Ο Λουκάς Αναστασόπουλος, μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ, σε άρθρο του στο Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 20-21 Ιουνίου 2020[1], ασχολείται με θέσεις που αναπτύσσει το Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο στο κείμενο Εκτιμήσεις και Πρόγραμμα Πάλης για την Επιδημική και Οικονομική Κρίση[2], όπως και με τις θέσεις που παρουσιάζουν άλλες συλλογικότητες με επαναστατική και κομμουνιστική αναφορά (ΝΑΡ, Σύλλογος Κορδάτος κ.α.).
Η κριτική, ακόμη και η θεωρητική πολεμική, είναι ευπρόσδεκτη, γόνιμη και χρήσιμη για το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα. Ο διάλογος και η κριτική αποτελούν πρακτικές που απορρέουν ως ανάγκη από την πραγματικότητα του εργατικού κινήματος και ταυτόχρονα την αλλάζουν, την ωθούν σε ανώτερες, θετικές σφαίρες.
Η ενασχόληση του Λ. Αναστασόπουλου και γενικότερα του ΚΚΕ, με τις θέσεις των άλλων αριστερών και κομμουνιστικών ρευμάτων δεν έχει όμως καμία σχέση με τη γόνιμη κριτική, ούτε καν με μια προωθητική θεωρητική πολεμική. Διότι τα ρεύματα αυτά αντιμετωπίζονται ως εχθροί, ως εξαρτήματα της αστικής τάξης και όχι ως ρεύματα του εργατικού κινήματος, της κρίσης και της δυνατότητας υπέρβασής της.
Χαρακτηριστικός είναι ο τίτλος του άρθρου: «Οπορτουνιστικό ρεύμα: Πολύτιμος βοηθός στα σχέδια της αστικής τάξης». Στο οποίο, κατά τον συντάκτη, τον Ριζοσπάστη και την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, ανήκουν συλλήβδην οι προαναφερθείσες δυνάμεις. Και σε αυτό, προφανώς, δεν ανήκει το ΚΚΕ.
Έτσι, η κριτική του ξεπέφτει σε απαράδεκτους και αντισυντροφικούς χαρακτηρισμούς, σε θεωρητικές ακροβασίες και σε διαστρεβλώσεις, με δυο επιδιώξεις:
Η πρώτη είναι η ακύρωση της ανάγκης για μια ουσιαστική, συνεπή και συνεχή, αποτελεσματική και με αρχές, κοινή δράση στο μαζικό κίνημα, ενάντια στον αντίπαλο, στην αστική τάξη, για νίκες που θα ενισχύουν την αυτοπεποίθηση του μαζικού κινήματος και των αριστερών αγωνιστών.
Η δεύτερη είναι η μόνιμη «αυτοδικαίωση του Κόμματος», η έλλειψη έγκαιρης ουσιαστικής αυτοκριτικής, η οποία για το ΚΚΕ έχει έννοια μόνον μετά από τουλάχιστον μια 20ετία, όταν οι πρωταγωνιστές των προηγούμενων «λαθών» έχουν αποδημήσει, όπως ο Γιώργης Σιάντος για τη Βάρκιζα, ο Νίκος Ζαχαριάδης για τη στάση του απέναντι στον Βελουχιώτη και ο Χαρίλαος Φλωράκης για τη συγκυβέρνηση με Μητσοτάκη, Κύρκο και Ανδρέα Παπανδρέου. Άρα, χωρίς τη δυνατότητα να αμυνθούν και κυρίως, χωρίς τη δυνατότητα να διορθωθούν στην ώρα τους, ενώ οι ζώντες δικαιώνονται και παραμένουν ακλόνητοι στη θέση τους, παρά το γεγονός ότι συντάχθηκαν με αυτές τις αποφάσεις, όταν κρίνονταν.
Δεν θα αναφερθούμε εδώ στην επίθεση στις άλλες δυνάμεις. Η απάντηση είναι έργο δικό τους. Σημειώνουμε μόνον, ότι ορισμένες διαφωνίες ή διαφορετικές αντιλήψεις που έχουμε με αυτές, δεν μας εμποδίζουν από τη συντροφική υπεράσπισή τους, κάτω από τη διαπίστωση της οφθαλμοφανούς διαστρέβλωσης των θέσεών τους από τον αρθρογράφο του Ριζοσπάστη.
Ούτε θα ασχοληθούμε με το σύνολο των ζητημάτων που θέτει το άρθρο του Λ. Αναστασόπουλου, όπως για το ζήτημα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, των ΑΟΖ, της στάσης απέναντι στην «ιμπεριαλιστική ειρήνη» και τον «ιμπεριαλιστικό πόλεμο», την έξοδο από την ΕΕ κ.α. Χρειάζονται ξεχωριστή αντιμετώπιση.
