Όχι, ο τίτλος δεν αναφέρεται στο γνωστό τραγουδάκι της Άννας Βίσση αλλά στις θέσεις της Γραμματείας της ΛΑΕ για την στάση της Αριστεράς απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Πρόκειται για ένα από τα πιο κρίσιμα και δύσκολα ζητήματα του συνολικούπρογράμματος του εργατικού λαϊκού κινήματος και της μαχόμενης Αριστεράς που σφράγισε την ήττα μας στην προηγούμενη εποχή. Και που απαιτεί μια νέα οπτική, η οποία θα διορθώνει τα προηγούμενα λάθη μας, αλλά και θα δίνει απαντήσεις με βάση τη νέα εποχή των ταξικών αναμετρήσεων. Αυτή η εποχή έχει ήδη οδηγήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση σε μια βαθιά αντιδραστική μετάλλαξη και συνεπώς, θέτει ανώτερες απαιτήσεις στον αγώνα εναντίον της.
Ασκούμε κριτική στις θέσεις των συντρόφων και συντροφισσών της ΛΑΕ – ΑΑ, όχι αφ’ υψηλού και εκ του άμβωνος, αλλά μέσα από τον κοινό αγώνα μας στο μαζικό κίνημα και σε πολλά πολιτικά μέτωπα.
Ολόκληρη η διατύπωση της Γραμματείας της ΛΑΕ – ΑΑ έχει ως εξής:
Η πολιτική θέση που διατύπωσε η Ενωτική Πρωτοβουλία για τη σύγκρουση και ρήξη με τις πολιτικές που κυριαρχούν στην Ε.Ε. είναι σήμερα περισσότερο από επαρκής για έναν εκλογικό σχηματισμό, ιδιαίτερα μάλιστα, όταν έχει συμπληρωθεί με την πολιτική θέση ότι, σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ μίας προοδευτικής φιλολαϊκής εφαρμοζόμενης πολιτικής και των μηχανισμών της Ε.Ε., τότε θα προταχθεί η αποδέσμευση από αυτή. (σ.σ., ο τονισμός δικός μας)
Τα αμείλικτα ερωτήματα
Μεταξύ 1990 – 2010, παρά τις προειδοποιήσεις της επαναστατικής Αριστεράς, υπήρχαν εκτεταμένες αυταπάτες στο λαό (όπως εξάλλου έχει παραδεχτεί και ο Αλ. Τσίπρας, αλλά με ανάποδα συμπεράσματα) για τον χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ΕΕ, τότε, μπορούσε να επικαλείται ακόμη το παρελθόν ενός κράτους πρόνοιας και μιας ανάπηρης έστω κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, για να μπορέσει να προωθεί την ουσία της αντεργατικής, ιμπεριαλιστικής και αντικομουνιστικής νεοφιλελεύθερης πολιτικής της. Αυτές οι αυταπάτες πληρώθηκαν πολύ ακριβά από το λαό, το εργατικό κίνημα και την Αριστερά, όπως όλοι γνωρίζουμε.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία (για τον οποίο έχει καθοριστικές ευθύνες), έχει μετατραπεί σε κάτι περισσότερο και πολύ πιο αντιδραστικό από μια διακρατική πολιτική ένωση των πολυεθνικών μονοπωλιακών ομίλων της, όπως ήταν μέχρι τώρα: Έχει μετατραπεί και θεσμικά, με την προτροπή του Τραμπ και κάτω από ΝΑΤΟϊκή επίβλεψη, σε μια μιλιταριστική ένωση ιμπεριαλιστικών επιθετικών πολέμων.
Παράλληλα, την τυπική ισοτιμία μεταξύ των κρατών μελών διαδέχεται η ανοιχτά αντιδημοκρατική πρακτική της κατάργησης του βέτο, υπέρ των μεγάλων ηγεμονικών κρατών. Αλλά και μια σειρά ολόκληρη θεσμικών αλλαγών θωρακίζει την εξουσία των πολυκλαδικών πολυεθνικών μονοπωλίων σε όλους τους τομείς (Κοινή Αγροτική Πολιτική, εργασιακές σχέσεις, μεταναστευτικό, διοίκηση κ.λπ.).
