Πόσα ακόμη χρήματα θα κοστίσει ο παροξυσμός πολεμικής προετοιμασίας που χαρακτηρίζει την ΕΕ; Πόσοι επιπλέον πόροι θα αφαιρεθούν από τους τομείς που (πρέπει να) καλύπτουν κοινωνικές και ανθρώπινες ανάγκες, για να «ντυθούν στο χακί» και να κατευθυνθούν οπουδήποτε ορίζουν οι πολεμικοί «παιάνες»;
Θεωρητικά, η απάντηση είναι δεδομένη. Θα ξοδέψουμε 800 δισ. ευρώ έως το 2030, έτος κατά το οποίο τα κράτη της ΕΕ πρέπει να είναι έτοιμα να πολεμήσουν με τη Ρωσία. Τούτο το χρονικό ορόσημο θέτει η Κομισιόν, με την ακρίβεια που θα είχε κάποιος φορέας διοργάνωσης μεγάλων αθλητικών αναμετρήσεων. Ή (διαλέγετε και παίρνετε) με την παραζάλη που «δέρνει» προφήτες, έτοιμους να ανακοινώσουν πότε ακριβώς θα αφανιστεί ο κόσμος. Κι αν ακόμη ο πόλεμος δεν ξεσπάσει το 2030, οι στρατιωτικές δαπάνες των κρατών – μελών της ΕΕ θα αυξάνονται κατ’ έτος κατά 288 δισ. ευρώ μέχρι το 2035. Ήδη, το 2024 αυξήθηκαν κατά 42%.
Στην πραγματικότητα, το «ξεζούμισμα» που (θα) υφίστανται οι κοινωνίες δύσκολα υπολογίζεται και δυσκολότερα χαλιναγωγείται. Στα «ψιλά» του Τύπου αλιεύει κανείς ειδήσεις για αναπροσαρμογές – φυσικά προς τα πάνω- κονδυλίων που εντάσσονται στο φάσμα της «πολεμικής οικονομίας». Τον Ιούλιο του 2025, η ΕΕ αποφάσισε ότι πρέπει να δεκαπλασιαστεί (!) ο προϋπολογισμός για τα έργα «στρατιωτικής κινητικότητας» και από 1,7 δισ. ευρώ να φθάσει στα 17 δισεκατομμύρια («Ναυτεμπορική», 20/10/2025). Ωσάν τα δισεκατομμύρια να είναι στραγάλια…
Τα έργα «στρατιωτικής κινητικότητας» αφορούν υποδομές (σε λιμάνια, δρόμους, γέφυρες, σιδηροδρόμους, κλπ) οι οποίες, ναι μεν δεν είναι αναγκαίες στην καθημερινή κοινωνική και εμπορική ζωή, αλλά κρίνονται απαραίτητες για τη γρήγορη μετακίνηση αρμάτων, βαρέων όπλων κ.α. Το θέμα, ασφαλώς, δεν είναι πόσο «μετρούν» 17 δισεκατομμύρια επί του συνόλου του θηριώδους ευρωπαϊκού «χακί» οικονομικού σχεδίου. Διότι, αν πυκνώσουν οι πολλαπλασιασμοί και άλλων «χακί» προϋπολογισμών, γίνεται εύκολα αντιληπτό πού θα οδηγήσουν οι αντίστοιχες αφαιμάξεις από το σώμα των κοινωνιών, οι οποίες ήδη καλούνται να αποδεχθούν όσες θυσίες «χρειαστεί».
Η μετοχή της Rheinmetall «συν 253%», η προθυμία για κατάταξη χαμηλά…
Μπορούμε, πάντως, να παρατηρήσουμε μία «αρμονία» μεγεθών, σε ό,τι αφορά τις αφαιμάξεις και τα κέρδη των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στο πεδίο της πολεμικής βιομηχανίας. Τροφοδοτήσαμε εμείς, οι Ευρωπαίοι «κοινοί θνητοί», την κατά 42% αύξηση των στρατιωτικών δαπανών της ΕΕ, πέρσι; Ε, πάνω από 40% αναμένεται να αυξηθούν κατά το 2026 τα κέρδη της γερμανικής Rheinmetall, της σουηδικής Saab (που ως αυτοκινητοβιομηχανία έκλεισε τον κύκλο της το 2011-2012, αλλά διαπρέπει ως δημιουργός εξελιγμένων πολεμικών μηχανών) και της βρετανικής BAE Systems. Αυτό έχουν υπολογίσει οι Financial Times, λαμβάνοντας υπόψη πόσα – και πόσο μεγάλα – συμβόλαια έχουν «πάρει» οι τρεις εταιρείες.
