τη γλώσσα. Με κείνη τη μεγαλειώδη γλώσσα του ποιητή, που συναντά το μύθο, που εξυφαίνει και πλέκει τις μικρές μας ζωές, τις δικές μας σιωπές.
Η αλήθεια είναι ότι η ποίηση- αν καταφέρεις να εισχωρήσεις στο σώμα της- σε ξεβολεύει, σου ανατρέπει τα καθιερωμένα, τα πρόδηλα , σε «φορτώνει». Και παρά τον ολοκληρωτικό βομβαρδισμό που τεμαχίζει και διχάζει πρόσωπα και κοινωνικές τάξεις, αυτή εξακολουθεί να στέκεται και να εκφράζει την ανθρώπινη περιπέτεια και πάθος κόντρα στη δυστοπία του ορίζοντα.
Περιθώρια για πολλά ερωτήματα, αμφιβολίες και διλήμματα- που αναδύονται μέσα απ’ την καθηλωτική μαγεία του λόγου- προσφέρουν στον αναγνώστη, στο μελετητή και ερμηνευτή οι «γυναικείοι» και «ανδρικοί» μονόλογοι της «Τέταρτης διάστασης». Οι μονόλογοι αυτοί αφορούν σε πολλαπλούς διαλόγους με το προσωπικό σύμπαν του «ήρωα» αλλά και με το σύμπαν του κόσμου που εισβάλλει μέσα του.
Τα διερωτήματα και οι συνακόλουθες αμφιβολίες που προκύπτουν απ’ τη μελέτη των διαλεχτών αυτών θεατρόμορφων ποιητικών αφηγημάτων δεν είναι αντίστοιχα με τα γεννήματα μιάς ανάλυσης ενός ευθύγραμμου κειμένου δοκιμιακού χαρακτήρα. Είναι προϊόντα της ποίησης , συμπύκνωση μύθου και αισθητικής, αφαίρεσης και αναγωγής, νόησης και συναισθήματος.
Έχει αυτό το προνόμιο η τέχνη, η υψηλή ποίηση. Σε κάνει να πιστεύεις, να ταυτίζεσαι με τους «ήρωες» που βασανίζονται για το αληθές και το νόημα της ύπαρξης ψάχνοντας τον μέσα και τον έξω κόσμο τους και ταυτόχρονα να αμφισβητείς εκείνους που το βρίσκουν…
– Όταν ο χρόνος περνά, τι προσφέρει η εξομολόγηση; Όταν ο χρόνος έχει τελειώσει και τα γεγονότα έχουν παρέλθει, οι ερωτήσεις, οι αξιολογήσεις, τι νόημα έχουν;
– Πως έχουμε αντέξει; Πως έχουμε ζήσει; «Με μια πέτρινη παλάμη μαύρη, βαρυά πάνω στο στήθος μας» [1] – λέει ο ποιητής.
– Πως αντιμετωπίζουμε όσους ξενιτεύτηκαν, όσους έριξαν «μαύρη πέτρα πίσω τους», όσους μπαρκάρισαν στα καράβια; Όσους γνώρισαν εκστρατείες και ναυμαχίες, όσους μόχθησαν και ίδρωσαν;
– Όσους γνώρισαν νίκες λιγοστές, σπασμωδικές και ευάλωτες; Όσους γεύτηκαν λίγα μεθύσια και σπονδές και πιο πολύ την κούραση και την αγρύπνια;
– Ποιοί είναι αυτοί που τα έζησαν όλα; Πως έγιναν όλα; Πως έληξαν; Είμαστε εμείς που τα ζήσαμε ή εμείς που τα διαβάσαμε;
– Έχωμε αυτό το προνόμιο να αλλάζουμε την αγωνία και τον πόνο; Να σβήνουμε και να ξαναγράφουμε;
– Πόσες φορές επιτρέψαμε στην ακινησία του θανάτου να εισβάλει στις φλέβες μας, να θολώσει το βλέμμα μας, να ακυρώσει την ευαισθησία , τη μνήμη μας;
– Ποιοί είναι οι ένοχοι, ποιοί οι αθώοι, ποιά εξουσία και σκοπιμότητα; Όταν «πάντοτε οι αθώοι έχουν το ύφος του ενόχου- το ξέρετε κι εσείς». [2]
– Τι έχωμε να θυμόμαστε, τι είναι δικά μας, τι ξένα; Γιατί έκλεισαν τα μονοπάτια, γιατί κι όταν ακόμα υπήρχαν δειλιάσαμε να τα διαβούμε; Τι αφήσαμε στη μέση, στην τύχη; Κι έγιναν όλα χωρίς εμάς.