Είναι δυνατόν, δέκα χρόνια μετά από την κυνική, αποικιοκρατική και τρομοκρατικήστάση που κράτησε η ΕΕ απέναντι στο συμβιβαστικό πρόγραμμα της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, να υπάρχουν δυνάμεις μέσα στη μαχόμενη Αριστερά που να πιστεύουν ότι υπάρχει, έστω και μια στο εκατομμύριο, πιθανότητα να μην συγκρουστούν οι μηχανισμοί της ΕΕ με μια «προοδευτική φιλολαϊκή εφαρμοζόμενη πολιτική»; Να το πιστεύουν μάλιστα, δυνάμεις που αναφέρονται σε μια ριζοσπαστική πολιτική, όπως το Αριστερό Ρεύμα, πολύ περισσότερο, δυνάμεις που αναφέρονται στον αντικαπιταλισμό, όπως η ΑΡΑΣ – Αριστερή Αντικαπιταλιστική Συσπείρωση;
Πώς είναι δυνατόν να συνεχίζουν δυνάμεις της μαχόμενης Αριστεράς, να πιστεύουν ότι αυτός ο στρατιωτικός, επιθετικός, πολεμικός και αντιδημοκρατικός μηχανισμός, μπορεί να μην συγκρουστεί, με όλα τα μέσα που διαθέτει, με μια «προοδευτική φιλολαϊκή εφαρμοζόμενη πολιτική»;
Με «κριτήριο τις εκλογικές συνεργασίες»;
Ταυτόχρονα, η Απόφαση της Γραμματείας της ΛΑΕ-ΑΑ ασκεί, εμμέσως πλην σαφώς, κριτική στην Ανακοίνωση των πέντε συνεργαζόμενων συλλογικοτήτων (ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ, ΑΠΟ, ΔΕΑ, ΜΕΤΑΒΑΣΗ, ΞΕΚΙΝΗΜΑ – με την οποία συντάσσεται πλέον και η ΚΕΜΑ), για τη δημιουργία μιας πολιτικής κίνησης της ενωτικής ανατρεπτικής Αριστεράς και στη θέση τους για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αναφέρει η συγκεκριμένα η Γραμματεία της ΛΑΕ-ΑΑ:
Αντίστοιχα, ορισμένες τάσεις που προέρχονται από αυτή (σ.σ., από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ), αλλά και από τμήματα όσων αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ μετά τη μνημονιακή συνθηκολόγησή του, παρά την ρητορική για τη συγκρότηση μετώπων, στην πραγματικότητα προτείνουν συγκλίνουσες με αυτές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ τακτικές, που αφορούν περιορισμένη πολιτική και εκλογική παρέμβαση από δυνάμεις αποκλειστικά της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Ταυτόχρονα, προτάσσουν το ζήτημα της αποδέσμευσης από την Ε.Ε. ως κριτήριο μίας εκλογικής συνεργασίας, στάση που συνιστά ένα εμπόδιο μακροπρόθεσμα για οποιαδήποτε κοινή εκλογική στάση με δυνάμεις που δεν αποδέχονται εκ των προτέρων μια τέτοια στρατηγική (σ.σ., οι τονισμοί δικοί μας).
Ας δούμε όμως πώς διατυπώνουν οι συλλογικότητες της ενωτικής ανατρεπτικής Αριστεράς τη στάση τους απέναντι στην ΕΕ. Αναφέρεται συγκεκριμένα:
Στις απαιτήσεις των καιρών δεν μπορεί να δοθεί απάντηση από μία Αριστερά που θα συμβιβαστεί και θα υποταχθεί και πάλι στους νεοφιλελεύθερους καπιταλιστικούς ιμπεριαλιστικούς «μονόδρομους», στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. […] Γνωρίζοντας πλέον και από την εμπειρία του 2015, ότι είναι αναγκαία μια κατεύθυνση για απειθαρχία,ρήξη και έξοδο από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Από εργατική – λαϊκή σκοπιά και με διεθνιστική κατεύθυνση. Γνωρίζοντας, επίσης, ότι η κατεύθυνση αυτή χρειάζεται να τίθεται στα κινήματα για να κατακτηθεί από την ίδια την εμπειρία του αγώνα τους και όχι ως διαχωριστική προϋπόθεση για την ακύρωση της κοινής δράσης εντός τους.
