Επέστρεψε. Τέσσερα χρόνια μετά τη χαοτική αποχώρησή του από τον Λευκό Οίκο, ο Ντόναλντ Τραμπ έγινε ο 47ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο νέος πρόεδρος θα ορκιστεί στις 20 Ιανουαρίου 2025 μπροστά στο Καπιτώλιο της Ουάσιγκτον και θα εγκατασταθεί στο Οβάλ Γραφείο, με τη δύναμη μιας αδιαμφισβήτητης νίκης, καθόσον κέρδισε τόσο την εκλογική όσο και τη λαϊκή ψήφο. Αυτή τη φορά ο Ντόναλντ Τραμπ θα έχει κατά πάσα πιθανότητα «πλήρεις εξουσίες», αφού: η Γερουσία είναι ήδη υπέρ του, η Βουλή των Αντιπροσώπων και αυτή, και πολλοί δικαστές είναι πιο ευνοϊκοί γι’ αυτόν απ’ ό,τι μεταξύ 2016 και 2020.
Η φετινή νίκη Τραμπ βασίζεται στην κοινωνική συμμαχία μεταξύ του κατεστημένου (ελίτ) – παλαιού και νέου, ιδιαίτερα νέου – και του πιο περιφερειακού γεωγραφικά, κοινωνικά και πολιτισμικά εκλογικού σώματος. Η συμμαχία, που έφερε τον Ντόναλντ Τραμπ για δεύτερη φορά στην εξουσία, είναι θεμελιωδώς διαφορετική από εκείνη που του επέτρεψε να νικήσει τη Χίλαρι Κλίντον το 2016.
«Ο εκλεγμένος νέος Αμερικανός πρόεδρος έδωσε μορφή σε μια νέα συμφωνία με την αμερικανική κοινωνία: πλούτος και τεχνολογική επιτάχυνση από τη μία πλευρά, διατήρηση και προστασία της παραδοσιακής αμερικανικής ταυτότητας από την άλλη».
Έτσι, οι πύραυλοι και οι δορυφόροι, οι διαστημικοί ανιχνευτές που προβάλλουν την πιθανότητα εξωγήινης ζωής για τον άνθρωπο, τα ρομπότ, τα αυτοκίνητα χωρίς οδηγό, ο υπερανθρωπισμός με ταυτόχρονη περιφρόνηση του ανθρώπου, η παγκοσμιοποιημένη οικονομία που βρίσκεται πάντα σε επιφυλακή για την επόμενη δημιουργική καταστροφή, οι παλιές και οι νέες ενεργειακές βιομηχανίες, η ψηφιακή – πληροφοριακή τεχνολογία και η τεχνολογία δεδομένων, όλα αυτά σχημάτισαν ένα ενιαίο μέτωπο μαζί με ένα εκλογικό σώμα της αμερικάνικης ενδοχώρας , οπισθοδρομικό και αντιδραστικό από κάθε άποψη. Το σώμα αυτό δεν εμπιστεύτηκε την κυβέρνηση των Δημοκρατικών, γιατί βλέπει με καχυποψία και απαιτεί ανυπακοή στην προοδευτική κουλτούρα που επικρατεί στα πανεπιστήμια, αναζητεί σε αιρέσεις και εκκλησίες τη δική του μορφή αντίστασης στη σύγχρονη εποχή, απαιτεί προστασία από τα ξένα προϊόντα, θέλει να μετεγκατασταθεί η βιομηχανία και να μειωθεί δραστικά η μετανάστευση.
Από τη μία πλευρά, ενσαρκώνει την επιθυμία για επιτάχυνση ενός τμήματος ελίτ των Ηνωμένων Πολιτειών που θέλει να απελευθερωθεί από όλους τους περιορισμούς και τους κανονισμούς που θέτει το κράτος – λαμβάνοντας υπόψη και τα συμφέροντα άλλων. Η ελίτ αυτή (π.χ. της Σίλικον Βάλεϋ) θέλει να επενδύσει και να κινηθεί προς το μέλλον, δεν περιφρονεί την παγκοσμιοποίηση αλλά θέλει να κυριαρχήσει σε αυτήν, επιδιώκει να έχει άμεσα την εξουσία και σκοπεύει να επιβάλει τον δικό της γλωσσικό και πολιτισμικό κανόνα.
Από την άλλη, εκφράζει την αντίδραση της Αμερικής των μικρών πόλεων, της χειρωνακτικής εργασίας, της αγροτικής ζωής και του κάντρι, των περιοχών των οποίων απειλείται η ουσία του «αμερικάνικου ονείρου»…
Η νέα πολιτική φόρμουλα του Τραμπ – εξαιρετικά ετερόκλητη – κατάφερε να ενώσει την εργατική και μεσαία τάξη της αγροτικής και προαστιακής Αμερικής με ένα σημαντικό τμήμα του αμερικανικού κατεστημένου. Οι συνωμοσιολόγοι της αγροτικής Αμερικής και οι πλουσιότεροι άνθρωποι του κόσμου ψήφισαν τον ίδιο πρόεδρο και νίκησαν.
