Μια οφειλόμενη συντροφική απάντηση
Σε συνέχεια των προηγούμενων άρθρων του Κώστα Μάρκου (Η νέα ιστορική φάση, το μαζικό κίνημα και η ενδοκινηματική βία) και του Θοδωρή Μαγκλάρα («Βουτώντας στην ουσία με ειλικρίνεια»), το παρόν κείμενο επιδιώκει να συμβάλλει σε αυτό τον άτυπο διάλογο που μπορεί να αποβεί χρήσιμος για το μαζικό κίνημα και την ανατρεπτική Αριστερά. Ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπου ενώ η συζήτηση για την αριστερά είναι αναγκαία, η τάση που κυριαρχεί για διασπάσεις έχει οδηγήσει στον περιορισμό της συζήτησης εν γένει. Το παρόν κείμενο επιχειρεί να επισημάνει ένα λανθασμένο σκεπτικό του Θ. Μαγκλάρα και να στρέψει την συζήτηση προς την ουσία και τα καθήκοντα της φοιτητικής Αριστεράς για το επόμενο διάστημα.
Αντιφάσεις και διαστρεβλώσεις
Η βίαιη επίθεση της ΑΡΑΣ σε αναρχικές ομάδες στο Πολυτεχνείο την πρώτη ημέρα του εορτασμού της εξέγερσης, άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση για πρακτικές οι οποίες σε μικρότερο ή σε μεγαλύτερο βαθμό έχουν υπάρξει τα τελευταία χρόνια και όλοι – ανεξαιρέτως – κατά καιρούς τις έχουμε ανεχθεί. Όχι βέβαια, όλοι στον ίδιο βαθμό. Αλλά, κάθε συλλογικότητα και οργάνωση φέρει ευθύνες και χρειάζεται να κάνει την αποτίμηση της. Συνεπώς, κανένας δεν μπορεί να πει ότι έχει το «κούτελο του καθαρό», πόσο μάλλον ότι έδωσε την σωστή απάντηση επειδή προχώρησε σε μια περιχαράκωση στα διάφορα πεδία παρέμβασης. Κάθε δύναμη χρειάζεται να κάνει μια ειλικρινή αποτίμηση συνολικά για την στάση που έχει κρατήσει σε τέτοια ζητήματα και ειδικά σε σημεία καμπής που υπήρξαν. Το άρθρο του Θ. Μαγκλάρα βασίζεται στο εξής σκεπτικό: H πρακτική κυριαρχίας, οργανωτικής επιβολής και ξύλου της ΑΡΑΣ είναι άμεσα συνδεδεμένη και προϊόν της πολιτικής κατεύθυνσης για “διαπραγμάτευση και «ενωτική συνεργασία» με την κοινοβουλευτική αριστερά του «ρεαλισμού» και τη σοσιαλδημοκρατία”. Αν ίσχυε αυτή η διατύπωση τότε προκύπτει ένα βασικό συμπέρασμα. Ότι η ΑΡΑΣ ανέπτυξε αυτά τα χαρακτηριστικά την τελευταία τριετία, ενώ -για παράδειγμα- πριν το 2023 που η ΑΡΑΣ δεν είχε ολοκληρώσει την στροφή προς τον «οπορτουνισμό» και το Μέρα25, όλα κυλούσαν ομαλά. Αυτό όμως είναι κάτι που η ίδια ιστορία το διαψεύδει.
Η αντίφαση λοιπόν αυτή και το πολιτικό σκεπτικό που χτίζεται βασισμένο σε αυτή, μπορεί να φαίνεται ως ένα μικρό λάθος, αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί μια προσπάθεια να δικαιολογήσει την στροφή του ΝΑΡ και μετέπειτα Κομμμουνιστική Απελευθέρωση προς τον σεχταρισμό. Το σκεπτικό είναι απλό: Αν η στροφή προς τον «οπορτουνισμό» της ΑΡΑΣ σημαίνει ανάπτυξη τέτοιων βίαιων και εκφυλιστικών χαρακτηριστικών, χρειάζεται να στραφούμε προς τον σεχταρισμό και την περιχαράκωση για να το αποφύγουμε. Ένα σκεπτικό που καταλήγει ότι εν τέλει δεν είναι οι πρακτικές αυτές καθαυτές το πρόβλημα, αλλά η πολιτική γραμμή και αυτή καθορίζει εν τέλει αν χρειάζεται να καταγγελθούν ή να αποσιωπηθούν.