Θα ασχοληθούμε μόνο με το ζήτημα της κρατικοποίησης επιχειρήσεων. Γιατί το ζήτημα της ιδιοκτησίας των μεγάλων επιχειρήσεων και της εργατικής πολιτικής σε σχέση με αυτό, είναι και θα γίνει πολύ πιο οξύ, ενόψει της βαθιάς ύφεσης που έρχεται, ενόψει των χρεοκοπιών που αναμένονται και του κινδύνου να βρεθούν στο δρόμο εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι, ενώ η πολιτική του ιδιωτικού ξεπουλήματος δημόσιων επιχειρήσεων, όπως η ΕΥΔΑΠ και άλλες, είναι στην ημερήσια διάταξη.
Οι κρατικοποιήσεις και το εργατικό κίνημα
Το Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο, στο πρόγραμμα πάλης που εξέδωσε, υποστηρίζει
Όποια μεγάλη και κοινωνικά χρήσιμη επιχείρηση χρεοκοπεί πρέπει να σώζεται, περνώντας στο δημόσιο χωρίς αποζημίωση, αντί να σώζονται τα αφεντικά τους με δάνεια και επιδοτήσεις που κοστίζουν δισεκατομμύρια ευρώ στον κρατικό προϋπολογισμό και οδηγούν σε νέο δανεισμό
Και παρακάτω
Η τέταρτη προϋπόθεση είναι ο κοινωνικός, εργατικός και δημοκρατικός έλεγχος των επιχειρήσεων και της πολιτικής από αυτούς που παράγουν τον πλούτο
Εδώ εννοείται η αναγκαιότητα να ελέγχουν οι εργαζόμενοι και η κοινωνία τις μεγάλες επιχειρήσεις γενικά και ειδικά αυτές που περνούν στο δημόσιο, δηλαδή, στο κράτος.
Αντίστοιχες ή παραπλήσιες απόψεις έχουν εκφράσει ο Συντονισμός Κομμουνιστικών Δυνάμεων, το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η ΔΕΑ, με άλλο τρόπο η ΛΑΕ, η
«Συνάντηση» κ.α., παρά τις διαφορές που υπάρχουν ως προς τον τρόπο προώθησης τέτοιων πολιτικών και κοινωνικών διεκδικήσεων, ως προς τη σχέση τους με τη στρατηγική, την τακτική κ.λπ.
Ο Λ. Αναστασόπουλος αναφέρεται σε μια αποκομμένη διατύπωση του Σύγχρονου Κομμουνιστικού Σχεδίου στο προαναφερθέν κείμενο, προσθέτοντας εκτιμήσεις πάνω σε διατυπώσεις που δεν περιλαμβάνονται σε αυτό. Γράφει ότι τα «οπορτουνιστικά ρεύματα»
Υποστηρίζουν ότι πρέπει να υπάρξει «ένα αριστερό, ριζοσπαστικό και ρεαλιστικό πρόγραμμα εργατικής και λαϊκής διεξόδου από την κρίση» το οποίο στις διάφορες διακηρύξεις του περιλαμβάνει μέτρα εκτεταμένης κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, κρατικό έλεγχο επιχειρήσεων, εθνικοποίηση των τραπεζών, έξοδο από την ΕΕ, «αναπτυξιακή και κοινωνικά δίκαιη αναθεώρηση χρεών»[3] κ.ά. […]
Εξάλλου, πρόγραμμα διαχείρισης της κρίσης δήθεν υπέρ των εργαζομένων έχει εξαγγείλει και ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως και το ΚΙΝΑΛ, πολιτική εκτεταμένης κρατικής παρέμβασης στην οικονομία ακολουθεί αυτήν την περίοδο και η ΝΔ, ενώ κρατικοποιήσεις επιχειρήσεων εφαρμόζουν και κυβερνήσεις σε χώρες της ΕΕ, μετακυλίοντας τις ζημιές στις πλάτες των λαϊκών στρωμάτων
Δεν μπορεί να διαφεύγει από το ΚΚΕ, ότι τουλάχιστον ακόμη, η κυρίαρχη αστική πολιτική είναι αυτή των νεοφιλελεύθερων ιδιωτικοποιήσεων, ειδικά με τη μορφή των ΣΔΙΤ, όπως την προωθεί η κυβέρνηση της ΝΔ. Όπως και το γεγονός, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε την κλασική πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων, ενώ ως αντιπολίτευση σήμερα, βαθιά αστικοποιημένος, αδυνατεί να ψελλίσει μια στοιχειωδώς άλλη πολιτική.