Η πρόταση για μια πολιτική κίνηση της ενωτικής ανατρεπτικής Αριστεράς δεν μιλά για τις εκλογές, δεν αναφέρεται σε «κριτήρια μίας εκλογικής συνεργασίας». Παρότι όλοι και όλες γνωρίζουμε την πολιτική σημασία της εκλογικής – κοινοβουλευτικής παρέμβασης και την επιδιώκουμε, για να αντιστραφεί η υπερ-τριαντάχρονη πορεία ηττών χρειάζεται, πρώτα από όλα, να ανασυγκροτηθεί εκ βάθρων το εργατικό και λαϊκό μας κίνημα, να συγκροτηθεί σε ένα ενωτικό κι ενιαίο, αγωνιστικό κίνημα επιβολής κατακτήσεων και ανατροπής της αστικής πολιτικής. Και ταυτόχρονα, να ξεπεράσουμε το δίπολο οπορτουνισμού – σεχταρισμού μέσα στην Αριστερά, που πρώτος εντόπισε, ως πηγή των ηττών μας, ο αείμνηστος Ευτύχης Μπιτσάκης. Για να ανοίξουμε ένα νέο δρόμο, ανάμεσα, έξω και πέρα από αυτές τις δυο Συμπληγάδες Πέτρες.
Μια σοβαρή δύναμη της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής και αντιιμπεριαλιστικής Αριστεράς, πολύ περισσότερο με επαναστατική, κομμουνιστική στόχευση, δεν μπορεί να ξεκινά την πολιτική της και να βασίζει τις θέσεις της, ακόμη χειρότερα, να θυσιάζει οπορτουνιστικά τις αρχές της, με «κριτήρια μιας εκλογικής συνεργασίας».
Άλλο η «εφαρμοζόμενη πολιτική»;
Το «πολιτικό πρόγραμμα» και η «εφαρμοζόμενη πολιτική» της μαχόμενης Αριστεράς δεν (πρέπει να) διαφέρουν. Ούτε να διαχωρίζονται σε στάδια μεταξύ τους, ανάμεσα στο πρόγραμμα του κόμματος και στην «εφαρμοζόμενη πολιτική», πολύ περισσότερο, όταν σαν τέτοια εννοείται η πολιτική μιας κυβέρνησης.
Αυτό έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ πριν την ανάληψη της πρώτης διακυβέρνησης: Από τη μια πλευρά το «αριστερό ριζοσπαστικό πρόγραμμα» του Συνεδρίου του για να «μαντρώνονται» οι αριστερές ριζοσπαστικές κοινωνικές και πολιτικές τάσεις. Κι από την άλλη, το μινιμαρισμένο «προοδευτικό φιλολαϊκό» κυβερνητικό πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, για να στέλνονται τα μηνύματα καθησυχασμού και συμβιβασμών προς την αστική τάξη και στους ευρωνατοϊκούς ηγεμόνες. Οι οποίοι, βεβαίως, δεν δέχτηκαν ούτε το θολό «πρόγραμμα σωτηρίας» της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, ούτε τη «συμφωνία γέφυρα» αυτής της κυβέρνησης με τα μνημόνια, με αρχιτέκτονες τους Γ. Βαρουφάκη και Ευκ. Τσακαλώτο. Γιατί οι ηγεμόνες γνωρίζουν μόνον από επιβολή.
Κορυφαία στελέχη της ΛΑΕ συμμετείχαν ως υπουργοί του Αριστερού Ρεύματος σε αυτή τη συγκυβέρνηση, γνωρίζουν και διαχωρίστηκαν (προς τιμήν τους, δυστυχώς όμως, όχι έγκαιρα) από τη διπρόσωπη τακτική του Τσίπρα και την «προδοσία» του, όπως την αναφέρουν. Θα έπρεπε να έχουν αντλήσει τα ανάλογα συμπεράσματα. Πολύ περισσότερο θα έπρεπε να το γνωρίζουν τα στελέχη της ΑΡΑΣ που ασκούσαν βαθιά κριτική σε αυτές τις πρακτικές, ως ρεύμα, τότε, εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και μετέπειτα, εντός της ΛΑΕ.
«Μπορεί» ή προετοιμασία για τη σύγκρουση;
Οι πέντε συλλογικότητες, στην κοινή Ανακοίνωσή τους, υποστηρίζουν ότι, «Γνωρίζοντας πλέον και από την εμπειρία του 2015, είναι αναγκαία μια κατεύθυνση για απειθαρχία,ρήξη και έξοδο από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ».