Αλλά ποιος είπε ότι το «πάρτι» είναι ξέφρενο μόνο στην Ευρώπη; Σύμφωνα με την ίδια εφημερίδα, οι 15 κορυφαίες πολεμικές βιομηχανίες στον κόσμο θα χαρούν μέσα στο 2026 κύκλο εργασιών που θα είναι σχεδόν διπλάσιος εκείνου του 2021. Οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες έφτασαν πέρυσι τα 2,46 τρισεκατομμύρια δολάρια. Οι εταιρείες «άμυνας και αεροδιαστημικής» αυτήν την περίοδο «καλπάζουν» στη Wall Street, όπως και στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια.
Αν ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι «ζάχαρη» για αρκετές μεγάλες εταιρείες, η συνέχισή του φαντάζει συνώνυμη της ευτυχίας… Από το 2022 ως το 2023, η Rheinmetall πρόλαβε ν’ αυξήσει τα έσοδά της κατά 10%. Η επίσης γερμανική Diehl, κατά 30%. Την 31η Δεκεμβρίου 2021, δηλαδή 54 ημέρες πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η μετοχή της Rheinmetall βρισκόταν κάτω από τα 80 ευρώ. Την Παρασκευή, 24 Οκτωβρίου 2025, «έκλεισε» στα 1.770 ευρώ. Η άνοδός της μέσα σε ένα έτος, δηλαδή από τις 24 Οκτωβρίου 2024, έφθασε το 252,6%. Φανταστείτε πόσο θα… χαίρονταν τα στελέχη της Rheinmetall αν έληγε η αιματοχυσία του ουκρανικού…
Κάπου εδώ, όμως, υπάρχει μια εκκρεμότητα. Το «όραμα» της στρατιωτικοποιημένης Ευρώπης χρειάζεται και ανθρώπους, πρόθυμους να καταταγούν στο στρατό, σε μία περίοδο κατά την οποία η πολεμική σύρραξη με τη Ρωσία διατυμπανίζεται περίπου σαν ευρωπαϊκό «πεπρωμένο».
Πόσοι , όμως, προθυμοποιούνται; Όχι όσοι «χρειάζονται». Οι εθελοντές δεν επαρκούν και γι’ αυτό έχει τεθεί ζήτημα υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας σε αρκετές χώρες (σε λίγα κράτη της ΕΕ ισχύει σήμερα).
Στο σημείο αυτό βλέπουμε ένα διπλό «χάσμα». Διότι δίπλα στην απόσταση ανάμεσα στις «ανάγκες» και την προθυμία, παρατηρείται – και καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις – κι ένα… χάσμα γενεών: Εγκρίνουν την υποχρεωτική στρατολόγηση οι άνθρωποι των μεγάλων ηλικιών, με ιδιαίτερο δε ενθουσιασμό (δηλαδή υψηλότερα ποσοστά) οι άνω των 70 ετών. Την απορρίπτουν όμως οι νέοι 18 – 29 ετών, δηλαδή αυτοί που είναι επιλέξιμοι για στρατιωτική θητεία.
«Θα χάνουμε ως και χίλιους στρατιώτες την ημέρα… »
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Γερμανία, όπου ο… καγκελάριος – στρατηλάτης Μερτς επιθυμεί – μεταξύ άλλων – να δει 80.000 περισσότερους άνδρες στο στρατό. Σε δημοσκόπηση του YouGov, συνολικά το 54% των ερωτηθέντων τάχθηκε υπέρ της επαναφοράς της υποχρεωτικής θητείας. Όμως η «νίκη» αυτή στηρίχθηκε στο 66% των εβδομηντάρηδων και άνω. Την υποχρεωτική στράτευση απορρίπτουν τα δυο τρίτα των νέων ηλικίας 18 έως 29 ετών. Και στο εναπομείναν ένα τρίτο δεν διαφαίνεται «πρεμούρα» για κατάταξη.