Η δε αστική, «εκτεταμένη κρατική παρέμβαση στην οικονομία» διαφέρει ουσιαστικά από την αστική κρατικοποίηση επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, κρατική παρέμβαση είναι η χρηματοδότηση επιχειρήσεων χωρίς αλλαγή της ιδιοκτησίας, όπως έγινε παλιότερα με τις τράπεζες, όπως γίνεται τώρα με την Aegean ή με τη σωτηρία της Lufthansa με 9 δισ. ευρώ στη Γερμανία.
Ταυτόχρονα, η κρατικοποίηση μεγάλων επιχειρήσεων με χρηματοδότηση – εξαγορά από τον κρατικό προϋπολογισμό διαφέρει ριζικά από την κρατικοποίηση «χωρίς αποζημίωση», όπως ο καθένας καταλαβαίνει. Στην πρώτη περίπτωση, ο λαός πληρώνει τα σπασμένα της κρίσης, την άναρχη λειτουργία της αγοράς και το περίφημο «επιχειρηματικό ρίσκο» των αφεντικών, μέσω του κρατικού προϋπολογισμού.
Το αίτημα του «περάσματος στο δημόσιο», επιχειρήσεων που παράγουν «δημόσια αγαθά», σχετίζεται με τη θέση του Μαρξ για «έλεγχο των τυφλών νόμων της αγοράς»[4] από το εργατικό κίνημα, όσο ακόμη αυτό δεν μπορεί να πάρει όλη την εξουσία και να καταργήσει την ιδιοκτησία. Έχει τη σημασία των τακτικών ρηγμάτων στους κοινωνικούς νόμους του κεφαλαίου, που ανοίγουν τους δρόμους για την επαναστατική προοπτική, όταν τίθεται σε κρίση η αστική ηγεμονία και κυριαρχία.
Πολύ περισσότερο, ο «κοινωνικός, εργατικός και δημοκρατικός έλεγχος των επιχειρήσεων» αποτελεί ποιοτικό βήμα στην κοινωνική και πολιτική κατάσταση της εργατικής τάξης: Χωρίς να κατέχει την ιδιοκτησία επιχειρήσεων, το κίνημά της μπορεί έτσι να προασπίζει την εργατική τάξη από τη φθορά στον εργασιακό χώρο και από την ασύδοτη ελαστικότητα της «ελεύθερης αγοράς εργασίας», να αποτρέπει ή να δυσκολεύει απολύσεις, να έχει λόγο και να οικοδομεί λαϊκές συμμαχίες με την πολιτική για την τιμή των προϊόντων έξω από τις άμεσες διακυμάνσεις της αγοράς και των χρηματιστηρίων (π.χ. «Ρεύμα φτηνό – ΔΕΗ για το λαό») κ.α.
Κυρίως, μπορεί έτσι να διαπαιδαγωγείται έμπρακτα η εργατική τάξη για τη δυνατότητα να πάρει όλη την παραγωγή και την εξουσία στα χέρια της. Διότι, τίποτε από όλα αυτά δεν μπορεί να μείνει σταθερό ή να εφαρμοστεί ολοκληρωτικά, χωρίς την επαναστατική κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Από αυτή τη σκοπιά, ο Μαρξ υποστήριξε το κίνημα του Όουεν στην εποχή του και εμείς σήμερα το «πείραμα» της ΒΙΟΜΕΤ, γνωρίζοντας τη μερικότητά τους.
Ο «εργατικός, κοινωνικός και δημοκρατικός έλεγχος» διαφέρει ριζικά από την κλασική, κεϊνσιανή και σοσιαλδημοκρατική πολιτική της «εργατικής συμμετοχής», όπως θα δείξουμε παρακάτω. Είναι η ασφαλιστική δικλείδα για να αντιμετωπίζεται η εξαγορά και ενσωμάτωση των εργατικών αντιπροσώπων από το κεφάλαιο και η εκτεταμένη διαφθορά στις κρατικές επιχειρήσεις, όπως έγινε στις πασοκικές ΔΕΚΟ.
Ο «εργατικός, κοινωνικός και δημοκρατικός έλεγχος» είναι η προβολή στο σήμερα, του στρατηγικού και επίκαιρου πολιτικού αιτήματος για την «κοινωνικοποίηση» των βασικών μέσων παραγωγής. Είναι, επίσης, η ασφαλιστική δικλείδα για να μην επαναληφθεί ξανά αυτό που έγινε στις μετεπαναστατικές μεταβατικές κοινωνίες που εκφυλίστηκαν και κατέρρευσαν, στην ΕΣΣΔ και τις Λαïκές Δημοκρατίες: ο σφετερισμός της ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων από το διευθυντικό στρώμα και της εργατικής εξουσίας από την κρατική και κομματική γραφειοκρατία.