Η σύνδεση της πολιτικής τακτικής με τη φυσιογνωμία της ΑΡΑΣ αγνοεί πλήρως ότι το πρόβλημα είναι άλλης τάξης: αυτές οι πρακτικές και η φυσιογνωμία λειτουργούν ως θεμελιώδες στοιχείο συγκρότησης. Ανεξάρτητα από κάθε συγκυριακή πολιτική γραμμή, είτε αυτή είναι η συμμετοχή στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ το 2009, είτε στη ΛΑΕ το 2015, είτε με το Μερα25 το 2023.
Το συμπέρασμα είναι ότι τα γεγονότα στον εορτασμό του Πολυτεχνείου δεν ήταν απότοκο απλά μιας «οπορτουνιστικής στροφής», αλλά ακόμα μία αποτύπωση του τρόπου συγκρότησης της ΑΡΑΣ. Πολλές δυνάμεις και οργανώσεις της Αριστεράς έχουν ανεχθεί τέτοιες πρακτικές, άσχετα από το ποιος ήταν ο φορέας – άλλοτε για λόγους πολιτικούς και εκλογικούς στο όνομα του αγώνα ενάντια στην νεοφιλελεύθερη επέλαση – άλλοτε για λόγους εσωκομματικούς και για την επιβίωση πολιτικών σχεδίων εντός των μετώπων.
Διαχωρισμός από ποιον και γιατί;
Η ιστορία δείχνει πολλές κομβικές στιγμές στις οποίες το σύνολο των αριστερών οργανώσεων καλέστηκαν να απομονώσουν αυτές τις πρακτικές και τους φορείς τους(όποιοι κι αν ήταν αυτοί) και δυστυχώς δεν πήραν όλες οι δυνάμεις την σωστή απόφαση. Μια κομβική στιγμή ήταν το 2010, όπου η στάση κάθε δύναμης είναι ακόμα δημοσιευμένη, εμφανώς κάποιες δυνάμεις δεν συνέβαλλαν στην απομόνωση των πρακτικών αυτών. Μια άλλη κομβική στιγμή ήταν όταν η αντιπαράθεση στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό μεταξύ ΑΝΤΑΡΣΥΑ – ΛΑΕ μεταφέρθηκε και εντός ΕΑΑΚ (μετατροπή των ΕΑΑΚ σε αντικαπιταλιστική πτέρυγα ή επανίδρυση των ΕΑΑΚ μέσα από το ΕΑΑΚ-ΑΡΕΝ). Μια περίοδο που τα ΕΑΑΚ είχαν αδρανοποιηθεί και είχαν πέσει σε ένα κύκλο εσωστρέφειας, λόγω των βίαιων αντιπαραθέσεων ΑΡΑΣ-ΑΡΙΣ. Τότε δεν υπήρξε από όλες τις δυνάμεις η κατεύθυνση για απομόνωση των φορέων αυτών των πρακτικών, αλλά ιεραρχήθηκε η επιβίωση στενά κομματικών σχεδίων. Ο μετέπειτα διαχωρισμός δεν ήρθε λόγω των βίαιων περιστατικών αλλά λόγω της πολιτικής κατεύθυνσης που ακολούθησαν οι διάφορες δυνάμεις.
Συνεπώς η ίδρυση της ATTACK δεν γίνεται να προβάλλεται τώρα ως προσπάθεια διαχωρισμού από την ΑΡΑΣ, αφού στην πραγματικότητα αποτελεί την υλοποίηση ενός πολιτικού σχεδίου δημιουργίας «αντικαπιταλιστικής παράταξης» στο φοιτητικό κίνημα, σχέδιο που υπάρχει από το 2015. Αυτή η στρατηγική, και όχι η αντίθεση στην ενδοκινηματική βία, ήταν το σημείο ρήξης. Από τα πρώτα βήματα συγκρότησης του «αντικαπιταλιστικού πόλου» εντός των ΕΑΑΚ, μέχρι την ίδρυση της ATTACK, όλες οι κινήσεις έγιναν με σκοπό τον διαχωρισμό από όλες τις οργανωμένες αντιλήψεις εντός των ΕΑΑΚ και την απομόνωση των δυνάμεων της νΚΑ ως τη μόνη συνεπή αντικαπιταλιστική δύναμη.
