Κάνουμε σήμερα μια ανασκόπηση εγχώριων γεγονότων κι εξελίξεων των τελευταίων ημερών. Το επιβαλλόμενο σέβας στους θεσμούς υπαγορεύει να αρχίσουμε με τον Κώστα Τασούλα, επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη για την Προεδρία της Δημοκρατίας.
«Χωριό που φαίνεται, κολαούζο δεν θέλει». Είναι μάλλον προφανές το βασικό κίνητρο – κριτήριο στην επιλογή του πρωθυπουργού: Να ικανοποιήσει το πιο σκληρό δεξιό και ακροδεξιό πολιτικό – κοινωνικό φάσμα. Είτε αυτό που εκλογικά παραμένει στη Νέα Δημοκρατία (μέχρι νεοτέρας, τουλάχιστον) είτε το ενταγμένο στο 19%. Δηλαδή στο ποσοστό που αθροιστικά συγκέντρωσαν τα ακροδεξιά κόμματα στις ευρωεκλογές του 2024.
Ο Κυρ. Μητσοτάκης θεωρεί ότι «ξεμπέρδεψε» με την καραμανλική Δεξιά και τώρα αποθεώνει την αβερωφική. Ο Κ. Τασούλας παρέμεινε αυθεντικότατος εκφραστής των παρακαταθηκών του μέντορά του, Ευ. Αβέρωφ (κάποτε διετέλεσε και ιδιαίτερος γραμματέας του), με όσα αυτό σημαίνει – και σημαίνει αρκετά. Χωρίς μάλιστα να καταφεύγει σε πολλές «περικοκλάδες» και «στρογγυλέματα», από αυτά που κάποια στιγμή (παλιότερα, όχι τώρα) έδειχνε να απαιτεί η ανάγκη της ΝΔ να φανεί ελκυστική στον πολυθρύλητο, αν και εσαεί ασαφώς οριζόμενο, «μεσαίο χώρο».
Από τον «Μινώταυρο της Μεταπολίτευσης» στις… άψογες κοινοβουλευτικές διαδικασίες
Ας… τιμήσουμε λοιπόν κι εμείς τον θεσμό, σταχυολογώντας ορισμένους σταθμούς στην έως τώρα σταδιοδρομία του Κ. Τασούλα, στη δημόσια ζωή.
Το 2000, ενάμισι έτος αφ’ ότου ολοκληρώθηκε η θητεία του ως δημάρχου Κηφισιάς, εκλέχθηκε βουλευτής Ιωαννίνων της ΝΔ. Το 2001 υποβλήθηκε εναντίον του μήνυση από εργολάβο, ο οποίος τον κατήγγειλε ότι την περίοδο της δημαρχίας του είχε ζητήσει «μίζα» 70 εκατομμυρίων δραχμών για μια νομιμοποίηση οικοπέδου. Δίκη δεν έγινε. Η Βουλή αρνήθηκε να άρει την ασυλία του Κ. Τασούλα, καθώς δέχθηκε τον ισχυρισμό του ότι ο εργολάβος τον κατήγγειλε και τον μήνυσε «για λόγους προκλήσεως πολιτικής βλάβης».
Ο καταγγέλλων συνέχισε τις δικαστικές προσφυγές, φθάνοντας μέχρι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ). Τον Νοέμβριο του 2006 εκδόθηκε καταδικαστική, σε βάρος της Ελλάδας, απόφαση. Το ΕΔΑΔ έκρινε πως στην περίπτωση Τασούλα είχε παραβιαστεί το δικαίωμα κάθε πολίτη σε δίκαιη δίκη, επισημαίνοντας ότι η μήνυση του εργολάβου δεν σχετιζόταν με τα κοινοβουλευτικά καθήκοντα του καταγγελλόμενου, ούτε με το κοινοβουλευτικό του έργο.
