18.8 C
Athens
Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Το σπίτι των επιθυμιών και των πόνων, του Σαράντου Φράγκου


 

 

‘’Τέχνη είναι ο βαθύς πόνος

Τέχνη είναι ο βαθύς έρωτας

Τέχνη είναι το προθανάτιο γέλιο

Τέχνη είμαστε ΕΜΕΙΣ με όλα τα

ελαττώματα και τα πάθη’’

  Α. Ακριθάκης.

Άλλος ένας ξεχωριστός, ένας ακόμα της γενιάς μας ‘’έφυγε’’ πριν από λίγες μέρες στις 18 του μηνός νικημένος από την επάρατο. Ο ποιητής και ζωγράφος Γιώργος Κακουλίδης. Ένα κενό, όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, μια ορφάνια που το μέγεθός της συνειδητοποιείται τη στιγμή της εκδημίας.

 

Όπως όλοι οι σημαντικοί που φεύγουν, έτσι και ο Κακουλίδης, μας αφήνει πλούσια κληρονομιά. Τη σάρκα και το αίμα του, τον τρόπο που πορεύτηκε στη ζωή και μαζί τα έργα του. Τα πεζά, τους στίχους, τις ζωγραφιές, τις γραφτές και άγραφτες αγωνίες του για το που πάμε. Και ακόμα τη συνειδητή του συμπόρευση με όσους θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο. ‘’Είμαι με τους κόκκινους. Προστατεύουν την ορθοστασία μου, την αξιοπρέπειά μου. Είναι το τελευταίο καταφύγιο’’ θα πει.

 

Υπήρξε γιός του σπουδαίου ζωγράφου Δημήτρη Κακουλίδη που η φυσιογνωμία, οι αρχές και η αισθητική του τον επηρέασαν βαθιά. Από μικρός έμαθε να βγάζει γλώσσα στη ματαιότητα των πραγμάτων, από μικρός έμαθε να διαλέγει λέξεις σκληρές σαν διαμάντια και να τις πετάει κατά πρόσωπο αδιαφορώντας για το κάλλος.

 

Είχε την τύχη, λόγω του πατέρα του, να περάσουν από μπροστά του και να γνωρίσει καλλιτέχνες- ιερά τέρατα. Μ. Κατσαρός, Α. Ακριθάκης, Ν. Καρούζος, Κ. Ταχτσής, Γ. Τσαρούχης και πολλοί άλλοι. Ο Κακουλίδης αφομοιώνοντας και μεταφράζοντας τον πυκνό τους λόγο, βρίσκεται από νεαρός μπροστά σε λέξεις και χρώματα. Και αυτές οι λέξεις και τα χρώματα τον αιχμαλωτίζουν για πάντα. Διαθέτει όμως το ξεχωριστό ταλέντο και διαγράφει το δικό του δρόμο και τρόπο.

 

‘’Τα μάτια που περίμενα ετούτο το βραδάκι,

 γίναν ψυχές και γλύφουνε τ’ αυτιά μου σαν σκυλιά

 με βγάζουν απ’ το δρόμο μου και μέσα στο σκοτάδι,

 ένα μαχαίρι αφήνουνε στα χέρια μου απαλά.

 Κυρία εσύ που έρχεσαι σε με, τον πεθαμένο,

 και βλέπεις μέσα μου όσα εγώ αγνοώ,

 το άγριο ρόδο σου ας γέρνει μεθυσμένο,

θα κόψω το κεφάλι σου για να το παντρευτώ’’

(«Θα κόψω το κεφάλι σου», μελοποίηση: Θ. Μικρούτσικος-Δ. Μητροπάνος)

Έχει το θάρρος, όσο λίγοι, να ρισκάρει, να εκτίθεται, να αδιαφορεί, να βγάζει γλώσσα. ‘’Σε ό,τι με μεθάει εκτίθεμαι. Δεν έχει ο χρόνος δικαιώματα παραπάνω από μένα’’. Λάτρης της άγριας ομορφιάς και της ακραίας ευαισθησίας, είναι ο ευγενής των ταπεινών, ο είρωνας των σαλονιών. Σαν ένα μαστίγιο από βαμβάκι ο λόγος του διαπερνά τους συμβιβασμένους συνοδοιπόρους του κάθε εφιάλτη. Έτσι έμαθε, να γράφει με χρώματα και να ζωγραφίζει με στίχους. Ένας ‘’καταραμένος’’ ίσως, ένας αιώνιος πλάνης και ταξιδευτής, ένας γιός της Καισαριανής. «Πάντοτε στα δύσκολα ακούω τον ψίθυρο των Διακοσίων του Σκοπευτηρίου, που μου λένε πως ό,τι κάνουμε το κάνουμε για λόγους ΄΄ορθοστασίας΄΄ ενάντια στην άβυσσο που μας περιβάλει».

Οι στίχοι του είναι μαχητικοί, ασυμβίβαστοι, όχι στιλιζαρισμένοι, όχι προβλέψιμοι, αλλά απότομοι και γι’ αυτό δύσκολοι. Θέλει προσπάθεια και εξοικείωση για να τους ξεκλειδώσεις. Όπως και στην περίπτωση του Ν. Καρούζου που ήταν μέντοράς του. Όταν όμως τα καταφέρεις, αποζημιώνεσαι. Γιατί με ένταση μπαίνεις και γνωρίζεις, από άλλη οπτική γωνία την κόλαση του καιρού μας. Χωρίς δάνεια και φιοριτούρες γνωρίζεις όλους εκείνους που ‘’καίγονται πραγματικά’’.

