Πηγή: Infowar
Η κυβερνητική περιγραφή της πραγματικότητας αποτελείται πάντα από μια συνεχή αλυσίδα επιτυχιών. Σήμερα όμως θα δούμε τι συμβαίνει όντως τα τελευταία χρόνια στους λογαριασμούς των καταθετών στις ελληνικές τράπεζες. Εν ολίγοις, προς τα πού ρέει ο πλούτος την τελευταία τετραετία; (hint: αψηφά τη βαρύτητα).
«Οι φτωχοί φτωχότεροι, οι πλούσιοι πλουσιότεροι» – γνωστός αφορισμός, και αυτό που ποτέ δε θέλει να παραδεχθεί καμιά κυβέρνηση. Ανάμεσα στις συμπληγάδες της πληθωριστικής κρίσης και των κυβερνητικών εξαγγελιών για οικονομικές επιτυχίες, ας δούμε τι λένε τα τραπεζικά δεδομένα για το θέμα.
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να μπορούμε να καταλάβουμε τι είναι και τι δεν είναι τα στοιχεία που έχουμε μπροστά μας. Το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ) δημοσιεύει στα πλαίσια των ετήσιων ισολογισμών του αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία. Από το 2020 και μετά, ένα από αυτά τα στοιχεία είναι το ποσοστό λογαριασμών σε ελληνικές τράπεζες, οι οποίοι έχουν καταθέσεις μέχρι ένα ορισμένο ύψος.
Η ερμηνεία χρειάζεται μια προσοχή. Πρώτα απ’ όλα, τα στοιχεία αφορούν την τελευταία ημέρα κάθε ημερολογιακού έτους, όχι κάποιο μέσο όρο χρονιάς. Όμως είμαστε θετικά διακείμενοι, καθώς τα Χριστούγεννα οι άνθρωποι έχουν άλλες έγνοιες από το να ανοίγουν και να κλείνουν σωρηδόν λογαριασμούς. Ακόμα κι έτσι όμως, τα μόνα συμπεράσματα που θα τραβήξουμε αφορούν στην αλλαγή του ποσοστού κάθε κατηγορίας λογαριασμών από έτος σε έτος.
Περιοριζόμαστε έτσι επειδή αν π.χ. έχετε τρεις σχεδόν άδειους, πρακτικά ανενεργούς λογαριασμούς και έναν τέταρτο για τη μισθοδοσία σας, θα εμφανιστούν και οι τέσσερις σε αυτά τα στοιχεία. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε έναν εκατομμυριούχο να μοιράζει τα χρήματά του σε 3.000 λογαριασμούς των 1.000 ευρώ ο καθένας, αλλά μόνον ως ένα νοητικό πείραμα. Παρ’ όλα αυτά, στα υψηλότερα κλιμάκια είναι πιθανό ένα φυσικό πρόσωπο ή εταιρεία να έχει ένα ή δυο λογαριασμούς με πάνω από 100.000 ευρώ, και ακόμα μερικούς «καθημερινής χρήσης» με μικρότερα ποσά.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο φέτος είναι η τελευταία χρονιά που μπορεί με σιγουριά να γραφεί ένα άρθρο πάνω σε αυτά τα δεδομένα. Μετά τη Eurobank, η Εθνική Τράπεζα προχωρεί από το Μάρτιο σε αλλαγή του τύπου λογαριασμών, ώστε να επιβάλει μηνιαίο «ενοίκιο» στους πελάτες της. Πολύ εύκολα θα μπορούσε να χαρακτηρίσει αθέμιτες τις πρακτικές αυτές κανείς, καθώς υπάρχουν περιπτώσεις που η τράπεζα μετατρέπει ένα λογαριασμό σε κάποιου τύπου «προνομιακό», σώζοντας τον πελάτη από χρεώσεις που… έχουν ήδη καταργηθεί δια νόμου.
Δεδομένου αυτού, είναι πολύ πιθανό να κλείσουν το επόμενο διάστημα μαζικά ανενεργοί λογαριασμοί (όπως θα κάνει και ο γράφων άλλωστε), καθώς κάθε λογαριασμός θα μετατραπεί σύντομα σε οικονομική αφαίμαξη μέσα από τις πρακτικές καρτέλ που χαρακτηρίζουν το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Σαν πολλοί δε γίναμε ρε παιδιά;
Το πρώτο στοιχείο που μας αφορά είναι το πιο απλό: πόσοι λογαριασμοί υπάρχουν με πολλά ή λίγα χρήματα; Για την πενταετία 2020-2024, το 71% έως 72% (!) των λογαριασμών είχε λιγότερα από 1.000 ευρώ. Στα επόμενα δύο κλιμάκια, από 1.001 έως 5.000 και από 5.001 έως 50.000 ευρώ, βρίσκουμε το ίδιο περίπου ποσοστό, 12-14% των λογαριασμών σε κάθε κλιμάκιο. Στην αφρόκρεμα των 50.001 έως 100.000 ευρώ βρίσκεται το 1.2-1.5% των λογαριασμών. Τέλος, άνω των 100.000 ευρώ βρίσκεται μόλις το 0.6-0.8% των λογαριασμών.