Άλλωστε η αντιπαράθεση την περίοδο ίδρυσης της Attack δεν ήταν ποτέ η συνύπαρξη ή όχι με την ΑΡΑΣ, αλλά το περιεχόμενο, η εσωτερική λειτουργία, ο τρόπος παρέμβασης μέσα στους συλλόγους, τα οχήματα παρέμβασης (σχήματα ή παράταξη), το αντικαπιταλιστικό πλαίσιο πάλης κλπ. Στην πραγματικότητα αφού χάθηκε η ηγεμονία εντός των ΕΑΑΚ, λόγω λανθασμένης πολιτικής γραμμής, η επόμενη επιλογή ήταν η διάσπαση και η στροφή από μια μετωπική λογική σε μια κομματική «στενή» λογική.
Ας μην ξεχνάμε ότι το 2021 το πανελλαδικό συντονιστικό των ΕΑΑΚ δεν μπορούσε να ξεκινήσει λόγω μικροηγεμονισμών και μικροπολιτικής. Εν τέλει πραγματοποιήθηκε μια υγιής και γόνιμη διαδικασία αρκετών σχημάτων που μοιραζόντουσαν τους ίδιους προβληματισμούς για τα ΕΑΑΚ και παρόμοιες ανησυχίες για την συγκυρία. Σχήματα τα οποία σήμερα κάποια συμμετέχουν στην Ρεβάνς και κάποια στην Attack. Μετά από αυτή την διαδικασία, δυστυχώς, δεν συνεχίστηκε μια προσπάθεια συντονισμού κυρίως για την κοινή αντίληψη των προβλημάτων της φοιτητικής αριστεράς και των ΕΑΑΚ. Αντ’ αυτού μια μέρα εμφανίστηκε ο συγκροτημένος αντικαπιταλιστικός πόλος εντός των ΕΑΑΚ, με συγκεκριμένο περιεχόμενο και συγκεκριμένα σχήματα να υπογράφουν.
Με βάση αυτά, το δίκτυο σχημάτων της Ρεβάνς και η συλλογικότητα της Attack έχουν ξεκάθαρες διαφορές, παρά την προσπάθεια εξίσωσης τους.. Η Attack αποτελεί την διάσπαση ενός κομματιού των ΕΑΑΚ με στόχο να συγκροτήσουν μια «σφιχτή» συλλογικότητα σε επίπεδο δομής και περιεχομένου. Η Ρεβάνς προέκυψε από την ανασύνθεση και ανασυγκρότηση μεταξύ δύο διαφορετικών δικτύων, των ΕΑΑΚ και της ΑΡΕΝ, καθώς και ανένταχτων φοιτητών και φοιτητριών, δημιουργώντας το μόνο πολυτασικό δίκτυο εντός της φοιτητικής αριστεράς, με πραγματικά ανοιχτές δημοκρατικές διαδικασίες και λειτουργία στην βάση των σχημάτων. Ιεραρχεί την πάλη ενάντια στην εκπαιδευτική αναδιάρθρωση, την κυβέρνηση, το Υπουργείο, τους μηχανισμούς ΝΑΤΟ-ΕΕ και επιδιώκει να πετύχει άμεσες υλικές νίκες και κατακτήσεις.
Η εμπειρία των κινημάτων(από τα ιδιωτικά ΑΕΙ μέχρι τα Τέμπη) έδειξε ότι η λογική περιχαράκωσης δεν συνέβαλε στη παραγωγή υλικών νικών. Σε αντίθεση με τη λογική των αιχμών πάνω στην αναδιάρθρωση του πανεπιστημίου. Με τη συγκέντρωση ευρύτερων δυνάμεων σε μάχιμο σχέδιο απέναντι στη κίνηση του κράτους, η οποία έστρωσε το δρόμο για κοινά πλαίσια εντός των γενικών συνελεύσεων, ενιαία αγωνιστικά συντονιστικά γενικών συνελεύσεων και κοινή παρουσία στο δρόμο όλου του κινήματος. Η πολιτική και κοινωνική δυναμική, που απομόνωσε τη κυβέρνηση της Ν.Δ. και απονομιμοποίησε το νομοσχέδιο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, πάνω σε αυτά βασίστηκε.