Είναι το πρώτο βήμα για να περάσουμε από την εργατικού τύπου κρατικοποίηση στη δημοκρατική εργατική αυτοδιεύθυνση των επιχειρήσεων και της παραγωγής και από εδώ, στο δημοκρατικό πανκοινωνικό σχέδιο. Δηλαδή στο σοσιαλισμό, στην πρώιμη βαθμίδα του κομμουνισμού, το οποίο δεν κατακτήθηκε από αυτές τις κοινωνίες.
Υπό αυτό το πρίσμα και αφαιρετικά, στο δίλημμα «αστική ιδιωτικοποίηση ή κρατικοποίηση», ένα νέο κομμουνιστικό εργατικό κίνημα απαντά: «κοινωνικοποίηση, με πρώτο ρήγμα την κρατικοποίηση κάτω από εργατικό, δημοκρατικό και κοινωνικό έλεγχο».
Οι κρατικοποιήσεις και το ΚΚΕ
Ας εξετάσουμε τώρα ποιες είναι οι θέσεις του ΚΚΕ για το ζήτημα των κρατικοποιήσεων, για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για το ποιος ανήκει ή όχι στο «οπορτουνιστικό ρεύμα».
Υπάρχουν πολλές αναφορές, αλλά επιλέγουμε μια εξαιρετικά εύγλωττη. Σε συνέντευξη που αναδημοσιεύεται στο Ριζοσπάστη της 5ης Οκτωβρίου 2018, ο Δημ. Κουτσούμπας ερωτάται
— Πάμε σε κάτι διαφορετικό. Το οικονομικό μοντέλο που προτείνετε εσείς, η έξοδος από την κρίση είναι ποια; Εχετε μιλήσει για κρατικοποιήσεις στο παρελθόν. Κρατικοποιήσεις πού και με ποιον τρόπο;
Και ο γενικός γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής απαντά:
Κρατικοποιήσεις με βάση τη σημερινή οικονομία και κοινωνία, που λέγεται καπιταλιστική, δεν είναι κρατικοποιήσεις σε όφελος των εργαζομένων που δουλεύουν σε αυτές τις επιχειρήσεις. Ούτε είναι σε όφελος των υπόλοιπων εργαζομένων που θα έχουν υποτίθεται «κέρδος» ή εξυπηρετούνται ως υπηρεσίες, λέω αν αναφερόμαστε στην Ενέργεια ή στο νερό, στην ύδρευση. Μια καπιταλιστική κρατικοποίηση είναι το κρατικό μονοπώλιο, όπου επίσης γίνεται κερδοφορία και κερδοσκοπία με τον ιδρώτα των εργαζομένων, που δουλεύουν εκεί και αντλώντας, ματώνοντας, ιδρώνοντας τον υπόλοιπο λαό για να βγάζει απ’ την τσέπη του να πληρώσει το κάθε νοικοκυριό, είτε το ρεύμα είτε το φως είτε το ένα είτε το άλλο. Εμείς μιλάμε όχι ακριβώς για κρατικοποίηση, αυτό που λέμε κρατικό, μιλάμε για κοινωνικοποίηση, να ανήκει στην κοινωνία. Η πιο ορθή λέξη, κατά την άποψή μας, όχι λέξη αλλά και ουσία βέβαια, είναι η κοινωνικοποίηση. Κι αυτό βέβαια προϋποθέτει άλλη διακυβέρνηση, άλλους συσχετισμούς δυνάμεων, προϋποθέτει αυτό που λέμε εργατική τάξη, εργαζόμενος λαός, τα λαϊκά στρώματα να βρίσκονται πραγματικά στην εξουσία
Εδώ, στο γενικό, ο γενικός γραμματέας και το μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ συμφωνούν. Είναι και οι δυο εχθροί των κρατικοποιήσεων. Δεν τους ενδιαφέρει εάν η ΔΕΗ και η ΕΥΔΑΠ ανήκουν στους ιδιώτες ή στο κράτος. Εμφανίζονται ως οπαδοί της κοινωνικοποίησης.
Γίνονται σωστές γενικές επισημάνσεις, για το χαρακτήρα της αστικής κρατικοποιημένης επιχείρησης. Όμως ξεφεύγουν από το συγκεκριμένο. Στο όνομα της κοινωνικοποίησης η ηγεσία του ΚΚΕ αρνείται ή αποφεύγει να συγκρουστεί με τις προωθούμενες ιδιωτικοποιήσεις. Επαναλαμβάνεται το ίδιο σφάλμα με αυτό της άρνησης υιοθέτησης του αιτήματος εξόδου από το ευρώ, το 2015, στο όνομα της εξόδου από την ΕΕ και της εργατικής εξουσίας. Έτσι, το ΚΚΕ, αντί να το υιοθετήσει και να το βαθύνει, συνέπλευσε με την καταστροφολογία της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, ενισχύοντας, τελικά τότε, τον δεύτερο.