Εν πάση περιπτώσει, ως εδώ βλέπουμε κυρίως (και το έχουμε δει πολλές φορές) τον τρόπο, με τον οποίο η Βουλή συνήθιζε ν’ αντιμετωπίζει τέτοιες υποθέσεις υπό «κανονικές» συνθήκες. Δηλαδή όταν δεν επιθυμούσε ένα κόμμα να ανακινηθούν ποινικές διαδικασίες σε βάρος στελέχους ή στελεχών άλλου. Ας βάλουμε μπροστά το τεκμήριο της αθωότητας – που όμως δεν δοκιμάστηκε σε δίκη – και ας προχωρήσουμε σε μία γνήσια «αβερωφική» έκρηξη του Κ. Τασούλα.
Τον Δεκέμβριο του 2008, κατά τις ημέρες του νεανικού ξεσηκωμού για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, ο Κ. Τασούλας συμπλήρωνε ένα δεκάμηνο στην καρέκλα του υφυπουργού Άμυνας. Μιλώντας για τα γεγονότα εκείνων των ημερών ανέφερε πως για όλα έφταιγε (προς θεού, όχι ο Κορκονέας) «το τερατώδες καταπίστευμα της Μεταπολίτευσης». Το «τέρας» που κάθε τρεις λίγο έβγαινε «από τη σπηλιά του» κι έκανε επιδείξεις δύναμης. Ένα απόσπασμα από το παραλήρημά του τότε υφυπουργού:
«Αν λοιπόν θέλουμε να συνεχίσουμε ως κοινωνία να ζούμε συνθηκολογημένοι με αυτό το τέρας, με αυτό τον Μινώταυρο, τότε θα πρέπει κάθε τόσο να το ταΐζουμε, όπως έκαναν οι Αθηναίοι, που τάιζαν τον Μινώταυρο για να είναι ήσυχοι (…) Αν θέλουμε να το ξεριζώσουμε (…), θα πρέπει να το πάρουμε απόφαση, να το αποδεχθούμε το κόστος και να προχωρήσουμε».
Και σε τι ακριβώς συνίστατο, τότε, το έγκλημα του μεταπολιτευτικού… τέρατος: «Δίνει σε πολλούς το δικαίωμα να αισθάνονται ότι σε καθεστώς δημοκρατικό επιτρέπεται η αντίσταση, ενώ δεν επιτρέπεται, δεν νοείται αντίσταση στη δημοκρατία» .
Τόσο… «δημοκρατική» θεώρηση της δημοκρατίας θα ενθουσίαζε σχεδόν σύμπασα την ακροδεξιά, με ορισμένους «αστερίσκους» φυσικά. Διότι όταν εκείνη, η ακροδεξιά – όπου κι αν στεγάζεται πολιτικά και εκλογικά – θέλει να αντιταχθεί σε ρυθμίσεις και επιλογές της κεντρικής εξουσίας (πχ θέματα ΛΟΑΤΚΙ, ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, κ.α.). τότε μια… χαρά είναι η αντίσταση.
Θα «έσκαγε» όμως ο Κ. Τασούλας αν περιόριζε τα… μανιφέστα του στις αναφορές εναντίον της Μεταπολίτευσης του 1974, χωρίς να «πάει» και στα παλιότερα… Το 2017 ένιωσε οργή, επειδή ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας συμμετείχε στα εγκαίνια της έκθεσης για το Νίκο Μπελογιάννη. Και είπε από το βήμα της Βουλής:
«Η θανατική ποινή είναι μια σκληρότατη πράξη. Αλλά δεν μπορεί εν ονόματι μιας σκληρότατης πράξης που μπορεί κανείς να την κρίνει, αν ήταν άδικη ή δίκαιη, να θεωρούμε ότι η επιδίωξη επιβολής κομμουνιστικής δικτατορίας συνιστά πράξη υπέρ της δημοκρατίας». Ήταν, το ξαναλέμε, συνεδρίαση της Βουλής το 2017, όχι το 1957 (τότε ο Κ. Τασούλας ήταν αγέννητος).