Το περιεχόμενο αυτής της θέσης είναι ότι για να εφαρμοστεί ένα αριστερό ριζοσπαστικό, εργατικό και λαϊκό πρόγραμμα στη χώρα μας απαιτείται η σύγκρουση και τελικά, η έξοδος από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Το ζήτημα της σύγκρουσης με την ΕΕ δεν αφήνεται στη σφαίρα των πιθανοτήτων, αλλά τίθεται στη σφαίρα της προϋπόθεσης για μια νέα πορεία της Αριστεράς και του προγράμματός της.
Φυσικά και δεν πρόκειται για την αυταπάτη ότι σήμερα τίθεται το θέμα της εξόδου. Καταλαβαίνουμε τους σημερινούς συσχετισμούς. Σήμερα τίθεται το ζήτημα της προετοιμασίας του κινήματος, της εργατικής τάξης, του λαού, του κόσμου της εργασίας για μια σύγκρουση που αναπόφευκτα θα γίνει και όχι «σε περίπτωση που» ή που «μπορεί» να γίνει.
Για αυτούς τους λόγους, μια τέτοια στρατηγική δεν αρνείται γενικά, αλλά προωθεί πολιτικές και εκλογικές συνεργασίες με δυνάμεις, αγωνιστές/τριες και ρεύματα που δεν υιοθετούν μέχρι το τέλος την έξοδο από την ΕΕ. Θέτει, όμως, τις συνεργασίες αυτές κάτω από τη δημοκρατική ηγεμονία της κατεύθυνσης εξόδου.
Το «Όχι» του δημοψηφίσματος ηττήθηκε, ακριβώς διότι δεν υπήρχε η προετοιμασία του λαού και του μαζικού κινήματος για τη σύγκρουση, ρήξη και έξοδο με την ΕΕ. Γιατί οι δυνάμεις που την υποστήριζαν δέχτηκαν την ηγεμονία των φιλο-ΕΕ δυνάμεων εντός του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και γιατί η ηγεσία του ΚΚΕ, την κρίσιμη στιγμή συμβιβάστηκε, ενώ η ΑΝΤΑΡΣΥΑ βάδιζε στον σεχταριστικό δρόμο.
Οι πρόσφατες θέσεις της ηγεσίας της ΛΑΕ – ΑΑ δείχνουν ότι, αντί να μετατοπιστεί θετικά το ΜεΡΑ25 σε πιο σαφείς και συνεπείς αντι-ΕΕ θέσεις, δυστυχώς φαίνεται ότι όλο και περισσότερο μετατοπίζεται το Αριστερό Ρεύμα και κυρίως η ΑΡΑΣ (λόγω της αρχικά σαφούς αντι-ΕΕ φυσιογνωμίας της) σε μια αμφισημία γύρω από τις θέσεις τους για την ΕΕ.
Το αναγκαίο διπλό μήνυμα
Η ουσία της προγραμματικής «κατεύθυνσης εξόδου από την ΕΕ», είναι ότι πρόκειται για ένα διπλό σήμα, για ένα σήμα με δυο παραλήπτες: Προς την αστική τάξη και τις πρεσβείες, ότι δεν φοβόμαστε, ούτε θα καμφθούμε. Και προς την αριστερή εργατική και λαϊκή πρωτοπορία, γενικότερα προς το λαό, ότι δεν θα πουλήσουμε τον κόσμο της εργασίας.
Και για να μη λέμε μεγάλα λόγια, η μαχόμενη Αριστερά, για να κατακτήσει ξανά τη χαμένη αξιοπιστία της, απαιτείται να φύγει από τη λογική της «δημιουργικής ασάφειας» και των καλυμμένων συμβιβασμών και να αποδείξει, όχι μόνο στα λόγια, αλλά και στην πράξη, ότι θα προσπαθήσει, τουλάχιστον, να κινηθεί με δημιουργική προγραμματική σαφήνεια και συνέπεια.