Μελετώντας το Πρόγραμμα του ΚΚΕ που ψήφισε το 19ο Συνέδριο[6] και την Πολιτική Απόφαση του 20ου Συνεδρίου[7], διαπιστώνεται ότι αναφερόμενες θέσεις για τις κρατικοποιήσεις είναι σε αρμονία με τη γενικότερη πολιτική του ΚΚΕ. Τα δυο κείμενα χαρακτηρίζονται από την πλήρη απουσία πολιτικών αιτημάτων για την κοινωνική πάλη ενάντια στην αστική πολιτική. Ασχολούνται μόνον με το πρόγραμμα στρατηγικής. Το ΚΚΕ, σήμερα, δεν έχει συγκροτημένη πολιτική τακτική.
Παλιότερα, το ΚΚΕ απέκοβε την τακτική από τη στρατηγική. Το σημερινό ΚΚΕ κάνει το ανάποδο λάθος: αποκόβει τη στρατηγική από την τακτική. Το πολιτικό πρόγραμμα τακτικής εμφανίζεται με τη μορφή συνδικαλιστικών, οικονομικών αιτημάτων στα μαζικά κινήματα. Έτσι, η κομμουνιστική επαναστατική στρατηγική εμφανίζεται μόνο στα λόγια, μόνο στα Συνέδρια. Στην πράξη, μετατρέπεται σε ένα σύγχρονο οικονομισμό και κινηματισμό που αδυνατεί να αναμετρηθεί με την πολιτική του ταξικού αντιπάλου. Η σημερινή πολιτική του ΚΚΕ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κομμουνιστικός κινηματισμός -κομμουνισμός στα λόγια, κινηματισμός στην πράξη.
Πρόκειται για τη στρατηγική και πολιτική έκφραση ενός μικροαστικού κοινωνικοπολιτικού ρεύματος που στη γλώσσα του Λένιν ονομάζεται αριστερισμός ή σεχταρισμός. Ρεύμα το οποίο δεν είναι αντιθετικό με τον οπορτουνισμό, αλλά συμπληρωματικό.
Έτσι, όταν πάμε στο συγκεκριμένο, εμφανίζεται μια τελείως αντίθετη πραγματικότητα στην πολιτική πρακτική του ΚΚΕ, όπως και σε όλα τα αριστερίστικα – σεχταριστικά ρεύματα. Στην ομιλία του στη συγκέντρωση για τη ΛΑΡΚΟ, στη Λάρυμνα της Εύβοιας, στις 5 Ιουνίου 2020, ο Δημ. Κουτσούμπας εμφανίζεται οπαδός της αστικής «κρατικής παρέμβασης στην οικονομία» και του «κρατικού έλεγχου επιχειρήσεων», την οποία καταγγέλλει ο Λ. Αναστασόπουλος:
Θα συνεχίσουμε να απαιτούμε τη χρηματοδότηση και τον εκσυγχρονισμό της επιχείρησης με ευθύνη, σχεδιασμό και έλεγχο του κράτους
Η ΛΑΡΚΟ είναι επιχείρηση στρατηγικής σημασίας, η οποία μέχρι σήμερα πλειοψηφικά ανήκει στο ελληνικό κράτος. Η παραπέρα ιδιωτικοποίησή της μεγαλώνει τους κινδύνους να φτάσει μέχρι και σε οριστικό κλείσιμο[8]
Ακόμη πιο καθαρά τοποθετείται το ΚΚΕ με την «Τροπολογία για τη ΛΑΡΚΟ και τους Εργαζόμενους» που κατέθεσε η Κοινοβουλευτική Ομάδα του στη Βουλή, στις 26 Μαΐου 2020. Εκεί, αναφέρεται συγκεκριμένα:
ΑΡΘΡΟ 2. Η διοίκηση της «ΛΑΡΚΟ» θα ασκείται από Πενταμελή Εκτελεστική Επιτροπή που θα διορίζεται απευθείας με Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργείων Οικονομικών και Περιβάλλοντος, αποτελούμενη από δύο (2) μηχανικούς παραγωγής, έναν (1) μηχανικό μηχανολογικής συντήρησης, έναν (1) μηχανικό ηλεκτρολογικής συντήρησης και έναν (1) οικονομολόγο, ενώ όλα τα μέλη πρέπει να έχουν τουλάχιστον 10ετή προϋπηρεσία στη «ΛΑΡΚΟ» […]
ΑΡΘΡΟ 4. Το σύνολο των μετοχών της «ΛΑΡΚΟ» μεταβιβάζεται αναγκαστικά στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου[9]
Με άλλα λόγια, το ΚΚΕ δεν προτείνει την «κοινωνικοποίηση» της ΛΑΡΚΟ. Προτείνει να κρατικοποιηθεί «χωρίς αποζημίωση» και να διορίσουν «απευθείας» τη διοίκησή της, οι Σταϊκούρας και Χατζηδάκης. Παρά την πολιτική απέχθειά μας για αυτά τα πρόσωπα, αυτή η πρόταση συμβάλλει, ανεπαρκώς, όπως θα δείξουμε και εν μέρει στον αγώνα των εργατών στη ΛΑΡΚΟ και γενικότερα. Παρόμοιες θέσεις έχει το ΚΚΕ για την κρατικοποίηση της ΔΕΗ και της ενέργειας και αλλού.