Το ίδιο και οι ζωγραφιές του. Ένας ζωγράφος που συναρπάζει με το στροβίλισμα, με την παράνοια και τις εναλλαγές της. Με τις μορφές του να εκπέμπουν μιαν έλλειψη, μια ορφάνια, που κάτι ψάχνουν, κάτι περιμένουν.

‘’Τον τελευταίο τον καιρό

πάτησα πάνω στο σταυρό

και χάθηκα Μαρία.

Στο ξύλο είχα λησμονιά

μα όμως μέσα μου κρυφά

μ’ έκοβε μια άγρια επιθυμία.

Πριν με υψώσει ο τρελός

του ουρανού ο πετεινός

να μπω στα μάτια σου να δω

της ζωής μου την ταινία.

Τον τελευταίο τον καιρό

πάτησα πάνω στο σταυρό

και χάθηκα, Μαρία.’’

(«Το τραγούδι του Χριστού», μελοποίηση: Θ. Μικρούτσικος, Κ. Θωμαΐδης).

Δέκα έξι ποιητικές συλλογές, εφτά πεζογραφήματα, δυο θεατρικά, δυο μαρτυρίες μας άφησε παρακαταθήκη μαζί με τους μελανούς από ένταση και ομιλούντες πίνακές του. Ο Μικρούτσικος, ο Κυπουργός, ο Σέμσης και άλλοι έχουν μελοποιήσει ποιήματά του.

 

‘’Ανήκει σε εκείνους τους λίγους δεξιοτέχνες της κλαυσίγελης θρηνωδίας που διαπερνά δρόμους και στέκια, πλατείες και ξενυχτάδικα ως πολυκέφαλη συντροφιά που ζει την πόλη σαν εντεταλμένη σαρκοφάγο’’. Θα πει γι’ αυτόν ο Κ. Παπαγιώργης.

 

Ο Γιώργος Κακουλίδης στις 18 του Οχτώβρη γύρισε για στερνή φορά στο σπίτι του. «Στο σπίτι των επιθυμιών και των πόνων. Που μέσα σ’ αυτό και από αυτό ξεκινάει η επικοινωνία με τον κοινωνικό χώρο, εδώ γεννιέται η επεξεργασία μυαλού και αισθημάτων. Είναι το άντρο, το καταφύγιο, το αρχέτυπο σπήλαιο, το κοχύλι, η φωλιά. Που συναρμολογεί όλες τις φυσικές πληροφορίες και βγαίνεις έξω έτοιμος. Και δεν έχει σχέση με την εξέλιξη των σπιτιών, την ιδιοκτησία, το αστικό σπίτι και τον αστικό διάκοσμο. Είναι η τράπεζα πληροφοριών και συγκινήσεων, η μνήμη, ένα δάσος συμβόλων. Από αυτό βγαίνει ο Ναός, αλλά και η Πνύκα και ο Άρειος Πάγος, όλοι οι χώροι οι μεγάλοι και ιστορικοί. Όλα αυτά, ως πεδία ένδοξων μαχών και ένδοξων επαναστάσεων» (Γ. Κακουλίδης, ‘’Περί αλητείας’’)

 

Αυτό το αληθινό σπίτι, είναι το σπίτι της ποίησης, της τέχνης. Ο Γ. Κακουλίδης με το πρόωρο φευγιό του μας μαθαίνει πιο έντονα, πιο σπαραχτικά τι είναι η τέχνη. Όπως και άλλοι εξαιρετικοί της γενιάς μας που έφυγαν νωρίς και που μας έμαθαν με τρόπο υποβλητικό να ψάχνουμε, με συνεχείς διερωτήσεις και υπερβάσεις για το τι είναι πολιτική και φιλοσοφία, τι είναι η επαναστατική στρατηγική.

 

Όπως και να το κάνουμε είμαστε εξαρτημένοι. Από λέξεις, στίχους, ήχους και εικόνες. Όπως και από τις μυρωδιές του μόχθου και τα χρώματα της φτώχιας, της αλλοτρίωσης και της εκμετάλλευσης. Ο κοσμοκαλόγερος Γ. Κακουλίδης, όπως πολλοί τον αποκαλούσαν, δείχνει με τις λέξεις και τα χρώματά του τη μη ανταλλακτική αξία της έντιμης ζωής, την αντίσταση στο εύκολο, στο κέρδος, στο ευτελές, στο μάταιο, στο κενό, στο τίποτα. Δεν είναι ποιητής, αλλά μια ιστορία που συνεχώς κινείται, ένα σώμα γιομάτο εμπειρίες μοναδικές μέσα σε όστρακα θαλασσινά.

 

Ίσως και να ‘ναι η μοίρα των καλλιτεχνών, όπως εκείνος. Να πετούν στον αέρα με φτερά σαν τον Ίκαρο. Μια πτήση που αφήνει ίχνη στον ουρανό, μια μικρή λευκή γραμμή που διασχίζει το γαλάζιο, τη ζωή του καθενός. Γιατί ένα ποίημα, ακόμα και σήμερα, την ομορφαίνει. Γιατί «η ποίηση είναι το όνομα της αιωνιότητας», όπως λέει ο Γιώργος Κακουλίδης.

 

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