Ο Τραμπ που νίκησε στις εκλογές κατάφερε να διασπάσει την ενότητα του αμερικανικού κατεστημένου δημιουργώντας ένα νέο ρεύμα στο εσωτερικό των ελίτ και κατακτώντας ό,τι πιο οπισθοδρομικό έχει η Αμερική.
Βέβαια συνηγόρησαν και εξωγενείς παράγοντες που καθόρισαν την νίκη Τραμπ.
Πρώτα και κύρια ότι πολλές από τις ιδέες του Τραμπ του 2016 επέζησαν από την προεδρία Μπάιντεν. Ο τεχνολογικός προστατευτισμός έναντι της Κίνας και ο βιομηχανικός προστατευτισμός έναντι του μεγαλύτερου μέρους του κόσμου- οι αυξημένες δαπάνες για βιομηχανική πολιτική και η προσπάθεια επαναπατρισμού της παραγωγής- ένα μεγαλύτερο ομοσπονδιακό έλλειμμα και μια σταδιακή διεθνής στρατιωτική απεμπλοκή ήταν όλα στοιχεία που, αν και με διαφορετικές μορφές και γλώσσα, είχαν όλα υιοθετηθεί και από την απερχόμενη δημοκρατική κυβέρνηση.
Ο δεύτερος σημαντικός παράγοντας, η γεωπολιτική χτύπησε την πόρτα – και άσκησε τους περιορισμούς της. Η εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία αποτέλεσε πλήγμα για την κυβέρνηση Μπάιντεν, η οποία δεν κατάφερε την αποτροπή της Ρωσίας και οδήγησε σε μεγάλες δεσμεύσεις στις στρατιωτικές δαπάνες – οι οποίες είναι ιδιαίτερα αντιδημοφιλείς τόσο στους Ρεπουμπλικάνους όσο και σε μέρος του Δημοκρατικού εκλογικού σώματος. Αποτέλεσμα: Τα επιχειρήματα του Ντόναλντ Τραμπ σχετικά με τη Ρωσία και τον Πούτιν αναζωογονήθηκαν ως πολιορκητικός κριός στην προεκλογική καμπάνια των Δημοκρατικών.
Σε ότι ισχύει για τη Μέση Ανατολή, παρά τη φιλοϊσραηλινή -κατά δήλωση του ίδιου του Τραμπ- τάση του, η κυβέρνηση των Δημοκρατικών στοχοποιήθηκε γιατί βρέθηκε ανάμεσα στην προσπάθειά της να περιορίσει τον Νετανιάχου και τα φιλοπαλαιστινιακά κινήματα που ασκούν πίεση στο κόμμα.
Τρίτος παράγοντας είναι ο πληθωρισμός, ο οποίος γιγάντωσε τόσο τη δυσαρέσκεια των λαϊκών τάξεων όσο και αποδείχθηκε μοιραίος για τις σχέσεις μεταξύ μέρους του οικονομικού κατεστημένου και των Δημοκρατικών.
Αποδείχθηκε ότι δεν υπάρχει πλέον μια ομοιογενής ολιγαρχία στις Ηνωμένες Πολιτείες που να θέλει να πιστεύει στην υπόσχεση προόδου, αξιοπιστίας και σταθερότητας που προσφέρει το Δημοκρατικό Κόμμα. Η οικονομική πολιτική των Δημοκρατικών, θεωρείται πια υπερβολικά επεκτατική και κρατικιστική. Η Πράσινη Συμφωνία αποδείχθηκε επίσης περιορισμός, με το αμερικανικό κατεστημένο να απογοητεύεται όλο και περισσότερο από τις οικολογικές πολιτικές. Οι δημοσκοπήσεις ήταν αρκετά σαφείς: στα μάτια του αμερικανικού κοινού, ο Τραμπ ήταν ο πιο αξιόπιστος από τους δύο προεδρικούς υποψηφίους για την ανάκαμψη της οικονομίας.
Τέλος, ένας τέταρτος παράγοντας έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη μεταμόρφωση: η αντίδραση της Σίλικον Βάλεϋ στις υπερβολές του οικονομικού ντιρεκτιβισμού της κυβέρνησης Μπάιντεν και στην επίθεση στην «πολιτική woke» από ορισμένους ειδήμονες του τεχνολογικού καπιταλισμού, όπως ο Elon Musk και ο Peter Thiel.
Οι προεδρικές εκλογές του 2024 σηματοδότησαν μια αλλαγή
Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι πλέον μόνο ο χαρισματικός λαϊκιστής που είχε καταφέρει να σφυρηλατήσει έναν ενστικτώδη δεσμό με την παραγωγική «βαθιά Αμερική» του παρελθόντος. Aλλά και αυτός που κατάφερε να συνδέσει – εκλογικά – αυτή τη Βαθιά Αμερική του παρελθόντος με την Ακραία Εγωκεντρική Αμερική του μέλλοντος.
Έτσι, δυστυχώς για τις Ηνωμένες Πολιτείες και περισσότερο μάλλον και για τον υπόλοιπο κόσμο, η επιστροφή του στην εξουσία αναμένεται να είναι ιδιαίτερα επιζήμια για τις μεσαίες και κατώτερες τάξεις, με άνισα φορολογικά μέτρα, δυσοίωνες πολιτικές για την κλιματική αλλαγή, παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο και γεωπολιτική αποσταθεροποίηση.