– Γιατί μείναμε πίσω μετανιωμένοι ή αμετανόητοι; Ταπεινωμένοι ή αλαζόνες; Πόσες καινούργιες λέξεις, πόσα κλειστά βιβλία μας πολιορκούν, χωρίς να τα αντιμετωπίζουμε, χωρίς να τα αρθρώνουμε;
– Γιατί γίναμε ξένοι από δικοί, αναβλητικοί, με άλλα ονόματα, με αλλότρια φώτα ;
– Γιατί,
«Λίγο λίγο τα πράγματα χάσαν τη σημασία τους, αδειάσαν
και τα λόγια-πάντοτε κούφια- σαν τα πανένια σακούλια,
σαν τις λινάτσες των εμπόρων;» [3]
– Πόσες μνήμες θαμμένες στη λησμοσύνη, χτύποι που δεν ακούγονται απ’ τις πολλές επαναλήψεις, οι σφυγμοί και η αναπνοή που ελαττώνονται, πόσες απατηλές ευτυχίες;
– Τι έχωμε να μετράμε εμείς οι επίγονοι; Μόνο πληγές από αόρατες μάχες, από μάχες που δεν δόθηκαν, ορφανοί από τα αντίβαρα της περηφάνιας; «Κι έχουμε, ναι, κι εμείς τις πληγές μας σ’ άλλο σημείο του σώματος / πληγές αθώρητες, χωρίς το αντίβαρο της περηφάνιας και του αξιοσέβαστου αίματος του χυμένου ορατά, σε ορατές μάχες, σε ορατά αγωνίσματα». [4]
– Θα παραμένουμε εσαεί «άδοξοι ποιητές», πληγωμένοι «ανάξιοι εραστές», μοιραίοι ομφαλοσκόποι, ικέτες του μέλλοντος για δικαίωση και αναγνώριση;
– Όλα τέλειωσαν, όλα έληξαν, όλα πήραν το δρόμο τους; «Τώρα που το δράμα τέλειωσε- δεν έχουμε πιά θεατές και ακροατές / Η αλλαγή ακατόρθωτη πιά, κι η μεταμφίεση άδεια από κάθε σημασία;» [5]
– Κι όμως, «γδαρμένα δάχτυλα από την πλύση, από τη σκάφη» [6]- κινούνται ανυπάκουα, ατίθασα «με ‘κείνη τη γυμνή χαρά της θελημένης στέρησης, με ‘κείνο το εξαίσιο ψύχος της άρνησης» [7]. Σ’ ένα τοπίο υπαρκτό, ανεξερεύνητο και ανεξέλεγκτο…
Οι αρχαιόθεμοι και συγκαιρινοί «γυναικείοι» και «ανδρικοί» μονόλογοι της «Τέταρτης διάστασης» του Γ. Ρίτσου, δεν παραπέμπουν στην εσωστρέφεια του «ψυχολογικού θεάτρου» όπως τις περισσότερες φορές διαβάζονται και ερμηνεύονται. Το βάρος της γυναικείας παρουσίας ωθεί τους περισσότερους ερμηνευτές και δασκάλους στην «πάσχουσα» συνθήκη του ψυχολογικού θεάτρου, στη φροϋδική εκδοχή, στη μεταφυσική αγωνία. Σ’ αυτό το κόσμημα της ποίησης οι υπαρξιακές ανησυχίες έχουν τη θέση τους, όμως δεν καθορίζουν αυτές το ήθος του. Ο ποιητής δεν καλλιγράφει τα εκρηκτικά εσώψυχα των ηρώων του-αντίθετα σμιλεύει εδώ την τραγωδία, συναντά τον τραγικό κλασικό λόγο, τον Ευριπίδη και καθόλου τον Φρόυντ ή τον Τ. Ουίλιαμς.