Από την άλλη, η ταύτιση κάθε επιλογής συμμαχιών πάνω σε υλικές αιχμές και αιτήματα του κινήματος, με την “λογική της ΑΡΑΣ”, αποτελεί στρέβλωση που ακυρώνει τις προσπάθειες συγκλίσεις γύρω από ριζοσπαστικό και μάχιμο στόχο, περιεχόμενο και τελικά σχέδιο στο φοιτητικό κίνημα.
Το συμπέρασμα όλων αυτών είναι ότι ο διαχωρισμός της Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης (πρώην ΝΑΡ) απέναντι στην ΑΡΑΣ οφείλεται κυρίαρχα στη πολιτική της γραμμή και όχι στην χρήση βίας και της τραμπούκικης κουλτούρας. Από τους Φοιτητικούς Συλλόγους και τα Σωματεία, μέχρι τα φοιτητικά-εργατικά-δημοτικά σχήματα, υπήρξε ένας πολιτικός διαχωρισμός από όλες τις οργανώσεις, το οποίο είχε και ως έμμεσο αποτέλεσμα τον διαχωρισμό με την ΑΡΑΣ.
Όλα αυτά δεν απολήγουν στο ότι και εμείς δεν κάναμε λάθη στην διαχείριση τέτοιων περιστατικών, αλλά εξηγεί γιατί κανείς δε μπορεί «να κουνά το δάχτυλο» στον άλλον. Κυρίως όμως χρειάζεται αναθεώρηση της κατεύθυνσης κάθε οργανωμένης αντίληψης, με τα μάτια στραμμένα στο κίνημα.
Απομόνωση των πρακτικών και των φορέων, όχι περιχαράκωση
Η σωστή πολιτική απέναντι σε τέτοιες πρακτικές είναι η απομόνωση και όχι η περιχαράκωση της ανατρεπτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς. Στην προκειμένη περίπτωση η πολιτική αυτή απαιτεί α) την καταδίκη της συγκεκριμένης ενέργειας, β) των πρακτικών βίας γενικά, γ) την απομόνωση αυτής της αντίληψης και δ) το διαχωρισμό στα πολιτικό συνδικαλιστικά σχήματα από συγκεκριμένα μέλη που συμμετείχαν ή δεν καταδικάζουν αυτές τις πρακτικές και αντιλήψεις. Κάθε μέλος που συμμετέχει σε κάποιο σχήμα έχει την δυνατότητα να διαχωριστεί από αυτές τις πρακτικές και να συμφωνήσει με τις αρχές λειτουργίας που έχουν τεθεί. Επίσης, είναι αναγκαίο να θέτουμε μπροστά τις αρχές και όχι κάποιες εκλογικές σκοπιμότητες της στιγμής. Αυτές οι κινήσεις δεν έχουν καμία σχέση με την αποπομπή των μελών της ΑΡΑΣ από το κίνημα, όπως επιχειρείται να χτιστεί σαν αφήγημα.
Για ένα μάχιμο διεκδικητικό φοιτητικό κίνημα
Η νεοφιλελεύθερη επέλαση της Νέας Δημοκρατίας, και οι επιθετικές αλλαγές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, από τα πειθαρχικά και τις διαγραφές φοιτητών μέχρι την ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ δημιουργούν αναβαθμισμένα καθήκοντα για το φοιτητικό κίνημα και την Αριστερά. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο πηγαίνουν βήματα πίσω το φοιτητικό κίνημα, δυσχεραίνουν την κατάσταση στο εσωτερικό των φοιτητικών συλλόγων και δίνουν πλεονέκτημα στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Το φοιτητικό κίνημα βρίσκεται αντιμέτωπο με την διαγραφή των πρώτων φοιτητών τις επόμενες εβδομάδες. Ενώ αντίστοιχα στις 15-16 Δεκεμβρίου θα αναμετρηθεί ξανά με την προσπάθεια πειθαρχικών διώξεων από την πρυτανεία του ΕΜΠ.