Αυτά τα στοιχεία από μόνα τους λένε λίγα πράγματα που δεν περιμέναμε. Όλο το ζουμί βρίσκεται στο «από… έως». Ας δούμε πώς κατανέμονται στο χρόνο αυτά τα νούμερα.
| 2020 | 2021 | 2022 | 2023 | 2024 | |
| <1.000 | 71.9 % | 71.8 % | 72.5% | 70.9% | 71.0% |
| 1.001-5.000 | 13.8 % | 13.1 % | 12.4% | 13.3% | 13.0% |
| 5.001-50.000 | 12.5 % | 13.1 % | 13.0% | 13.6% | 13.7% |
| 50.001-100.000 | 1.2 % | 1.3 % | 1.4% | 1.4% | 1.5% |
| >100.000 | 0.6 % | 0.7 % | 0.7% | 0.8% | 0.8% |
Πίνακας 1: Ποσοστό του αριθμού καταθέσεων που βρίσκεται σε κάθε κλιμάκιο. Κάθε άνθρωπος μπορεί να έχει περισσότερους από έναν λογαριασμούς.
Όπως βλέπουμε, με την πάροδο του χρόνου μειώνεται το σχετικό πλήθος των «μικρών λογαριασμών». Ουσιαστικά, τα κλιμάκια έως και 5.000 ευρώ κατά κύριο λόγο μειώνονται, ενώ την ακριβώς αντίθετη πορεία ακολουθούν όλα τα υψηλότερα κλιμάκια. Μάλιστα, λόγω του μικρού τους αριθμού, οι αυξήσεις στα υψηλότερα κλιμάκια είναι πάρα πολύ έντονες, όπως μπορούμε να δούμε πιο εύκολα σε μορφή διαγράμματος:
Εικόνα 1: Ποσοστιαία αλλαγή του αριθμού λογαριασμών σε κάθε κλιμάκιο σε σχέση με το 2020. Όσο λιγότεροι είναι οι λογαριασμοί (υψηλά κλιμάκια), μια μικρή σχετικά αλλαγή στον αριθμό τους μπορεί να προκαλέσει έντονες αλλαγές.
Το συνολικό συμπέρασμα είναι η συνεχής μείωση του αριθμού λογαριασμών με λίγα χρήματα, το οποίο όμως αφορά περίπου τα ¾ των καταθέσεων. Αλλαγές σε τόσο μεγάλους αριθμούς μπορούν να έχουν μόνο συστηματικές αιτίες. Εκτιμούμε πως η σκέψη «είναι που είναι άδειος, γιατί τον κρατάμε;» έχει εκφραστεί σε πολλές συζητήσεις νοικοκυριών τα τελευταία χρόνια.
Πρέπει να σημειώσουμε πως το 2021-2023, το κλιμάκιο των 1.001-5.000 ευρώ φαίνεται να εμφανίζει μια αυξομείωση. Θα μπορούσε αυτό να οφείλεται σε κλείσιμο και ξανάνοιγμα δευτερευόντων ή/και αποταμιευτικών λογαριασμών, αλλά δεν έχουμε τα στοιχεία για να το ισχυριστούμε με σιγουριά. Το κρατάμε όμως κατά νου για την επόμενη ενότητα.
Τα λεφτά και η βαρύτητα, μια σχέση μίσους (μόνο)
Τα προηγούμενα στοιχεία αφορούσαν μόνο τον αριθμό λογαριασμών, αλλά όπως έχουμε πει, οι λογαριασμοί ανοίγουν και κλείνουν κατά το δοκούν. Ας μιλήσουμε λοιπόν για τα ποσά που υπάρχουν στους λογαριασμούς. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να μιλήσουμε για το «ειδικό βάρος» που έχει στον πλούτο της κοινωνίας κάθε οικονομικό κλιμάκιο. Πρόκειται άλλωστε για ένα μέτρο των πραγμάτων ανεπηρέαστο από τον αριθμό των άδειων λογαριασμών. Κυρίως όμως, μας δίνει μια καλή εικόνα για το πού βρίσκεται ο πλούτος της κοινωνίας. Κρατούμε κατά νου το γεγονός ότι εδώ μιλάμε για λογαριασμούς τόσο προσώπων, όσο και επιχειρήσεων που ορίζει το ΤΕΚΕ ως «επιλέξιμες».