Τον Ευριπίδη, αυτόν το φιλόσοφο της σκηνής, τον άθεο με τη συναίσθηση της κοινωνικής εξάρτησης, που στηλίτευσε τον ξεπεσμό του οικογενειακού βίου εξ αιτίας της υποδούλωσης της γυναίκας, που ανάδειξε τις εξαχρειωτικές συνέπειες της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας που ακολουθούσε η επίσημη πολιτεία του καιρού του στο όνομα της δημοκρατίας.
Αυτόν που τόλμησε να προκαλέσει τη διάκριση ανάμεσα στον ελεύθερο και το δούλο, να ξεγυμνώσει τον αγιάτρευτο κόσμο της δουλοκτησίας, που ήταν η προϋπόθεση της ανόδου και της παρακμής της κλασικής Αθήνας του 5ου π.χ. αιώνα.
Αρκετοί δάσκαλοι και ερμηνευτές κατά καιρούς αναμετρούνται με την «Τέταρτη Διάσταση». Οι περισσότεροι δεν ξεφεύγουν από την ψυχολογική παγίδα. Οι εξαιρέσεις λίγες, με πιό χαρακτηριστική εκείνην του Βασίλη Παπαβασιλείου, που ξανασυναντήθηκε με την «Ελένη» μετά από δέκα χρόνια, τη σεζόν που μας πέρασε. Και μας χάρισε με ώριμο και συγκλονιστικό τρόπο, τον τραγικό, τον Ευριπίδειο χαρακτήρα της.
Όπως ο Ευριπίδης, έτσι και ο Ρίτσος, αποδομεί το ιδανικό της πολιτικής και ατομικής ταυτότητας του καιρού του (ένα ιδανικό σε κατάρρευση), και στοχεύει στον σύγχρονο, πραγματικό και τραυματισμένο άνθρωπο. Κι όπως εκείνος προτιμούσε τους γυναικείους χαρακτήρες, έτσι κι αυτός, για να δώσει λόγο στους αδύναμους, στους καθημερινούς, στους λιγότερο «ηρωικούς», στους παραπεταμένους, σε όσους ζουν στη σκιά των μεγάλων γεγονότων, όπως η Ισμήνη, η Χρυσόθεμις, η Ελένη.
Όλα τα υπόγεια νήματα που συνδέουν τον ποιητή με την τραγωδία, με την τραγωδία του σύγχρονου ανθρώπου, με τη Νέμεση της εποχής μας παραμένουν ενεργά, πότε υποδόρια και πότε φανερά.
Τα πρόσωπα της «Τέταρτης διάστασης» είναι πιο πολύ αντι-ήρωες, ούτε τολμηροί, ούτε φιλόδοξοι, ανυπεράσπιστοι, χαμηλόφωνοι, εξομολογητικοί, σχεδόν στάσιμοι και αναποφάσιστοι. Έχουν έναν φόβο, ένα κράτημα που τους δείχνει «μικρούς», αόρατους, καλυμμένους στη μοναχικότητά τους.
Βιώνουν- όντας σκεπτόμενοι και ανήσυχοι- το κόστος της συμβατικότητας, το άδειασμα της ζωής, τη διάψευση, το κενό της ερήμωσης. Και σ’ αυτή την περίπτωση, η μόνη μορφή ελευθερίας- μας λένε με τραγική συντέλεια, με συγκλονιστική παρρησία – είναι η ελευθερία της σιωπής.
Αυτή η σιωπή η λαλέουσα και εκκωφαντική, το ύστατο καταφύγιο του ευαίσθητου, του αδύναμου, του ηττημένου, του βαθειά συνειδητοποιημένου.
Ίσως γιατί η ελευθερία, να ‘ναι προνόμιο μόνον εκείνων που τα δίνουν όλα, εκείνων που δε θέλουν τίποτα για πάρτη τους. Εκείνων που επιλέγουν το «ψύχος της άρνησης, τη θελημένη στέρηση».