Η μαχόμενη φοιτητική αριστερά χρειάζεται να κάνει άμεσα βήματα προς την ανασυγκρότηση του φοιτητικού κινήματος, όχι μόνο για να δώσει τις μάχες που έρχονται αλλά και για να καταφέρει να περάσει το φοιτητικό κίνημα στην αντεπίθεση. Ο φοιτητικός συνδικαλισμός βρίσκεται διαχρονικά στο στόχαστρο των κυβερνήσεων και τα τελευταία χρόνια έχει αποδυναμωθεί. Η ίδια η κυβερνητική νεολαία επιχειρεί δια της απουσίας της να αποδυναμώσει τους Φοιτητικούς Συλλόγους. Η ανασυγκρότηση του φοιτητικού συνδικαλισμού από το πρωτοβάθμιο μέχρι το τριτοβάθμιο επίπεδο και η συζήτηση για μια νέα ΕΦΕΕ της εποχής μας είναι αναγκαία για να απαντήσουμε σε αυτή την επίθεση.
Πρώτο καθήκον είναι ο αγώνας για μάχιμους ενεργούς και ζωντανούς φοιτητικούς συλλόγους, με μαζικές διαδικασίες – όχι συλλόγους «μαγαζιά» πολιτικών δυνάμεων. Χρειάζεται οι φοιτητικοί σύλλογοι να ξεφύγουν από τις στενά κομματικές γραμμές και να αποτελούν ένα αυτοτελές «όχημα» της πλειοψηφίας του φοιτητικού σώματος. Να επιστρέψουν οι συλλογικές πρακτικές στις σχολές και να σπάσει ο δρόμος της εξατομίκευσης, του κανιβαλισμού και του ανταγωνισμού.
Σε αυτή τη κατέυθυνση χρειάζεται να ανοίξει με πραγματικούς όρους και η συζήτηση για ένα τριτοβάθμιο πανελλαδικό όργανο με στόχο την κατοχύρωση του φοιτητικού συνδικαλισμού και την ενίσχυση των φοιτητικών συλλόγων σε μια περίοδο που η κυβέρνηση και οι διοικήσεις προσπαθούν να τα απονομιμοποιήσουν. Η ύπαρξη ενός τριτοβάθμιου οργάνου δεν θα λύσει μαγικά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε. Θα αποτελέσει όμως ένα σημαντικό εργαλείο το οποίο οι δυνάμεις της μαχόμενης αριστεράς μπορούν να αξιοποιήσουν για την συγκρότηση του φοιτητικού κινήματος. Για να ξεδιπλωθεί ένα πανελλαδικό φοιτητικό κίνημα με ένταση και διάρκεια, που θα επικοινωνούν αγωνιστικά οι πρωτοπόροι σύλλογοι με τους υπόλοιπους. Για να γεννήσουμε ξανά την ελπίδα για υλικές νίκες που θα βελτιώσουν άμεσα τις ζωές μας. Σε αυτό μπορεί να συμβάλλει η ύπαρξη μιας νέας ΕΦΕΕ, με στόχο να προσδώσει πανελλαδικά χαρακτηριστικά στο φοιτητικό κίνημα και να μεταφέρει το αγωνιστικό κλίμα σε κάθε τμήμα και κάθε άκρη της Ελλάδας, να ενισχύσει την ένταση και την διάρκεια με στόχο να περάσει το κίνημα στην αντεπίθεση και να επιβάλλει κατακτήσεις.