Σημειώνουμε ότι την Τροπολογία υπογράφει ολόκληρη η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ, με πρώτο – πρώτο το γενικό γραμματέα του, ο οποίος στην εν λόγω συνέντευξή του υποστήριζε ότι οι «κρατικοποιήσεις δεν είναι σε όφελος των εργαζομένων που δουλεύουν σε αυτές τις επιχειρήσεις».
Τι είναι οπορτουνισμός;
Ποιος είναι ο λόγος αυτής της εκκωφαντικής αλλαγής θέσεων; Πως εξηγείται αυτή η εμφανέστατη «διγλωσσία»; Τι είναι αυτό που μεσολαβεί ανάμεσα στην Ιδεολογική Επιτροπή της ΚΕ και τη συνέντευξη του Δημ. Κουτσούμπα, από τη μια πλευρά και από την άλλη, στο εργοστάσιο της ΛΑΡΚΟ; Τι είναι αυτό που αναγκάζει το ΚΚΕ να υποστηρίζει θέσεις τόσο αντιθετικές μεταξύ τους;
Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στους εργάτες και τις εργάτριες του ΚΚΕ και στον περίγυρό τους. Αυτοί καταλαβαίνουν τη ζωτική σημασία που έχει για τους ίδιους και τις οικογένειές τους το να μην ιδιωτικοποιηθεί η ΛΑΡΚΟ, το να υπάρξει «εκτεταμένη κρατική παρέμβαση» και «κρατικός έλεγχος», σε αντίθεση με την πλειοψηφία του ηγετικού στρώματος του ΚΚΕ, που διακρίνεται από βαθιές γραφειοκρατικές τάσεις.
Όταν το κυρίαρχο ηγετικό γραφειοκρατικό στρώμα έρχεται αντιμέτωπο με την εργατική βάση, αντί να υποστηρίξει με ιδεολογική και πολιτική συνέπεια τις θέσεις των Συνεδρίων του, τις κατευθύνσεις της Κεντρικής και της Ιδεολογικής Επιτροπής του, αλλάζει θέσεις με μεγάλη ευκολία, για να μη χάσει την επιρροή του στους εργάτες ώστε να μπορεί να αυτοαναπαράγεται. Πώς ονομάζεται άραγε αυτή η πολιτική πρακτική;
Κρατικοποιήσεις και εργατικός έλεγχος
Γράψαμε ότι συμφωνούμε «εν μέρει» με την Τροπολογία του ΚΚΕ για τη ΛΑΡΚΟ, διότι στο ζήτημα της διοίκησης, δεν εξασφαλίζει τον ουσιαστικό εργατικό, κοινωνικό και δημοκρατικό έλεγχο της επιχείρησης. Ναι μεν δίνει τη διοίκηση σε τέσσερις μηχανικούς και έναν οικονομολόγο, εργαζόμενους για 10 χρόνια τουλάχιστον στην επιχείρηση, αλλά αυτοί δεν ανήκουν στην εργατική τάξη που κινεί την παραγωγή της ΛΑΡΚΟ και παράγει υπεραξία. Αποτελούν είτε τμήμα της (αστικής και αντίπαλης) διεύθυνσης, είτε τμήμα της (μικροαστικής και δυνητικά συμμαχικής) ενδιάμεσης τεχνοκρατίας, ανεξάρτητα από τις πολιτικές πεποιθήσεις τους. Βέβαια, ακόμη και αν δέχονταν την τροπολογία του ΚΚΕ, οι Σταϊκούρας και Χατζηδάκης θα φρόντιζαν να διορίσουν «απευθείας» ελεγχόμενους οπαδούς της ΝΔ, ανθρώπους του κεφαλαίου και πιθανόν κάποιον φιλοΣυριζαίο ή φιλοΚΚΕ, ως μαϊντανό. Η θέση αυτή είναι πιο κοντά στο ΠΑΣΟΚ του ΄80.