Αντίθετα, αμφίσημες προγραμματικές θέσεις, θυμίζουν διαρκώς την ποταπή συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλ. Τσίπρα και απομακρύνουν ακόμη περισσότερο τη δύστυχη εκλογική βάση της μαχόμενης Αριστεράς, που βολοδέρνει μεταξύ αποχής, ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΜεΡΑ και τους τιμωρεί όλους (δημοσκοπικά) με την ανεκδιήγητη και πολλαπλά συστημικά υποστηριζόμενη, Πλεύση Ελευθερίας. Και ας μην επαιρόμαστε από κάποια πρόσκαιρα δημοσκοπικά ευρήματα που δήθεν επιβεβαιώνουν την επιλογή μας.
Στην προγραμματική αμφισημία γενικά και ειδικά στο ζήτημα της ΕΕ, χρειάζεται να αναζητηθεί και η αιτία για την αδυναμία του μαζικού μας κινήματος, που μέχρι τώρα, διαρκώς επιβάλλει μικρές νίκες μόνο και μόνο για να γνωρίσει την επόμενη μεγάλη ήττα.
Μέτωπο στον εθνικισμό
Οι θέσεις των πέντε συλλογικοτήτων, διαχωρίζονται σαφώς από την ακροδεξιά εθνικιστική, αλλά και από μια θολή μικροαστική «πατριωτική», αντι-ΕΕ πολιτική με τη διατύπωση: «Από εργατική – λαϊκή σκοπιά και με διεθνιστική κατεύθυνση».
Αυτή η πλευρά είναι πολύ αναγκαία, ειδικά στην εποχή της ανόδου των εθνικισμών, του τραμπισμού, του νεοσυντηρητισμού, της εθνικιστικής αμερικανικής οικονομικής και στρατιωτικής τρομοκρατίας, γενικότερα, των πολεμικών προετοιμασιών «στο όνομα της πατρίδας».
Η επίδρασή τους φαίνεται και από τη μεγάλη άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων σε όλη την ΕΕ, από την εκτίναξη του ρατσισμού, της αντι-ισλαμικής, αντιμεταναστευτικής, ακόμη και της αντιπροσφυγικής υστερίας. Αυτά τα ρεύματα αξιοποιούν τις αντι-ΕΕ λαϊκές διαθέσεις για να τις καπηλευτούν και όταν γίνουν κυβέρνηση, να τις πετάξουν στις Ελληνικές Καλένδες. Επίσης, η ζωή έδειξε ότι μια έξοδος από την ΕΕ, όπως η βρετανική, μπορεί να γίνει από δεξιά και αστική σκοπιά. Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι και η επίδραση του εθνικισμού στη λεγόμενη «Κεντροαριστερά», όπως δείχνει ο όψιμος «πατριωτισμός» του Τσίπρα.
Η γνήσια αριστερή απάντηση σε όλες αυτές τις τάσεις είναι η εθνική προστασία της εργατικής τάξης και των λαών από τις πολυεθνικές και τη δράση του κεφαλαίου, μαζί με την κοινή πάλη των λαών, για μια άλλη, εργατικού τύπου, διεθνή συνεργασία λαών και κρατών σε αντικαπιταλιστική βάση.
Πολιτικές συμφωνίες για κοινή δράση
Η Απόφαση της Γραμματείας της ΛΑΕ-ΑΑ επιχειρεί, εάν όχι να ταυτίσει, τουλάχιστον να συνδέσει τις θέσεις των πέντε συλλογικοτήτων με τον αριστερισμό και σεχταρισμό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Συγκεκριμένα λέει: «στην πραγματικότητα προτείνουν συγκλίνουσες με αυτές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ τακτικές, που αφορούν περιορισμένη πολιτική και εκλογική παρέμβαση από δυνάμεις αποκλειστικά της αντικαπιταλιστικής αριστεράς». Και πάλι μιλούν μόνο για την «πολιτική και εκλογική παρέμβαση». Τίποτε, εδώ, για το κίνημα.
Αντίθετα, οι δυνάμεις της ενωτικής ανατρεπτικής Αριστεράς, ασκούν κριτική σε σεχταριστικές και αριστερίστικες τάσεις, οι οποίες μετατρέπουν το αίτημα της εξόδου από την ΕΕ σε «διαχωριστική προϋπόθεση για την ακύρωση της κοινής δράσης» στα κινήματα, αλλά και σε συνεργασίες σε επιμέρους αλλά σημαντικά πολιτικά πεδία. Το αίτημα της σύγκρουσης, ρήξης και εξόδου από το ευρώ και την ΕΕ θα κατακτηθεί από την ίδια την εμπειρία του αγώνα του μαζικού κινήματος και όχι με τελεσίγραφα.