Μπορούμε να νικήσουμε
Η ανασυγκρότηση του φοιτητικού συνδικαλισμού απαιτεί να επιστρέψει ξανά στις σχολές η πολιτική για την υπεράσπιση των συμφερόντων, να δοθεί μεγαλύτερο νόημα στις Γενικές Συνελεύσεις, αφού δεν θα αφορούν απλά τον συσχετισμό σε ένα τμήμα, αλλά τον συσχετισμό πανελλαδικά για το φοιτητικό κίνημα. Η άποψη του Θ. Μαγκλάρα (και της Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης) ότι «ειδικά στις σημερινές συνθήκες άγριας καπιταλιστικής επίθεσης δεν υπάρχει -ακόμα και να θέλαμε- κανένας για να διαπραγματευτούμε τις σπουδές και τη ζωή μας», αποτελεί παραίτηση από την μαζική πάλη με στόχο άμεσες νίκες και κατακτήσεις απέναντι στην κυβέρνηση και το σύστημα. Αποτελεί ενσωμάτωση της απογοήτευσης και επί της ουσίας ανομολόγητη προσχώρηση στην γραμμή της ΚΝΕ και του ΚΚΕ ότι «δεν υπάρχουν δυνατότητες για λαϊκές κατακτήσεις σήμερα». Γραμμή που καταλήγει στο «τι δημόσιο, τι ιδιωτικό, το ίδιο είναι», που αρνείται να διεκδικήσει να περάσουν τώρα οι σιδηρόδρομοι στο δημόσιο, χωρίς αποζημίωση, κάτω από τον έλεγχο των εργαζόμενων και της κοινωνίας και υποβαθμίζει καθαρά την πάλη ενάντια στα ιδιωτικά ΑΕΙ. Τα αποτελέσματα είναι η ΚΝΕ όχι μόνο να μην συμμετέχει στις Γενικές Συνελεύσεις σε μια τέτοια περίοδο, αλλά να ασκεί πολεμική, να τις καταψηφίζει, να τις καταγγέλλει και να τις σαμποτάρει αποχωρώντας, εξυπηρετώντας ουσιαστικά την προσπάθεια της κυβέρνησης για εφαρμογή των ψηφισμένων νόμων.
Οι δυνάμεις της μαχόμενης φοιτητικής Αριστεράς αποτελούν πλειοψηφία στην κάλπη των εκλογών και έχουν ανατρέψει την πρωτοκαθεδρία της ΔΑΠ και έχουν απομειώσει τις δυνάμεις της ΠΑΣΠ. Είναι πλέον αποκλειστικά στο χέρι μας η ανασυγκρότηση του φοιτητικού συνδικαλισμού, η ενεργοποίηση των συλλόγων και η ενιαία, δημοκρατική, ελεγχόμενη από την βάση πανελλαδική οργάνωση του φοιτητικού κινήματος για πραγματική αντεπίθεση και ανατροπή.
Βλέπουμε την επίθεση στην εκπαίδευση να είναι συνολική: ιδιωτικά πανεπιστήμια, εμπορευματοποίηση έρευνας, πειθαρχικά σε φοιτητές και εκπαιδευτικούς, αξιολόγηση, υποβάθμιση δημόσιου σχολείου, επέκταση ιδιωτικής εκπαίδευσης. Συνεπώς, απαιτείται ενιαίο πανεκπαιδευτικό μέτωπο που θα συνδέει φοιτητές, εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων, μαθητές και γονείς, με εργατικό–λαϊκό χαρακτήρα. Η συγκρότηση του μετώπου στηρίζεται στην αυτοτελή δράση σωματείων και συλλόγων, στον συντονισμό και στη δημόσια κοινή παρουσία με δύο άμεσες ενοποιητικές αιχμές: αντίσταση στα πειθαρχικά και στον αυταρχισμό, ανατροπή της νομιμοποίησης των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Με τελικός στόχο: όχι μια αμυντική στάση, αλλά μία αντεπίθεση για δημόσια, δημοκρατική για όλους εκπαίδευση, σε σύγκρουση με τον νεοφιλελευθερισμό και την αστική στρατηγική.
Τα διακυβεύματα είναι τεράστια και χρειάζεται κάθε δύναμη να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Η ανατρεπτική και ριζοσπαστική φοιτητική αριστερά οφείλει να ξεπεράσει τις αγκυλώσεις της και να σηκώσει ανάστημα μπροστά στην επίθεση που δέχεται το δημόσιο δωρεάν δημοκρατικό πανεπιστήμιο. Κάθε σχήμα της φοιτητικής ριζοσπαστικής αριστεράς που δεν θέλει περιορισμούς και καλούπια, που δεν θέλει να ψάχνει περιεχόμενο για να διαχωριστεί αλλά κυρίως για να ενωθεί, χρειάζεται να συμβάλλει με στόχο την ενότητα της ανεξάρτητης φοιτητικής αριστεράς για να δώσουμε από κοινού τις μάχες που έρχονται, για να δυναμώσουμε τον φοιτητικό συνδικαλισμό και να διαμορφώσουμε ένα μάχιμο και διεκδικητικό φοιτητικό κίνημα.
*Μέλος του Πανελλαδικού Συμβουλίου της Μετάβασης – Οργάνωση για την Κομμουνιστική Προοπτική