Το κύριο είναι ότι η Τροπολογία του ΚΚΕ επιφυλάσσει διακοσμητικό ρόλο για τους εργάτες της ΛΑΡΚΟ. Αναφέρεται στο Άρθρο 2:
Στις συνεδριάσεις της Επιτροπής, χωρίς δικαίωμα ψήφου, μπορούν να παρίστανται πέντε εκπρόσωποι της αντιπροσωπευτικότερης συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων στην επιχείρηση, ένας από κάθε χώρο εργασίας, οι οποίοι θα ορίζονται από την οργάνωση και θα γνωστοποιούνται στον Πρόεδρο της Επιτροπής
Γιατί «χωρίς δικαίωμα ψήφου»; Γιατί «μπορούν να παρίστανται» και όχι «παρίστανται υποχρεωτικά» και «χωρίς να δεσμεύονται από το επιχειρηματικό μυστικό»; Γιατί «ορίζονται» από την «αντιπροσωπευτικότερη οργάνωση των εργαζομένων» και όχι «εκλέγονται, εναλλάσσονται και είναι άμεσα ανακλητοί από τη γενική συνέλευση των εργαζομένων»; Μπορεί έτσι να ασκηθεί ουσιαστικός δημοκρατικός έλεγχος από τους εργαζόμενους; Και γιατί δεν προνοείται η εκπροσώπηση της τοπικής κοινωνίας, η οποία εξαρτάται και δέχεται επιπτώσεις από τη λειτουργία της ΛΑΡΚΟ;
Υποστηρίζουμε ότι οι εργάτες και οι εργαζόμενοι των επιχειρήσεων πρέπει να ασκούν ουσιαστικό δημοκρατικό, εργατικό έλεγχο, με δικαίωμα ψήφου γενικά και δικαίωμα βέτο σε απολύσεις και εργασιακά ζητήματα, χωρίς να δεσμεύονται από το περιβόητο «εμπορικό μυστικό» (όρος που επέβαλε το ΠΑΣΟΚ στους «εργατικούς αντιπροσώπους» στις ΔΕΚΟ), χωρίς κανένα πρόσθετο προνόμιο ή απολαβή. Πρέπει να είναι άμεσα αιρετοί και ανακλητοί από τη γενική συνέλευση των εργαζομένων και να εναλλάσσονται σε τακτικά διαστήματα. Όλα αυτά, για να αποφεύγεται η εξαγορά και η ενσωμάτωση των εργατών.
Εδώ βρίσκεται και η ειδοποιός διαφορά του ταξικού «εργατικού ελέγχου» από τη σοσιαλδημοκρατική «εργατική συμμετοχή» της ταξικής συνεργασίας, που στην καλύτερη περίπτωση προέβλεπε για τις ΔΕΚΟ εκλογή τους από κοινοβουλευτικού τύπου, παραταξιακές και κομματικές εκλογές, καθώς και παχυλές «αποζημιώσεις», μαζί με διάφορα μπόνους, ταξίδια και άλλα δωράκια.
Παράλληλα, υποστηρίζουμε τον ευρύτερο δημοκρατικό κοινωνικό έλεγχο, μέσω εκπροσώπων του λαού της περιοχής. Ζήτημα καθόλου αμελητέο.
Κρατικοποιήσεις και νέα κομμουνιστική προοπτική
Οι διατυπώσεις της Τροπολογίας της ΚΟ του ΚΚΕ δεν είναι τυχαίες. Αποτελούν πολιτική συμπύκνωση της στρατηγικής του ΚΚΕ, που δεν είναι άλλη από την επανάληψη των «λαθών» της ΕΣΣΔ, δηλαδή από μια κρατικά – κομματικά ελεγχόμενη παραγωγή, από τη μετατροπή των Σοβιέτ σε διακοσμητικά όργανα και από την αφαίρεση των ουσιαστικών αρμοδιοτήτων δημοκρατικής αυτοδιεύθυνσης της παραγωγής από τους εργάτες και τις εργοστασιακές επιτροπές τους, σε όφελος της κρατικής, διευθυντικής και κομματικής γραφειοκρατίας. Αυτή είναι και μια στρατηγική διαφορά του επαναστατικού, του νέου κομμουνισμού, από τον κρατικό κομμουνισμό που κατέρρευσε.