Το 2019, μετά την εκλογική νίκη της ΝΔ, ο Κ. Τασούλας έγινε πρόεδρος της Βουλής. Λογικά, οι εκπεφρασμένες θέσεις του (κυρίως η αντίληψή του για την εξίσωση «δημοκρατία ίσον κοινωνία ακούνητη κι αμίλητη») θα έπρεπε να είχαν κάνει τα κόμματα της αντιπολίτευσης να αξιώσουν από τον πρωθυπουργό να επιλέξει άλλο πρόσωπο, για πρόεδρο της Βουλής, προκειμένου να το υπερψηφίσουν. Αλλά δεν…
Ό,τι έχει συμβεί από το 2019 έως σήμερα, δικαιώνει απολύτως το συμπέρασμα ότι ο Κ. Τασούλας λειτούργησε ως θεσμικό (;) «ντόπερμαν». Ελαχιστοποιώντας το ενδιαφέρον του για προφάσεις και επιφάσεις, ανέλαβε να καταστείλει οτιδήποτε θα μπορούσε να γίνει επώδυνο για την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό.
Ανάμεσα στις… μεγάλες στιγμές του συγκαταλέγεται το γεγονός ότι δεν επέτρεψε στον πρόεδρο της ΑΔΑΕ, Χρήστο Ράμμο, να ενημερώσει το κοινοβούλιο για τις υποκλοπές. Επίσης, αυτό που υπενθύμισε προ ολίγων ημερών η Μαρία Καρυστιανού: «Ο κ. Τασούλας ήταν αυτός που, ως Πρόεδρος της Βουλής, κρατούσε στο γραφείο του την δικογραφία της Ευρωπαίας Εισαγγελέως για τη σύμβαση 717 και τη δικογραφία για τα Τέμπη και δεν την έδωσε άμεσα ως όφειλε, στα μέλη της Εξεταστικής Επιτροπής».
Οι αυθαιρεσίες του στην κοινοβουλευτική καθημερινότητα, άφθονες. Κάποτε, πχ, αφαίρεσε το λόγο από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που μιλούσε για τα χρέη της ΝΔ. Κι αιτιολόγησε την κίνησή του ως εξής: «Είναι αχρείαστο σκηνικό κομματικού ακτιβισμού»!
Να που ο ίδιος, τώρα, ανταμείβεται ως χρήσιμο εργαλείο συστημικού θωρακισμού. Η επιλογή στο πρόσωπό του δεν είναι ατύχημα της τωρινής αστικής δημοκρατίας. Είναι το σύμπτωμα της αυταρχικής εκτράχυνσής της.
Τι (θα) πληρώνουμε εμείς και τι πληρώνουν οι άλλοι στην ΕΕ, για υπηρεσίες υγείας
Το επιβεβαιώνει τώρα και το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ: Η αγοραστική δύναμη των μισθών στην Ελλάδα είναι η μικρότερη ανάμεσα σε όλες της χώρες της ΕΕ. Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, βεβαίως, το ίδιο ακριβώς είχε ανακοινώσει η Eurostat. Ίσως λοιπόν πρέπει ν’ αναμένουμε κάποιες αναλύσεις του «Σκάι», υπό τον κεντρικό τίτλο «εισαγόμενη μίρλα και ντόπιοι συνεργάτες της απειλούν το ηθικό των Ελλήνων».
Αλλά ο νόμος του Μέρφι (σε νεοφιλελεύθερη εκδοχή) είναι πάντα εδώ: Έρχονται, λέει, νέα ανοδικά «βζιιννν» – για να θυμηθούμε τον Αδ. Γεωργιάδη. Πού; Μα στα ασφάλιστρα υγείας. Στη χώρα όπου ήδη ανθεί η τρομακτικότερη οικονομική επιβάρυνση των πολιτών για υπηρεσίες υγείας.