Η αντίθεση των νέων αντανακλάται στο γερμανικό πολιτικό σκηνικό, προκαλώντας και εκεί κάποια «χάσματα» και ρήγματα: Η Νεολαία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) έχει ξεσηκωθεί εναντίον της υποχρεωτικής στράτευσης, αλλά ο Σοσιαλδημοκράτης υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους είναι αυτός που καλείται να φέρει σε πέρας το σχέδιο για μια Γερμανία, της οποίας η στρατιωτική ισχύς θα θυμίζει Β΄ και Γ΄Ράιχ, αν όχι και την παλιότερη Πρωσία. Εκείνη, για την οποία ο πόλεμος ήταν «εθνική βιομηχανία», όπως είχε σημειώσει ο Γάλλος συγγραφέας και πολιτικός Μιραμπό, στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα.
Η απροθυμία των νέων Γερμανών να καταταγούν έχει απογοητεύσει και ή και εκνευρίσει τους στρατιωτικούς κύκλους της χώρας. Κύκλους που πιέζουν εντονότατα, ώστε να επανέλθει η υποχρεωτική στρατολόγηση. Σε πρόσφατη συνέντευξή του στον ειδησεογραφικό ιστότοπο RND, ο πρόεδρος της Ένωσης Εφέδρων του Γερμανικού Στρατού, Πάτρικ Σένσμπουργκ, εξέφρασε μεγάλη δυσφορία για αυτό το έλλειμμα. Οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις – παρατήρησε- αδυνατούν εδώ και πολύ καιρό να φθάσουν ακόμη και στο ψυχολογικό όριο των 200.000 ανδρών και γυναικών, μολονότι ο στόχος είναι να αποκτήσουν 260.000 στρατιώτες (από 180.000) και 200.000 εφέδρους, «που θα μπορούν να κινητοποιούνται γρήγορα».
Είναι, πάντως, εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσο θα… συνεγείρει τη γερμανική νεολαία το επιχείρημα που ανέπτυξε ο Σένσμπουργκ: «Ακούγεται σκληρό, το ξέρω, αλλά σύμφωνα με τους υπολογισμούς του στρατού, σε περίπτωση πολέμου κάθε μέρα θα χάνονται έως χίλιοι στρατιώτες στο μέτωπο — ή θα τραυματίζονται τόσο σοβαρά ώστε να μην μπορούν να συνεχίσουν να πολεμούν. Θα πρέπει να αντικατασταθούν, από εφέδρους». Κι επειδή μάλλον συνειδητοποίησε πώς ακριβώς θα επενεργούσαν τα λόγια αυτά, έσπευσε να προσθέσει: «Ο πόλεμος σημαίνει θάνατο, πόνο και δυστυχία — γι’ αυτό πρέπει να κάνουμε τα πάντα, ώστε να τον αποφύγουμε».
Ηθικό δίδαγμα: Αν δεν πιστεύετε ότι ένας πόλεμος εναντίον της Ρωσίας θα είναι ιερός και τιμημένος, πιστέψτε τουλάχιστον ότι θα τον αποτρέψουμε, «δια της ισχύος» που θα φοβίσει τη Μόσχα. Αλλά, καθώς φαίνεται, οι νέοι Γερμανοί δεν συγκινούνται…
«Βομβαρδισμός» με δυο αντικρουόμενους ισχυρισμούς
Ας θυμηθούμε δυο χαρακτηριστικές φράσεις, τις οποίες είχε εκστομίσει πριν από μερικούς μήνες – ο διευθυντής του Ευρωπαϊκού Κέντρου Στρατηγικής Ανάλυσης (CEAS), Φιλίπ Μιγκό. Η πρώτη: «Στο ηθικό λογισμικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των λαών της η ‘κουλτούρα πολέμου’ έχει σε μεγάλο βαθμό διαλυθεί».