Μπορεί το ρεύμα αυτό να είναι σήμερα αδύναμο. Αλλά και μόνο το γεγονός ότι η Ιδεολογική Επιτροπή ασχολείται από το ύψος του «απόλυτου κατόχου της αλήθειας» με αυτά τα «ταπεινά» ρεύματα, δείχνει την αυριανή δυναμική τους.
*****
Οι διαφορές μας με το ΚΚΕ είναι στρατηγικές και πολιτικές. Παρά τις εκτιμήσεις μας, παρά την αυστηρά πολιτική κριτική μας, δεν παραγνωρίζουμε τις θετικές συμβολές του ΚΚΕ, δεν παραμελούμε να μελετάμε τις θέσεις του, εντοπίζουμε ενδιαφέρουσες αναλύσεις και πρακτικές, ειδικά από τη νέα γενιά των στελεχών του. Πάνω από όλα, εκτιμούμε τον αγώνα των μελών του και της βάσης του.
Για όλους αυτούς τους λόγους, στο μέτρο του δυνατού, δεν θα σταματήσουμε να προωθούμε την κοινή δράση με το ΚΚΕ, ούτε θα σταματήσουμε να το υπερασπιζόμαστε απέναντι στις επιθέσεις που δέχεται από την αστική τάξη, όταν κάποιες θέσεις και ενέργειές του συγκρούονται με αυτήν, όπως η απειθαρχία του ΠΑΜΕ στην κυβερνητική απαγόρευση των συγκεντρώσεων της Εργατικής Πρωτομαγιάς.
Παράλληλα, πρέπει να θεωρείται αυτονόητο ότι όσα υποστηρίζουμε υπόκεινται στο Εγκώμιο στην Αμφιβολία[10], στη διαρκή αναζήτηση, διόρθωση και κυρίως, στη συνθετική επαναστατική υπέρβασή τους που μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την Πράξη του σύγχρονου εργατικού και λαϊκού κινήματος. Εκεί δοκιμάζονται, θα δοκιμαστούν και θα κριθούν τελεσίδικα όλες οι θεωρητικές και πολιτικές απόψεις. Γνωρίζοντας ότι όλες οι μέχρι τώρα στρατηγικές, τακτικές και θέσεις της ανυπότακτης Αριστεράς και των κομμουνιστικών ρευμάτων έχουν κριθεί αναποτελεσματικές, με διαφορετικό βάρος ευθυνών βέβαια για το καθένα, πιστεύουμε ότι η ερχόμενη στροφή των «πλησιαζόντων γεγονότων» θα δώσει νέες δυνατότητες για αυτή την υπέρβαση.
Από αυτή τη σκοπιά, συμφωνούμε με το κλείσιμο του άρθρου του Λουκά Αναστασόπουλου:
Τώρα είναι η ώρα να πλατύνει η συζήτηση με κόσμο που προβληματίζεται, να συμβάλουμε ώστε να βγουν ουσιαστικά συμπεράσματα για την πολιτική που μπορεί να αντιμετωπίσει προς όφελος των εργαζομένων τους αστικούς σχεδιασμούς, για τους όρους δυναμώματος του εργατικού – λαϊκού κινήματος, για να κερδίζονται ευρύτερες δυνάμεις με τη σύγχρονη επαναστατική στρατηγική, σε αντιπαράθεση με την πολιτική ενσωμάτωσης του οπορτουνισμού
Ο ίδιος και το ΚΚΕ δεν θέλουν αυτή τη συζήτηση. Επιδιώκουν την περιχαράκωση. Και αυτό είναι ένδειξη αδυναμίας. Εάν δεν είναι έτσι, «Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα».
[2] https://kommon.gr/politiki/item/3234-ektimiseis-kai-programma-palis-gia-tin-epidimiki-kai-oikonomiki-krisi
[3] Παρότι ο Λ. Αναστασόπουλος παραπέμπει στις Εκτιμήσεις του Σύγχρονου Κομμουνιστικού Σχεδίου, η διατύπωση «αναπτυξιακή και κοινωνικά δίκαιη αναθεώρηση χρεών» δεν υπάρχει στο προαναφερθέν κείμενο. Προφανώς την άντλησε από αλλού ή την κατασκεύασε ο ίδιος.
[4] Όρος που χρησιμοποίησε ο Μαρξ στην Ιδρυτική Διακήρυξη της Α’ Διεθνούς
[8] https://www.kke.gr/article/Omilia-toy-GG-tis-KE-toy-KKE-Dimitri-Koytsoympa-se-sygkentrosi-gia-ti-LARKO-sti-Larymna/
[10] Γνωστό ποίημα του Μπέρτολντ Μπρεχτ