Το έθιμο των πανηγυριών στην καρδιά του Αυγούστου, της Παναγιάς, έκλεινε από παλιά τον ετήσιο αγροτικό παραγωγικό κύκλο.
Παραμένουν και σήμερα ανάγκη επικοινωνίας και αναζήτησης, καθώς καλλιεργούν το πνεύμα της κοινότητας και της κοινοκτημοσύνης. Παραμένουν όμως και ως πρακτική ανάγκη των κατοίκων, γιατί καλύπτουν κενά σε υποδομές και έργα στο χωριό (σχολεία, δρόμοι, πλατείες, γεφύρια, έργα ύδρευσης και άλλα). Εκεί που το επίσημο κράτος απουσιάζει και δεν ιδρώνει, είτε από ανέχεια είτε από πολιτικό γινάτι, όπως στην περίπτωση της Νικαριάς.
Παραμένουν υπόδειγμα συλλογικότητας και ανιδιοτέλειας, προσφορά από τους ντόπιους κατοίκους-εθελοντές, μελών του τοπικού συλλόγου που αναλαμβάνουν το στήσιμό του χάριν του κοινού σκοπού.
Παραμένουν υπόδειγμα διαφάνειας και χρηστής διαχείρισης. Πριν από κάμποσα χρόνια, ένας μεγαλοεργοστασιάρχης της τσιμεντοβιομηχανίας επισκέφτηκε τη Νικαριά τον Αύγουστο. Πήγε στα μεγάλα πανηγύρια που τον εντυπωσίασαν. Εκείνο που τον εντυπωσίασε περισσότερο ήταν ο απολογισμός. Όταν την επόμενη μέρα είδε στους τοίχους της πλατείας την ανακοίνωση του απολογισμού: Έσοδα τόσα. Έξοδα τόσα, Καθαρά κέρδη τόσα, και καλούσε τα μέλη του συλλόγου σε συνέλευση για να αποφασίσουν πως θα τα διαθέσουν. «Να είχα τέτοιους πρακτικούς διαχειριστές», είπε παραπονιάρικα.
Ο Αύγουστος ο πανηγυριώτης, έστω και λειψός από την κρίση, υπόσχεται τη δραπέτευση από το άστυ και την καταφυγή, έστω και για λίγο, στις ζωτικές οάσεις της φύσης και της παράδοσης.
Ο Αύγουστος ο πανσέληνος, με τις πολλές αιγαιοπελαγίτικες Παναγιές, εκείνες της άγιας μάνας που παρηγορούν, μεσολαβούν και θεώνται.
Ο Αύγουστος, ο καλός ο μήνας. «Αύγουστε, καλέ μου μήνα, ν’άσουν δυό φορές το χρόνο». Όπως τον τραγουδά η παλιά λαϊκή μούσα.
Παρ’ ότι οι φόρμες και οι κύκλοι έχουν αλλάξει, αυτός εξακολουθεί να επιμένει. Σαν αναγεννημένος Διόνυσος, με τους σειληνούς και τους σατύρους του που υποβάλουν τη λατρεία του.
Ο Αύγουστος ο μιουζικάριος και ο βιολιτζής. Ο Αύγουστος του Καριώτικου χορού. Αυτός ο χορός, ο ακάθιστος και καθιστός. Που τον χορεύεις μέσα σου. Που μαγνητίζει τους νέους που συρρέουν στα πανηγύρια. Ένας χορός χθόνιος, διονυσιακός, ένας ρυθμός που ξορκίζει το χάρο και διεκδικεί τη ζήση. Εκείνα τα πολυπληθή χορικά στη μέση της πλατείας είναι διέξοδος και λευτεριά, ακόμα κι αν δεν γνωρίζεις καλά τα πατήματα. Είναι σα να περνάς μέσα από τα σίδερα και τη νύχτα που σε ζώνουν και να βγαίνεις στο ξέφωτο.
Χορεύοντας κυκλωτικά, είναι σα να διαδηλώνεις. Συναντάς τον άλλον, τον άγνωστο που γίνεται γνωστός. Είναι μια κοινωνία ψυχών και σωμάτων. Αυτός ο μεγάλος θίασος σπάει τις «αλυσίδες», καταργεί το «κάτεργο» και τραγουδά τη ζωή. Εκεί στην αλάνα, στην πλατεία, κάτω από τον οίστρο του βιολιού.
Όταν κάθεσαι και παρακολουθείς τους πολυάριθμους χορευτές, τους εξουθενωμένους από τα βήματα και τον «πράμνειον οίνον», νιώθεις παράλυτος, μια καταχθόνια εγκαρδιότητα, καθώς ο ρυθμός και οι κραυγές τους σε διαπερνούν. Νιώθεις δυνατός, το αίμα να τρέχει στις φλέβες σου, το σώμα σου δοσμένο για ζωή.
Τα κρουσταλλένια κορίτσια, αυτές οι μούσες ανάμεσα στους διονυσιακούς ακολούθους, κάνουν τον κυκλωτικό χορό πιο νοσταλγικό και παθητικό, πιο καρδιοκλέφτη. Ένας χορός που καταργεί όλες τις προσφυγές και την εγκράτεια. Που καταργεί το εφικτό και σε βγάζει στην ουτοπία, σ’ εκείνο το πεδίο που ολοκληρώνεται η ύπαρξη.
Κι όλο αυτό σε λίγα μέτρα χώρο, εκεί που η μουσική μετουσιώνεται.