Οι δυνάμεις της ενωτικής ανατρεπτικής Αριστεράς ακολουθούν άλλον δρόμο: Όπως η πολιτική και εκλογική συνεργασία σε δημοτικά και περιφερειακά σχήματα, σε συνδικαλιστικά σχήματα κ.α. Όπως συνέβη τελευταία στο πεδίο της πάλης ενάντια στην ιδιωτικοποίηση των σιδηροδρόμων.
Είναι «συγκλίνουσα» με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ όλη αυτή η τακτική; Είναι «περιορισμένη πολιτική παρέμβαση» από «δυνάμεις αποκλειστικά της αντικαπιταλιστικής αριστεράς» αυτές οι κινηματικές, συνδικαλιστικές, εκλογικές και πολιτικές συνεργασίες;
Για μια Αριστερά του μέλλοντος
Ορισμένα μαχόμενα μαρξιστικά ρεύματα, σύντροφοικαι συντρόφισσες που υιοθετούν και πιστεύουν στην αναγκαιότητα ρήξης και εξόδου από την ΕΕ, εκτιμούν πως επειδή αυτή δεν τίθεται «άμεσα» διότι δεν είναι «ώριμο» το ζήτημα, χρειάζεται να το θέσουμε στην πορεία.
Η σύγκρουση του κινήματος με την ΕΕ δεν θα έρθει μόνη της. Δεν θα γεννηθεί σαν την πάνοπλη Αθηνά από το κεφάλι του Δία όταν έρθει το «συμβάν της ρήξης» ή μια «επαναστατική κατάσταση» των ονείρων μας. Δεν πρόκειται να γεννηθεί ποτέ ένα πάνοπλο συγκρουσιακό κίνημα από το πουθενά, εάν κάποιες αριστερές «πρωτοπορίες», κάποια αριστερά «υποκείμενα» δεν θέσουν, δεν «ζυμώσουν», δεν προετοιμάσουν το κίνημα για αυτές τις συγκρούσεις.
Ακόμη χειρότερα, θα γευτούμε και άλλες, πολύ πιο οδυνηρές ήττες, εάν αφήσουμε να διαχέονται οι εξωραϊσμοί ή οι αμφισημίες γύρω από την ΕΕ.
Δεν είμαστε, αλλά θέλουμε να γίνουμε, θέλουμε να συμβάλλουμε και να συν-δημιουργήσουμε μια Αριστερά του Μέλλοντος. Μια Αριστερά που σκέφτεται πριν δράσει και δρα για να μπορεί να σκέφτεται. Μια Αριστερά που έχει νοητά δημιουργήσει το δρόμο προς την κοινωνική απελευθέρωση και τον ανοίγει στην πράξη περπατώντας με πυξίδα. Πολύ περισσότερο, που η εποχή μας μοιάζει με τις πιο ταραγμένες θάλασσες όπου οι θύελλες χτυπούν αλύπητα τα καρυδότσουφλά μας.
Συμφωνούμε πως δεν θέλουμε μια Αριστερά που σνομπάρει το «άμεσα», το «τώρα», το «παρόν». Γιατί άμεσα, τώρα και στο παρόν ζει και πρέπει να φάει, να ντυθεί, να σπουδάσει και να ονειρευτεί η εργατική τάξη και τα παιδιά της. Αλλά θέλουμε μια Αριστερά που αντιμετωπίζει το σήμερα από τη σκοπιά του αύριο. Που αντιπροσωπεύει το μέλλον ενός κινήματος που αγωνίζεται στο παρόν για να καταργήσει στην πράξη και συνειδητά τη σημερινή, άμεση, τωρινή ισχύουσα κατάσταση.
Από αυτή τη σκοπιά, απλώνουμε χέρι διαλόγου, συνεργασίας και κοινού ανατρεπτικού αγώνα σε όλες τις τάσεις του μαχόμενου αριστερού, εργατικού και λαϊκού κινήματος.
Ο Σπύρος Κωνσταντινίδης είναι μέλος του Πανελλαδικού Συμβουλίου της ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ – Οργάνωση για μια Κομμουνιστική Προοπτική