Σίγουρα γίνεται μεθοδική προσπάθεια να… συναρμολογηθεί η «κουλτούρα πολέμου», αλλά τι ακριβώς δείχνει η πενιχρότητα των αποτελεσμάτων αυτής της ιδεολογικής εκστρατείας, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την επιθυμία των νέων να καταταγούν; Ας αρχίσουμε από το αυτονόητα: Στη μεγάλη τους πλειονότητα οι νέοι άνθρωποι, πρώτον, δεν έχουν διάθεση να κάνουν «άνω κάτω» τους προγραμματισμούς της ζωής τους και, δεύτερον, δεν θέλουν να παίξουν «κορώνα γράμματα» την ίδια τη ζωή τους. Υπό μία συγκεκριμένη οπτική γωνία όλα τούτα, που συνθέτουν την – κατά Μιγκό- απουσία της παλιάς «κουλτούρας πολέμου», δείχνουν μαλθακότητα και νοοτροπία του «δεν θα βγάλω εγώ το φίδι από την τρύπα». Πόσοι όμως πιστεύουν ότι υπάρχει όντως ένας επικίνδυνος «καταραμένος όφις», ώστε κατόπιν να αποφασίσουν τι είναι διατεθειμένοι να ρισκάρουν για την αντιμετώπισή του;
Εδώ είναι που είναι αξίζει να θυμηθούμε τη δεύτερη – και πολύ ζουμερή – φράση του Φιλίπ Μιγκό, που μάλλον εμπεριέχει υπαινιγμό: «Ποιος είναι έτοιμος να πεθάνει για τις Βρυξέλλες και τη φον ντερ Λάιεν στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Κανένας απολύτως»…
Ώστε έτσι, λοιπόν; Για την κυρία Ούρσουλα, την ηγεσία της ΕΕ και φυσικά τα κέρδη των πολεμικών βιομηχανιών θα πρέπει να πολεμήσουν οι νέοι της Ευρώπης; Όχι επειδή κινδυνεύουν «βωμοί και εστίες»; Όχι επειδή η αδηφάγα «ρώσικη αρκούδα» θα ορμήσει στο… Βερολίνο, το Άμστερνταμ, το Παρίσι και το Λονδίνο;
Η κοινή γνώμη στην Ευρώπη βομβαρδίζεται από δυο αντικρουόμενους ισχυρισμούς. Σύμφωνα με τον πρώτο, είναι εφικτή μια νίκη (κάποιου είδους, τέλος πάντων) της Ουκρανίας στον πόλεμο εναντίον της Ρωσίας, η στρατιωτική «μηχανή» της οποίας πλήττεται καίρια από τις κυρώσεις και επί πλέον έχει εμφανίσει σοβαρές αδυναμίες. Ο Πούτιν «ξεμένει από χρήματα, στρατεύματα και ιδέες», δήλωσε προ ημερών ο επικεφαλής του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε. Σύμφωνα όμως με τον άλλον ισχυρισμό, η Ρωσία μπορεί να απειλήσει… τους πάντες και τα πάντα, ο Πούτιν να «τη δει» κάτι μεταξύ Αλάριχου και Αττίλα και η αδηφάγα «αρκούδα» να επιδοθεί σε έναν επεκτατικό πόλεμο που θα φθάσει, ποιος ξέρει πού… Προφανώς οι δυο ισχυρισμοί αλληλοεξουδετερώνονται.
Όσοι Ευρωπαίοι σκεφθούν ψύχραιμα (κάτι όχι πανεύκολο υπό συνθήκες εξοπλιστικής παράκρουσης, αλλά ούτε και ανέφικτο), θα αναρωτηθούν: Αλήθεια, για ποιον τακτικό ή στρατηγικό σκοπό η Μόσχα θα απειλούσε την Ευρώπη, με την οποία μέχρι πριν από λίγα χρόνια έκανε «χρυσές δουλειές»; Για να κερδίσει, τι ακριβώς;
Γιατί να επιλέξει το δρόμο ενός έξαλλου τυχοδιωκτισμού, αντί να επιδιώξει τη σταδιακή – έστω και αργή- εξομάλυνση των σχέσεών της με την Ευρώπη, η οποία τώρα χρυσοπληρώνει το αμερικανικό LNG και πλήττεται από τις κυρώσεις που επέβαλε σε βάρος της Μόσχας, περίπου όσο και η τιμωρούμενη, ρωσική οικονομία; Λογικές απαντήσεις δεν δείχνει να διαθέτει το διακρατικό, ευρωπαϊκό «κόμμα του πολέμου ». Αντ’ αυτών, υστερία και μανιχαϊστικές απλουστεύσεις. Οι οποίες φυσικά… κάνουν δουλειά και επηρεάζουν, αλλά όχι στον «απαιτούμενο» βαθμό – προς το παρόν.