Οι ήρωες της «Τέταρτης διάστασης» αναμετριούνται με το χρόνο- όχι το βιολογικό, αλλά τον ιστορικό. Και οι πράξεις μέσα σ’ αυτόν, είναι που τους οδηγούν είτε στην ηθική φθορά και αλλοτρίωση είτε στη λυτρωτική «ευθανασία». Η Ελένη, η Ισμήνη, η Χρυσόθεμις, η Ηλέκτρα, η Φαίδρα, ο Ορέστης, ο Αγαμέμνων δε φοράνε το βιολογικό τους προσωπείο αλλά το ιστορικό που τους προσδιορίζει σαν τραγικούς ήρωες.
Στέκουν αδιόρατα «είρωνες» και σκωπτικοί απέναντι στον εαυτό τους και τα συμβάντα και όσο πιο πολύ συνδιαλέγονται με «κατακτήσεις», «θαύματα» και «δόξες», τόσο πιο πολύ διαχωρίζονται και αυτονομούνται.
Αντιμετωπίζουν την απώλεια ως καθημερινή συνθήκη που καθορίζεται πάντα από τον ιστορικό ορίζοντα, από την έκβαση του κάθε «μύθου». Υπαινίσσονται το περιεχόμενο της στράτευσης, το «ένας για όλους», το «όλοι για έναν», παρ’ ό,τι στέκουν παράμερα, σιωπηλοί και ανήμποροι. Και παρ’ ό,τι η στράτευση, ενσωματώνει και αυτή τη φθορά και το θάνατο, αποτελεί το προγεφύρωμα, τη συνισταμένη που ενοποιεί τα ξεχωριστά οράματα, τα ατομικά βιώματα.
Ο Ρίτσος σε όλα του τα έργα -μα πιο πολύ εδώ- επιμένει εκτός των προσώπων και στη μελέτη των υλικών αντικειμένων με την εμμονή του γλύπτη. Τα αντικείμενα -όποια και να ‘ναι- τα ξεχωρίζει, τους δίνει μιάν άλλη διάσταση, τα αποδεσμεύει από τα όριά τους, από τα υλικά τους πλαίσια (π.χ. η περικεφαλαία του Αγαμέμνονα, τα κοσμήματα της Ισμήνης, η ασπίδα του Αίαντα, τα μικροαντικείμενα, τα χρηστικά εργαλεία) και τα μετατρέπει σε σημεία ερμηνείας, σε όργανα αναμέτρησης ή συμφιλίωσης με το χρόνο, το θάνατο, τον έρωτα, τον δίκαιο ή άδικο λόγο. Συνυπάρχουν με τους ήρωες σε μιαν αδιάσπαστη ενότητα, σε μια κοινή μοίρα.
Ο Γ. Ρίτσος, ο κομμουνιστής, ο Μακρονησιώτης, ο έγκλειστος στην ποιητική «εξορία» του, ο επίμονος, ο βάρδος, μας υποβάλλει την «Τέταρτη διάσταση» γιατί γίνεται φανερό πως δεν αρκούν πλέον οι τρείς διαστάσεις. Και μας προσκαλεί να την καταχτήσουμε, στο βαθμό που αναγνωρίζουμε και τη δική μας-την προσωπική «τέφρα» – ανάμεσα στην καταχνιά και στη σκόνη του πραγματικού χρόνου.
«Ας σηκώσουμε τώρα αυτή τη λήκυθο με την υποτιθέμενη τέφρα μου
η σκηνή της αναγνώρισης θ’ αρχίσει σε λίγο.
Όλοι θα βρούν σ’ εμένα εκείνο που περίμεναν,
θα βρούν τον δίκαιον, σύμφωνα με τη νομοθεσία τους
και μόνο εσύ κι εγώ θα ξέρουμε πως μες σ’ αυτή τη λήκυθο
κρατάω στ’ αλήθεια την αληθινή μου τέφρα- μόνο οι δυο μας» [8]
[1] Γ. Ρίτσου, «Φιλοκτήτης»
[2] Γ. Ρίτσου, «Ισμήνη»
[3] Γ. Ρίτσου, «Ελένη»
[4] Γ. Ρίτσου, «Φιλοκτήτης»
[5] Γ. Ρίτσου, «Η επιστροφή της Ιφιγένειας»
[6,7] Γ. Ρίτσου, «Κάτω από τον ίσκιο του βουνού»
[8] Γ. Ρίτσου, «Ορέστης»