Οι φτωχικοί λογαριασμοί λοιπόν (< 1.000 ευρώ), κατείχαν το 1.3 έως 1.7% (!) του πλούτου στην πενταετία που εξετάσαμε. Οι λογαριασμοί από 1.001 έως 5.000 ευρώ κατείχαν το 4.8-6.5%, ένα ποσοστό που θα μπορούσε να πει κανείς αναμενόμενο σε σχέση με τους προηγούμενους. Τα 5.001-50.000 ευρώ διεκδικούν πάνω από το ⅓ της πίτας: 34-39% των συνολικών καταθέσεων βρίσκεται σε αυτό το κλιμάκιο. Το κλιμάκιο των 50.001-100.000 ευρώ αφορά το 15-16% των καταθέσεων σε αυτήν την περίοδο, ένα απροσδόκητα χαμηλό ίσως ποσοστό. Εξηγήσιμο όμως, όταν δούμε πως οι λογαριασμοί άνω των 100.000 ευρώ κατείχαν το 36.5% έως και 44.3% των συνολικών καταθέσεων. Υπενθυμίζουμε πως αυτό το κλιμάκιο είναι μόλις το 0.6-0.8% σε αριθμό λογαριασμών!
Όπως και πριν όμως, πρέπει να δούμε πώς αλλάζουν αυτά τα ποσά στο χρόνο.
| 2020 | 2021 | 2022 | 2023 | 2024 | |
| <1.000 | 1.7 % | 1.5 % | 1.4% | 1.3% | 1.3% |
| 1.001-5.000 | 6.5 % | 5.6 % | 5.1% | 5.2% | 4.8% |
| 5.001-50.000 | 38.9 % | 37.2 % | 35.7% | 35.3% | 34.1% |
| 50.001-100.000 | 16.4 % | 15.7 % | 15.7% | 15.6% | 15.3% |
| >100.000 | 36.5 % | 40 % | 42.0% | 42.5% | 44.3% |
Πίνακας 2: Ποσοστό του συνολικού πλούτου που βρίσκεται σε κάθε κλιμάκιο καταθέσεων. Περισσότεροι από ένας λογαριασμοί μπορεί να ανήκουν στο ίδιο πρόσωπο.
Εικόνα 2: Ποσοστιαία αλλαγή του πλούτου σε κάθε κλιμάκο λογαριασμών σε σχέση με το 2020. Αυτό το μέτρο δεν επηρρεάζεται από ανενεργούς λογαριασμούς.
Με πολύ μεγάλη σαφήνεια βλέπουμε τον αφορισμό που αναφέραμε στην αρχή του άρθρου. Μόνο το κλιμάκιο άνω των 100.000 ευρώ αυξάνει τη δύναμή του σταθερά με την πάροδο του χρόνου. Ταυτόχρονα, όλα τα υπόλοιπα χάνουν σε οικονομική δύναμη, και μάλιστα όσο χαμηλότερα, τόσο πιο γρήγορα επιδεινώνεται η κατάστασή τους. Εκτός από το χαμηλότερο κλιμάκιο, το οποίο δείχνει μεταξύ 2023 και 2024 να έχει πιάσει πάτωμα.
Επίσης πρέπει να σημειώσουμε πως κάθε άτομο ή επιχείρηση μπορεί να έχει περισσότερους από έναν λογαριασμούς. Ειδικά στα υψηλότερα κλιμάκια, όπου η διάκριση ατόμου-επιχείρησης είναι δυσδιάκριτη, βλέπουμε μια αλματώδη αύξηση, της τάξης του 20% μέσα σε μια πενταετία – ίση σε ποσοστό με τη μείωση που είδαν τα δύο χαμηλότερα κλιμάκια. Θα ήταν απλοϊκό να πούμε πως έγινε μια ευθεία μεταφορά πλούτου προς τα πάνω. Παρ’ όλα αυτά, αυτά τα νούμερα έχουν μια… παρασιτική θα λέγαμε χροιά.
Κατακλείδα
Ό,τι εξαγγελία και να κάνει η κυβέρνηση, η πραγματικότητα είναι αμείλικτη. Οποιαδήποτε «ανάπτυξη» και να έχει λάβει χώρα, έχει πάει εξ’ ολοκλήρου στις επιχειρήσεις και σε μια χούφτα ανθρώπων στην κορυφή της οικονομικής πυραμίδας.
Ακόμα περισσότερο, κάθε ημέρα που περνά τα τελευταία χρόνια, είναι αδιαμφισβήτητο πλέον πως τα εργαζόμενα στρώματα δε χάνουν απλά την όποια αύξηση πλούτου συντελείται: αντιθέτως, φτωχαίνουμε ενεργητικά.
Τέλος, οι διάφορες δικαιολογίες που προβάλλονται για έκτακτα μέτρα, ανόδους τιμών, πολέμους, φωτιές, σεισμούς και καταποντισμούς, μπορεί να έχουν ρίζα στην πραγματικότητα. Όπως όμως παρατηρούμε, η μεταφορά πλούτου προς τα πάνω είναι σταθερή και αναλογική – όσο περισσότερη οικονομική δύναμη έχει ένα στρώμα, τόσο ευνοείται. Μπροστά στις πολιτικές και νομικές αποφάσεις που δημιουργούν αυτόν τον ιμάντα μεταφοράς πλούτου, όλα τα προαναφερθέντα είναι απλά δικαιολογίες για προειλημμένες αποφάσεις.