Το «μονά – ζυγά δικά μας» και η ιδέα του Βέμπερ
Μέσα στο περιβόλι των απλουστεύσεων, ανθεί και το εξής «επιχείρημα»: Αν τελικά οδηγηθούμε σε πόλεμο με τη Ρωσία, θα αποδειχθεί ότι είχαν απόλυτο δίκιο οι κήρυκες των απανωτών εξοπλισμών και της στρατιωτικοποιημένης Ευρώπης. Αν αποφύγουμε τον πόλεμο, να ξέρετε ότι αυτό θα το χρωστάμε στην αύξηση της ευρωπαϊκής «αποτρεπτικής ισχύος». Άρα, «μονά – ζυγά δικά μας»…
Εδώ μπορεί κανείς να θαυμάσει το δόγμα πως, οτιδήποτε κι αν συμβεί, η ευθύνη για την κλιμάκωση της έντασης θα βαρύνει τη Μόσχα. Υπάρχουν πχ Ευρωπαίοι πολιτικοί που θεωρούν ότι η ΕΕ θα πρέπει να «αρπάξει» 140 δισ. ευρώ από δεσμευμένες (στο Βέλγιο) ρωσικές κρατικές καταθέσεις και να χρηματοδοτήσει με αυτές την Ουκρανία, αλλά ακόμη και οι συγκεκριμένοι τύποι, αν τυχόν η επιθυμία τους γινόταν πράξη, θα συνέχιζαν να βλέπουν μονομερείς προκλήσεις, από την πλευρά της Μόσχας.
Το δεύτερο – και σημαντικότερο – θέμα είναι το εξής: Η «πολεμική οικονομία» για να συνεχίσει να αποδίδει απαιτεί συνεχείς εντάσεις, αλλά και «αναφλέξεις». Όπως ακριβώς ένας πωλητής κλειδαριών ασφαλείας δεν θα κάνει καλές δουλειές σε μια κοινότητα στην οποία ουδέποτε σημειώνονται διαρρήξεις, έτσι και οι πολεμικές βιομηχανίες θα αδυνατούν να κρατούν εσαεί τα κέρδη τους σε πανύψηλα επίπεδα, εάν λείψουν τα… δέοντα που θα καθιστούν περιζήτητα τα προϊόντα τους. Χρειάζονται τη διαρκή ένταση, αλλά και «πραγματικά περιστατικά» που θα δοκιμάζουν ή θα επιβεβαιώνουν την αποτελεσματικότητα οπλικών συστημάτων, θα δημιουργούν ανάγκες ανανέωσης οπλοστασίων, θα ωθούν σε νέες πωλήσεις.
Υπό αυτήν την έννοια, η προτεραιότητες της «πολεμικής οικονομίας» μπορούν να φέρουν και πραγματικές συρράξεις (άγνωστης έκτασης και διάρκειας), περίπου ως «αυτοεκπληρούμενες προφητείες», ή και λόγω «ατυχημάτων». Και το πολύ ανησυχητικό είναι ότι δεν πρόκειται, πλέον, μόνο για ένα ισχυρό λόμπι, του οποίου τις πιο ακραίες και επικίνδυνες βουλήσεις θα μπλοκάρει κάποια στιγμή ο αστικός πολιτικός ρεαλισμός, ο ορθολογισμός και η ευθυκρισία– στοιχεία που είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν διέπουν τις σημερινές ευρωπαϊκές ηγεσίες. Εδώ έχουμε την αναγόρευση της «πολεμικής οικονομίας» σε ένα είδος τιτάνιου ρυμουλκού, το οποίο θα «τραβήξει» τις «κανονικές» οικονομίες από το τέλμα, αλλά και θα υποκαταστήσει ορισμένους βιομηχανικούς τομείς που μαστίζονται από κρίση.