Αρκεί ν’ αναφέρουμε ότι στην Ελλάδα το ποσοστό των δαπανών υγείας που καλύπτεται από την τσέπη μας φθάνει στο 35%, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος στην ΕΕ των 27 είναι 15%. Επικρατεί μάλιστα η τάση για μεγαλύτερο «άνοιγμα της ψαλίδας». Κάτι απολύτως φυσιολογικό, με δεδομένη την υπο-χρηματοδότηση του ΕΣΥ.
Ανέφερε στις 18/11/2024 στο News247 o Γιάννης Υφαντόπουλος, καθηγητής Οικονομικών της Υγείας και κοινωνικής Πολιτικής στο ΕΚΠΑ, ότι η μελέτη της εξέλιξης των δημοσίων δαπανών υγείας κατά την τελευτά δεκαετία φανερώνει «προκλητική μείωση στην Ελλάδα, κατά 26%, έναντι αύξησης κατά 20% στις ΕΕ-27». Μπορεί το «κοινωνικό κράτος» να έχει χλομιάσει σε όλη την Ευρώπη, αλλά ακόμη κι έτσι μπορεί να θεωρηθεί… ακμάζον, αν συγκριθεί με τα καθ’ ημάς.
Γιατί, λοιπόν, να μην αυξάνουν κατ’ επανάληψη τα ασφάλιστρα οι ιδιώτες «πάροχοι υπηρεσιών υγείας», αφού «δουλεύει» υπέρ τους η εγκατάλειψη του ΕΣΥ; «Διότι από ένα σημείο και μετά θα δυσκολεύονται πολύ να βρουν πελάτες», ίσως απαντήσει κάποιος. Καλό θα ήταν όμως να θυμηθεί τη βασική αρχή, βάσει της οποίας συμφέρει να ξεζουμίζεις οικονομικά 100 ανθρώπους (τυχαίος αριθμός, χάριν παραδείγματος) που… το αντέχουν και να εισπράττεις από αυτούς όσα θα τσέπωνες παλιότερα από 120 ασθενείς. Γλυτώνεις την περίθαλψη, όση τέλος πάντων, προσφέρεις, 20 ατόμων…
Φυσικά εδώ υπάρχει και μια ειδικότερη παράμετρος που καθόλου δεν αποκλείεται να δώσει συνέχεια στις αυξήσεις των ασφαλίστρων. Παραπέμπει στο γνωστό ρητό «Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει». Ας βάλουμε στη θέση του «Γιάννη» το
fund CVC που ελέγχει μεγάλα ιδιωτικά νοσοκομεία, αλλά και την Εθνική Ασφαλιστική. Τι θα μπορούσε να αναχαιτίσει τη σκέψη «αυξάνουμε τα νοσήλια και κερδίζουμε, κατόπιν αυξάνουμε τα ασφάλιστρα για να ανταποκριθούν στα αυξημένα νοσήλια και ξανακερδίζουμε»; Τι είπατε; «Υπάρχουν τρόποι να ελεγχθούν όλα αυτά, αν υφίσταται κρατική βούληση»; Μα τι θέλετε, να γίνουμε «Σοβιετία»;
Αντί επιλόγου: Τα ουδόλως αναπάντεχα
Στις ημέρες μας ξέρεις ότι είναι θέμα χρόνου να πληροφορηθείς πως κάποια δυσάρεστα συνέβησαν ξανά. Όπως, πχ, μια ακόμη δυσλειτουργία στο Μετρό Θεσσαλονίκης. Ή μία ακόμη πτώση σοβάδων από ταβάνι σχολείου. Να, τώρα έγινε στο 10ο Δημοτικό Χαϊδαρίου, όπου την Πέμπτη (16/1) κηρύχθηκε τριήμερη αποχή, εν αναμονή επισκευών (αν κι εφ’ όσον…).
Τόσο καλά, ξανά…