Χαρακτηριστικά ήταν τα λόγια Μάνφρεντ Βέμπερ, του γνωστού Βαυαρού προέδρου του δεξιού Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Μιλώντας στη γερμανική εφημερίδα Welt am Sonntag, ο Βέμπερ ζήτησε καθαρά τη μετάβαση της ΕΕ σε μια «οικονομία πολέμου» (δεν αποφεύγουν καν τον όρο) και πρόσθεσε:
«Αυτό θα μπορούσε επίσης να σημαίνει ότι οι κατασκευαστές όπλων θα εργάζονται μελλοντικά σε βάρδιες και τα Σαββατοκύριακα. Και πως εταιρείες που προηγουμένως παρήγαγαν βιομηχανικά αγαθά για πολιτικούς σκοπούς, θα παράγουν όπλα».
Αυτή η τάση είναι ήδη ορατή και στον τομέα των υποδομών. Από την άνοιξη η Rheinmetall έχει ανακοινώσει ότι εξετάζει το ενδεχόμενο να αποκτήσει το εργοστάσιο της Volkswagen στο Όσναμπρουκ της βορειοδυτικής Γερμανίας (στην Κάτω Σαξονία). Η Volkswagen, που καταγράφει σοβαρές ζημιές, έχει προγραμματίσει να τερματίσει την παραγωγή στο συγκεκριμένο εργοστάσιο, προς το τέλος του 2027.
Επίσης, η γερμανογαλλική εταιρεία κατασκευής αρμάτων μάχης KNDS, που το 2024 είχε τζίρο 3.8 δισ. ευρώ και παραγγελίες 11.2 δισεκατομμυρίων, είχε ανακοινώσει ότι θα εξαγοράσει ένα εργοστάσιο της γαλλικής Alstom, η οποία επιδίδεται σε κατασκευές τρένων και συστημάτων σηματοδότησης. Το εργοστάσιο βρίσκεται στο Γκέρλιτς, την ανατολικότερη πόλη της Γερμανίας, στα σύνορα με την Πολωνία.
Οι προσδοκίες του «Τρύφωνα» που γίνεται «λιοντάρι»
Ας δούμε για λίγο την τωρινή «μεγάλη εικόνα» στην Ευρώπη. Η Γαλλία μαστίζεται από τα… παγκοσμίως γνωστά (λόγω των πολιτικών κλυδωνισμών που προκάλεσαν) οικονομικά και δημοσιονομικά προβλήματα. Ο δευτερογενής τομέας της οικονομίας στη Γερμανία και την Ιταλία αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες, τις οποίες φυσικά επιτείνει το τεράστιο κόστος του – εισαγόμενου από τις ΗΠΑ – LNG.
Ιδιαίτερη σημασία έχει, ασφαλώς, η κατάσταση στη Γερμανία, χώρα που θεωρείται «οικονομική ατμομηχανή» της Ευρώπης. Πριν από μερικά χρόνια θα ηχούσε ως ανέκδοτο η συζήτηση για το κατά πόσο η Γερμανία κινείται σε τροχιά αποβιομηχάνισης. Σήμερα όμως η συζήτηση έχει «ανάψει» και εξελίσσεται ζωηρότατα. Μάλιστα και οι πιο αισιόδοξοι αναλυτές απλώς θεωρούν «υπερβολικό προς το παρόν» τον όρο «αποβιομηχάνιση» ως προς τη Γερμανία, κάτι που δεν δείχνει και πολύ καθησυχαστικό, επί της ουσίας…
Και πώς να προκύψει καθησυχασμός; Η Γερμανία παράγει λιγότερα πράγματα και εξάγει λιγότερα. Μια σειρά από εμβληματικές γερμανικές φίρμες συρρικνώνουν την παραγωγή, μειώνουν τις θέσεις εργασίας και επιπλέον επενδύουν αδρά ποσά στην Κίνα.
Σε αυτήν την κατηγορία εντάσσονται μεταξύ άλλων η Volkswagen, η BMW, ο χημικός κολοσσός BASF, η Bosch των οικιακών συσκευών. Αν μετρήσουμε πόσες περικοπές θέσεων εργασίας – εντός Γερμανίας – έκαναν ήδη ή προγραμματίζουν για το άμεσο μέλλον αυτές οι τέσσερις εταιρείες (με πρώτη και… χειρότερη τη Volkswagen), θα φθάσουμε σε άθροισμα που πλησιάζει τις πενήντα χιλιάδες.
Πριν από είκοσι χρόνια, η βιομηχανία κάλυπτε το 32% της συνολικής απασχόλησης στη Γερμανία. Πέρσι το αντίστοιχο ποσοστό είχε πέσει στο 27%. Κι όταν η Γερμανική Ένωση Αυτοκινητοβιομηχανίας υπολογίζει ότι έως το 2035 «θα κινδυνεύσουν» 190.000 θέσεις εργασίας σε ολόκληρο τον κλάδο, δύσκολα ανιχνεύονται θετικές προοπτικές.
Υπάρχει όμως και η «μεγαλύτερη εικόνα». Το μερίδιο της Ευρώπης και της ΕΕ στο παγκόσμιο ΑΕΠ μειώνεται – διαρκώς και πολύ. Επιπλέον η Γηραιά Ήπειρος παρακολουθεί ως… παρακατιανός τη μεγάλη διελκυστίνδα ΗΠΑ – Κίνας στα πεδία της τεχνολογίας και των σπάνιων γαιών, εξαρτημένη ούσα από τις αμερικανικές ψηφιακές υποδομές και τις κινεζικές πρώτες ύλες.
Αν φανταστούμε τον παγκόσμιο ανταγωνισμό σαν μεγάλη διοργάνωση πυγμαχικών αγώνων, τότε η Ευρώπη κινδυνεύει να ξεπέσει στα επίπεδα του αξέχαστου κινηματογραφικού Τρύφωνα, προς τον οποίον ο μεροληπτικός διαιτητής (Βέγγος) φώναζε ειρωνικά «να μου ζήσεις, λιοντάρι της Πλατανιάς…». Με τη διαφορά ότι στον διεθνή ανταγωνισμό δεν υπάρχουν «μιλημένοι» διαιτητές που θα σώσουν τους Τρύφωνες…
Εν ολίγοις, ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός αντιλαμβάνεται ότι τα έχει κάνει «μαντάρα» και τώρα αποφασίζει να γίνει «λιοντάρι» – όχι της Πλατανιάς, αλά μιας… ευρύτερης γεωγραφικής περιφέρειας. Αναθέτει σημαίνοντα ρόλο στην «πολεμική οικονομία», ευελπιστώντας πως έτσι θα αναζωογονηθεί.
Ελπίζει ότι έτσι θα επέλθει μια νέα συσσώρευση κεφαλαίων. Ότι θα προσφερθούν αντίστοιχα «οράματα» στις κοινωνίες. Και ότι, σε αυτό το υπόβαθρο, θα εξυφανθούν θεσμικά πλαίσια και κυβερνητικές πρακτικές που διευκολύνουν την αντιμετώπιση και των «εσωτερικών εχθρών». Διότι σε κράτη που θα τελούν διαρκώς σε καθεστώς «εκτάκτου ανάγκης» και πολεμικής «ύψιστης επιφυλακής», οι διεκδικήσεις δημοκρατικών και εργασιακών δικαιωμάτων , αλλά και όσες αξιώσεις παραπέμπουν σε κάποιες σταθερές του κοινωνικού κράτους, θα αφορίζονται ευκολότερα. Στις «καλύτερες» περιπτώσεις ως «άκαιρες». Στις χειρότερες, ως «κινήσεις που υπονομεύουν τη χώρα» και μαρτυρούν «ελλείψεις φιλοπατρίας».
Ο κίνδυνος είναι εδώ. Καθαρός, μεγάλος, αλλά και εύγλωττος για το πόσο κυνικοί και αδίστακτοι είναι αυτοί που τον έφεραν πάνω από τα κεφάλια μας. Η αντιμετώπισή τους – σε πανευρωπαϊκό επίπεδο- είναι το μεγάλο ζητούμενο. Και άμεσα…

